22/1/13

Δε θα δει κανείς

Ναι
φίλε μου
θα τη γαμήσω τη μικρή
μου γελάει, ψήνεται
με κερνάει συνέχεια
κι εγώ, δε λέω, καθόλου
είναι πολύ καλό μωρό
δε θα με χαλάσει καθόλου
θα πάρουμε για λίγο
κάτι που θέλουμε κι οι δυο
-Κι η άλλη;
-Ποια άλλη;
Η μόνιμη;
Βλέπεις τι γίνεται, βλέπεις...
Δε θα δει κανείς
δε θα μάθει κανείς
θα μείνει μεταξύ μας
εγώ και το τρυφερό περιστεράκι της βραδυάς
θα το αγγίξω και
θα νιώσω κάτι που ίσως το ‘παν κι αγάπη
για λίγο
-Kι η κοπελιά;
η κοπελάρα σου;
-Ποια η μόνιμη;
δε θα δει κανείς
δε θα μάθει κανείς
γιατί καίγομαι για πάρτη της
γιατί λιώνω για πάρτη της
γιατί τραβάω τα άπειρα
για πάρτη της
γιατί θέλω να ξεχάσω λίγο
πως υπάρχω
για πάρτη της
.......

9/1/13

Η ΑΡΑΧΝΗ ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ


Η ΑΡΑΧΝΗ

Ο ιστός μου απλωνόταν σαν ένας αόρατος δρόμος γεφυρώνοντας το κενό ανάμεσα στις δύο πανύψηλες αροκάριες.Μόνο το ελαφρύ χρύσισμα που προσέφεραν οι ακτίνες του ήλιου, το οποίο γινόταν αντιληπτό υπό συγκεκριμένες οπτικές γωνίες, πρόδιδαν την ύπαρξή του.

Εγώ, κρεμασμένη ανάποδα στο δημιούργημά μου ανέμενα κάποιο θύμα ενώ λιαζόμουν ταυτόχρονα από τον γενναιόδωρο Ινδικό ήλιο. Αν τραβούσα έναν εντελώς ευθύ ιστό από το κεφάλι μου στην γη το δρόμο θα μου ανέκοπτε μια πέτρα την οποία παρατηρούσα αδιάφορα και μισοκοιμισμένα για πάνω από μισή ώρα. Το περίεργο ήταν ότι είχα την αίσθηση πως κι εκείνη με παρατηρούσε. Ήταν ολόλευκη χωρίς τις συνηθισμένες άγριες γωνίες των πετρών αλλά όχι και εντελώς λεία. Σ’ αυτό το παραμυθένιο μέρος θα μπορούσε κανείς να πει ότι έμοιαζε με απομεινάρι πανάρχαιου μύθου, ή με μια ρευστοποιημένη ράγκα παιγμένη από ρούντρα βίνα.

Μετά από πολύ ώρα ένας πολεμιστής ήρθε και έκατσε πάνω στην πέτρα. Έπιανε με απελπισία το κεφάλι του σαν να ήθελε κάπου να στηριχτεί εναγωνίως. Αρχικά έκλαιγε πνιχτά σκύβοντας προς το έδαφος σαν να ‘θελε να θάψει τα δάκρυα στο χώμα. Σιγά-σιγά όμως ο πόνος του ξεπερνούσε τις ντροπές του και την περήφανη θέλησή του κι άρχισε να γίνεται δυνατό κλάμα, αργότερα οδυρμός κάποιες στιγμές ουρλιαχτό κι ύστερα πάλι μετασχηματιζόταν σε ένα θρηνώδες μουρμουρητό, παγερό όσο τα μάτια της κουκουβάγιας.Από το ύψος που ήμουνα δεν μπορούσα να διακρίνω χαρακτηριστικά πέρα από το σκούρο δέρμα του και τα μαύρα του μαλλιά. Όμως έβλεπα έναν άνθρωπο να γίνεται κουβάρι σαν να ‘θελε να εξαφανιστεί μέσα στον εαυτό του, η πλάτη του του ‘χε γίνει ατελείωτο βάρος που τον έκανε να σκύβει και να σκύβει και να σκύβει, τα δάχτυλά του τον προστάτευαν από τον, για άλλους εκείνη τη στιγμή φιλικό, ήλιο κι έκλαιγε σαν σύννεφο γεμάτο νερό. Το βάρος της ψυχής του ήταν πολύ βαρύτερο από την πέτρα στην οποία καθόταν αλλά ευτυχώς γι' αυτήν οι πέτρες δεν καταλαβαίνουν από συναισθήματα. Ανάμεσα στα δάκρυα, τρία ονόματα βγαίναν από τα χείλη του κι ακολουθώντας τον αέρα, όπως τα φύλλα που πέφτουν στην γη αλλά με αντίθετη πορεία, έφταναν συνεχώς στ’ αυτία μου. Απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω ο πολεμιστής ο οποίος ήταν χωρικός στην πραγματικότητα είχε μόλις γυρίσει από κάποιον πόλεμο και βρήκε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά νεκρά. Κάθε φορά που έλεγε τα ονόματά τους η απελπισία του γινόταν μεγαλύτερη και οι ήχοι από το κορμί του απλωνόταν στα γύρω κλαδιά, μπερδεύονταν στους θάμνους, προσπαθούσαν να φτάσουν στην τέλειωση του κόσμου και γκρεμίζονταν βίαια στους γκρεμούς. Μετά από πολλές ώρες κι αφού είχε αρχίσει να σουρουπώνει ο άνθρωπος αυτός έπεσε αποκαμωμένος στο χορτάρι και κοιμήθηκε.

Η ΠΕΤΡΑ

Ήταν πρωί κι ο ήλιος πλουσιοπάροχος απλωνόταν σαν σαλαμάνδρα στο σώμα μου. Σ’ αυτό το μικρό ξέφωτο καρφωμένη εδώ και πάρα πολλά χρόνια παρατηρώ τις δύο αροκάριες που συναγωνίζονται πια θα φτάσει πιο ψηλά. Τις τελευταίες μέρες μια αράχνη φτιάχνει τον ιστό της ανάμεσά τους, τόσο πολύ περίτεχνα που μόνο κάποιες από τις ακτίνες του ήλιου προδίδουν την ύπαρξή του. Εκείνο το πρωί που το δημιούργημά της ολοκληρώθηκε, αυτή, απολάμβανε τους κόπους της κρεμασμένη ανάποδα πάνω του, ακίνητη σαν να προσμένει κάποιον επισκέπτη. Από δω που βρίσκομαι μου δίνε την εντύπωση ότι κρέμεται στο κενό. Ξάφνου κάποιες ακτίνες μου παρουσιάζουν σε όλο το μεγαλείο του τον ιστό που μόνο να τον θαυμάζει κανείς μπορεί. Ήταν τόσο όμορφα πλεγμένος όπως πλέκει τον αυτοσχεδιασμό του σε κάποια πρωινή ράγκα ένας καλός οργανοπαίχτης του σαρόντ. Την ζήλεψα που μπορεί να επιλέξει αν θα μείνει ακίνητη ή όχι. Που μπορεί να δημιουργεί. Εγώ ακίνητη ως πάντα μόνο παρατήρηση και υπομονή γνωρίζω.

Ύστερα από λίγη ώρα ένας πολεμιστής ήρθε και έκατσε πάνω μου. Τότε όλα σκοτείνιασαν. Ο ήλιος δεν μπορούσε να με πλησιάσει από πουθενά κι η σκοτεινιά αυτή έγινε ένα, σε τέτοιο σημείο που δεν την ξεχώριζες από την σκοτεινάδα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου. Αρχικά, τ’ αναφιλητά του ήταν τόσο ψιθυριστά που απλά χάιδευαν το κορμί μου κι έτσι όπως ήταν σκυμμένος σαν κουβάρι έδινε την εντύπωση ότι δεν ήθελε να τον δει κανείς ούτε ακόμα κι αυτός ο ίδιος ο ήλιος. Το πνιχτό κλάμα του σύντομα το διαδέχτηκαν ποταμοί δακρύων που έβρεξαν το χορτάρι αλλά και το σώμα μου από την κάτω μεριά, αλλά και σπασμοί σωματικοί οι οποίοι είχαν τέτοια ένταση που ταρακουνιόμουν μαζί του σαν να με παρέσερναν κύματα σε κάποια άγρια θάλασσα. Τα χέρια του χτυπούσαν τα πόδια του με τέτοια ορμή, σαν να θελαν να τα σπάσουν, κι ύστερα πάλι έκλειναν τα μάτια του, ενώ το σκυμμένο πρόσωπό του ήταν μονίμως στραμμένο πάνω μου. Ήμουν σίγουρη ότι η αράχνη που παρατηρούσε την ίδια εικόνα με μένα θα πίστευε ότι εγώ ως πέτρα δεν θα αντιλαμβανόμουν τον ανθρώπινο πόνο. Αντιθέτως, και είμαι απόλυτα ειλικρινής, πήγα να σπάσω.Τόσους αιώνες ύπαρξης δεν θα μπορούσα να είμαι αδαής σε οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα. Τους γνωρίζω, γνωρίζω τις αδυναμίες τους, τα ονόματά τους και τις οικογένειές τους. Τρία ονόματα έβγαιναν από το στόμα του. Και τα τρία μαζί με τα δάκρυα έπεφταν σαν ατσάλι στο κορμί μου δημιουργώντας μέσα μου ατελείωτες χαρακιές. Στον θρήνο του πάνω κατάλαβα ότι ήταν χωρικός και σαν γύρισε από τον πόλεμο βρήκε την γυναίκα του και τα παιδιά του νεκρά. Σαν από σύννεφο έβγαιναν τα δάκρυά του και κάθε φορά που τους ανέφερε οι φωνές του γινόταν πιο απελπισμένες και γραπώνονταν πάνω μου, έτρεχαν σε ακανόνιστες κατευθύνσεις, πάντα όμως γυρνώντας πίσω σ’ αυτόν, προσπαθούσαν να κρυφτούν στον πυρήνα της γης και τελικά γκρεμίζονταν βίαια στους γκρεμούς. Μετά από πολλές ώρες κι αφού είχε αρχίσει να σουρουπώνει ο άνθρωπος αυτός έπεσε αποκαμωμένος στο χορτάρι και κοιμήθηκε.
Εγώ ακίνητη ως πάντα έμεινα να παρατηρώ την αράχνη.
.......