21/12/13

Η Ζωή

Μια σταγόνα πέφτει
στο μάγουλο

Μια κρύα δροσιά
σηκώνει
τις τρίχες στο σβέρκο

Η κοπέλα έφυγε
με το μυστικό,
στο χαμό της

Άλλες ήρθαν, έφυγαν
μαζί πάντα
τα μυστικά τους

Η ζωή είναι
δυστυχώς έτσι
δεν την συλλαμβάνουμε

Αργούμε κάπως

Κι όταν τελικά
κάτι αγγίξουμε
φεύγει και η ίδια από κοντά μας,

Αυτή η Άγνωστη Μελαμψή Κυρία

H Ζωή
.......

21/11/13

Όνειρα Άλλα

Ταξιδεύοντας αυτό το καλοκαίρι
είδα πολλά, πολλά.
Όχι τέρατα και σημεία, όχι φρικώδη φοβερά,
πάντως όμως σίγουρα θαυμαστά.

Πάνω σε βουνά,
λίμνες που γυάλιζαν
χερσόνησοι χώνονται μέσα,
αγρια αμπέλια τα πρωινά, αδέσποτα
κατσίκια την ημέρα,
πρόβατα ήρεμα το σούρουπο.

Αυλές προσεγμένες
αυλές χρωματιστές
αυλές με γλάστρες, λουλούδια
βαμμένες πόρτες
μπαλκόνια στην κόψη ενός βουνού.

Σπίτια,
έρημα σπίτια
παρατημένα σπίτια
αγριόχορτα που πνίγουν τις ελιές
χωράφια με βάτους
κυπαρίσσια μέσα σε σπίτια ξέσκεπα
ο αέρας θερίζει έρημα καταφύγια
κι απέναντί σου η Αλβανία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία,
είναι το ίδιο.

Οι άνθρωποι φύγανε
άφησαν πίσω τους σόμπες με ξύλα
πόρτες από λαμαρίνα
αραιοκατοικημένα καφενεία
έρημους στάβλους χέρσες καλλιέργειες
μελίσσια που πετούν αδέσποτα
αντίκες να παλιώνουν όπως τα χωριά τους,
γονείς και παππούδες πίσω τους.
Στα μεγάλα κέντρα ή στο εξωτερικό,
όπως άλλωστε και τώρα.

Ζητώντας τι;
Σε καιρό ειρήνης, από μια ευλογημένη γη
σε κάνει να φύγεις τι;

Είναι ένα άλλο όνειρο.
Είναι ένα άλλο όνειρο, ένας άλλος στόχος.
Πρόκειται περί ενός διαφορετικού συστήματος αξιών.
Η ζωή ίσως ακόμα μπορεί να εξαγοραστεί, να κερδηθεί,
ν’ ανθίσει, μιλάμε όμως εδώ
για ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής.

Τι κι αν «Είναι τα μήλα κόκκινα τα σταφύλια μου μέλια»;
Τι κι αν «Παίρνω τα ζαγαράκια μου να πάω να κυνηγήσω»;
Το όνειρο διαφωνεί. Το όνειρο πλήττει.
Το όνειρο διατάζει πια αλλού,
δείχνει αλλού, σέρνει από τα μαλλιά αλλού,
το νιώθουμε όλοι.
Προς τα πού, μπορούμε μόνο να το μαντέψουμε.


Όμως ποιος;


Ποιος άλλαξε τα όνειρά μας μέσα σε πενήντα χρόνια;



.......

2/11/13

ΔΙΑΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΙ

Μιλάς για σένα συνεχώς όρια δεν γνωρίζεις
εγώ κι εμού όταν μου λες δεν ξες πώς μου τα πρήζεις
και όταν δεις τα δύσκολα
ωσάν την στρουθοκάμηλο
τα μούτρα σου τα κρύβεις

Φαίνεται είναι δύσκολο στο νου σου να συλλάβεις
πως κι άλλα όντα έμβια τον λόγο έχουν λάβει
μόλις βρεθεί πιο έξυπνος
το πρώτο πλοίο της γραμμής
θα τρέξεις να προλάβεις

Σαν να περνά ο άξονας της γης μες από σένα
μα πόσα έχεις μέσα σου συμπλέγματα κρυμμένα
τα όμορφα ματάκια σου
κρυφά από τη φράντζα σου
γιατί τα ‘χεις κλαμμένα

.......

17/10/13

1000 γυναίκες

Χίλιες γυναίκες γύρω μου
να μ' αγγίζουν να με ηρεμούν

---

Τρεις γυναίκες γύρω μου
να διώχνουν την τρέλα μου

---

Κι εγώ θα τις λατρεύω
με όλη τη δύναμη της ψυχής.

---

Θα λατρεύω τη φύση
θα προσκυνώ τα ακατανόητα μυστήρια
του σύμπαντος

---

Δίχως σταγόνα
ψεύτικα σταλλαγμένης ηθικής
στο κεφάλι μου

.......

22/9/13

Ο ΝΙΤΣΕ ΛΑΝΤΖΙΕΡΗΣ

Και ξάφνου τα λεφτά τελείωσαν. Εκεί ανάμεσα στον υπεράνθρωπο και τις κόντρες με τον άνθρωπο Βάγκνερ ο Νίτσε πλέον έπρεπε να σκεφτεί και την επιβίωσή του. Έτσι απλά και πολύ ανθρώπινα. Διότι τα λεφτά του πανεπιστημίου όπου δούλευε δε θα μπορούσαν να κρατήσουν μια ζωή. Η γέννηση της τραγωδίας έγινε όταν κάποια στιγμή πήγε να πάρει καπνό για την πίπα του. Τότε αντιλήφθηκε ότι χρήμα γιοκ… τετέλεσται… «επτωχεύσαμεν», σκέφτηκε, κι αντί να πάρει καπνό πήρε τους δρόμους να βρει κανά μεροκάματο γιατί αλλιώς δεν έχει μαμ. Έτσι ο Φρίκος, Φρίκο τον φωνάζανε στο σχολείο ειδικά ο φίλος του ο Βαγγέλης επειδή τον φοβότανε, σαραντατεσσάρων χρονών αμούστακο παιδί βρέθηκε να δουλεύει στου Λέντζου λάντζα. Ο Λέντζος που ήταν αμόρφωτος αλλά εκτιμούσε πολύ την αξία των πιο εξεζητημένων γνώσεων, τον κόπο των ανθρώπων του πνεύματος για την απόκτησή των και την ευαισθησία τους απάνω στα πιο παραμικρά ζητήματα, ένιωθε τρομερές ενοχές που είχε αυτόν τον φιλόσοφο στη βρύση να πλένει ενώ αυτός αραχτός χασκογελούσε με τους πελάτες. Αν ο Νίτσε δεν είχε πέσει στα πόδια του να τον θερμοπαρακαλέσει για οτιδήποτε μεροκάματο δεν θα υπήρχε περίπτωση να το δεχτεί ποτέ. Δεν ένιωθε καλά, δεν έτρωγε καλά, δεν κοιμόταν καλά αλλά κρυφά από όλους τους γνωστούς του διάβαζε ασταμάτητα τα βιβλία του λαντζιέρη του με θρησκευτική συνέπεια και απόλυτη προσήλωση χωρίς απαραίτητα να καταλαβαίνει τίποτα. Όλα αυτά τα αναγνώσματα γινόταν στο κελάρι κάτω από ένα βαρέλι με κρασί δώδεκα χρονών υπό το φως της λυχνίας. Συχνά η μέρα τον έβρισκε στο ίδιο σημείο ξύπνιο να σκέφτεται και να πίνει κρασί. Τις ίδιες νύχτες που ο Φρίκος κοιμόταν σαν μοσχάρι από την σωματική κούραση. Ο Νίτσε την ίδια εποχή κατάλαβε πόσο μούχλας υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά χωρίς να μπορεί να αποφύγει την ίδια του την ιδιοσυγκρασία έσκισε το Ecce Homo λέγοντας «νισάφι πια» κι έγραψε το «Διθύραμβοι στη λάντζα», το οποίο έχει χαθεί, καθώς και τους στίχους στο κομμάτι που λέει ο Κοντογιάννης «Καθόμουνα στου Λέντζου». Υπήρξε όμως δραστική αλλαγή στη στάση της ζωής του. Άρχισε να βγαίνει πιο συχνά, να πίνει μπύρες και να απαγγέλει τον Αντίχριστο στις γκόμενες χωρίς καμιά επιτυχία. Ύστερα την έπεφτε στο κρεβάτι του χαρούμενος που δεν μιλάει μόνος του πλέον. Ο Λέντζος απ’ την άλλη είχε ρέψει το ‘χε πάρει κατάκαρδα αλλά είχε μάθει τον Ζαρατούστρα απ’ έξω. Οι φίλοι του τον κορόιδευαν, η γυναίκα του τον άφησε για έναν τορναδόρο και μετοίκησε στο Αγρίνιο και τα παιδιά της γειτονιάς του, του δένανε άδεια κουτιά γάλατος εβαπορέ στον κόμπο της ποδιάς του για να κάνει θόρυβο καθώς περπατούσε. Αυτός, παραδομένος στην κατάντια του δεχόταν τα πάντα χωρίς καμιά αντίδραση. Η όχι; Στις τρεις Ιανουαρίου του χίλια οχτακόσια ογδόντα εννέα την ώρα που σχολάγανε απ’ το μαγεριό ο Φρίκος πέρασε βιαστικά από την πλατεία σκεφτόμενος το κρεβάτι του και τη Λίλα που δεν πρόκειται να του κάτσει ποτέ. Πέρασε βιαστικός και δεν είδε τον αμαξά. Τον είδε όμως ο Λέντζος κι έμεινε για δύο λεπτά στήλη άλατος. Εξ αιτίας της βίας που ασκούσε με το καμτσίκι του πάνω στον γάιδαρό του. Μην αντέχοντας άλλο τον εξευτελισμό του γαϊδάρου, τον οποίο ασυναίσθητα συνέδεσε με τον Νίτσε και την βία του καμτσικιού με την καταπίεση που προκάλεσε ο ίδιος σε έναν άνθρωπο του πνεύματος, έτρεξε προς το μέρος του και με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασε. Τότε επήλθε η κατάρευσις. Ύστερα από έντεκα χρόνια ο Λέντζος ψόφησε. Την ίδια βραδυά, ο αμαξάς αγκαλιά με τον Φρίκο, τα έπινε σε ένα χάνι όπου δούλευε η βυζαρού Μαρλένα που κι αυτή δεν θα του καθόταν ποτέ.
.......

15/9/13

Η Λαϊκή Δεξιά

Η Μεγάλη Λαϊκή Δεξιά είναι εκεί και περιμένει.
Η Μεγάλη Λαϊκή Δεξιά στέκεται στη γωνιά και καραδοκεί.

Θα θάψει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της
για να υποδεχτεί την Τάξη και το Νόμο.
Θα καταπιέσει και θα επιτεθεί
για να επιβάλλει την Ασφάλεια και την Ηθική.

Όχι, ο Εμφύλιος και η Χούντα δεν καλλιέργησαν συνειδήσεις.
Όχι, ο παππούς μου και ο παππούς σου δεν άφησαν πίσω τους τσάμπα Διαθήκη.
Όχι, οι νέες γενιές δεν έβαλαν κουκούτσι μυαλό.

Τα πράγματα θα γίνουν όπως πρέπει να γίνουν, και πάντα
θα βρίσκονται άνθρωποι έτοιμοι να υπερασπιστούν
την υποτέλειά τους μέχρι τέλους.

Γιατί το ιδεώδες της Ορθότητας δε θα ξεπεραστεί ποτέ.
Γιατί η επαγγελία μιας καλολαδωμένης ταξικής κοινωνίας
θα ξεγελάει για πάντα τις πρόχειρα κατασταλλαγμένες καρδιές.
.......

22/8/13

Άγνωσται αι βουλαί

Μιλώντας για ποίηση
ξεκινώ βράδυ ταξίδι μακρυά,
να με βγάλει σε φως ημερήσιο
να με βγάλει στην πεδιάδα με τα αμπέλια
με τις ροδακινιές, τις γυναίκες
με τους ποταμούς που οι αρχαίοι είχαν θεούς -
ξεκινώ να τα αντικρύσω γύρω μου όλα αυτά.

Άγνωσται αι βουλαί γύρω
άγνωστα τα φρούρια
άγνωστο γιατί κάποτε κλειδώθηκαν
άγνωστο γιατί κάποτε έφτασε η μέρα.

Παίζεις λαούτο, χτυπάς το σφυρί
δεν τα παρατάς,
αφού είδες, η ώρα πέρασε
άλλη ώρα φτάνει και είναι στατική
το νόημα  α π ω λ έ σ θ η
ένα χέρι μόνο τώρα σου δείχνει το δρόμο.

Άκουσέ με
Όταν με δεις στο δρόμο μη σταθείς
κάνε πως δε με είδες
θα κάνω κι εγώ πως είμαι σκεφτικός
όπως είμαι συνήθως
τα βράδια και τις μέρες μου
που περπατώ
που τρεκλίζω
που μιλάω τρυφερά
θα κάνω πάλι πως συλλογιέμαι βαθιά.

Γιατί το σκυλολόι δε μπορεί,
δ ε  δ ύ ν α τ α ι
η ράτσα του φτηνή σκυλίσια
θα αρπάξει θα φάει θα εξαφανιστεί.
Το μεγαλείο αναζητώ τελικώς
όπου βρεθεί,
σε ανθρώπους, πράξεις ή πράγματα,
αυτό γεμίζει το άδειο, αυτό δημιουργεί
τους ανθρώπους.

Μη μου λες άλλο τη γνώμη σου δεν ακούω
σε κατάλαβα
έ λ α β α  ε σ έ  εν τέλει καλώς
ένιωσα το φορτίο το αληθινό
δε μου κάνεις
δε θέλω λόγια
ούτε καλημέρες
ούτε χαμόγελα ψεύτικα στημένα.

Την υγεία σου
το δρόμο σου να βρεις
την τύχη σου εύχομαι εγκαρδίως
και αν με συναντήσεις στο δρόμο μη σταθείς,
κάνε τότε κι εσύ πως δε με είδες.
.......

8/8/13

Γλυκά παιδιά

Γλυκούλια μου
όμορφά μου παιδιά
με τα κόκκινα μάγουλα και τα χτενισμένα σας μαλλάκια
με τα μοντέρνα toys σας στο καθιστικό
τα πράσινα λιβάδια και τα χρωματιστά
λουλούδια στις ιστοσελίδες σας
με τις χαζές μελωδίες σας
και τα «όλα όμορφα -
όλα χαρούμενα» χαμόγελά σας,
τον ψαγμένο dress code
και τα πάντα προχωρημένα αστεία σας
αν γνωρίζατε το τέρας
αν κοιτάζατε λίγο πιο μέσα
το τέρας αυτό που θέλει τα πάντα
για τον εαυτό του
το κτήνος που κατασπαράζει
ανθρώπους, ζώα κι ιδέες
αν σκύβατε πάνω του για λίγο,
με λίγη προσοχή, με λίγη σημασία
ο κόσμος τότε
ω, πόσο θα γινόταν αληθινά καλύτερος
ω, πόσο πιο ουσιαστικός
πόσο πιο άγριος
πόσο πιο αθώος
.......

26/7/13

Εγκάρδια κι ευγενικά

Πάντα μου φέρθηκα καλά στις γυναίκες
ευγενικά, με κατανόηση
πολλές είχαν περάσει άσχημα σε χέρια
βρωμερά ή ανώριμα, φοβισμένες,
φέρθηκα καλά και αρχικά ανταμείφθηκα.
Μου χάρισαν ζέστη, ομορφιά και σοφία.

Ό μ ω ς - ό μ ω ς - ό μ ω ς . . .

Λένε πως όταν η δουλεία καταργήθηκε, γιατί ήταν ασύμφορη,
πολλοί γέροι σκλάβοι, ελεύθεροι πια,
παρακαλούσαν τα αφεντικά τους
να τους κρατήσουν.
Έκλαιγαν στο κατώφλι.

Δ ε  μ π ο ρ ο ύ σ α ν  ν α  α ν τ έ ξ ο υ ν  τ η ν  ε λ ε υ θ ε ρ ί α

Οι γυναίκες που γνώρισα δεν έμειναν μαζί μου
έφευγαν ή τις έδιωχνα
γιατί δεν είχαν μπούσουλα
γιατί δεν τους έλεγα τι να κάνουν
γιατί δεν έλεγχα τις εξόδους τους, τα μηνύματά τους,
τα κινητά και τις φίλες τους

Ή θ ε λ α  α ν θ ρ ώ π ο υ ς   λ ε ύ τ ε ρ ο υ ς

Όμως δεν φταίγαν αυτές -
δεν τις είχαν μάθει τι θα πει ελευθερία
τις μεγάλωσαν σκλάβες
ο σκλάβος πάει με τη διαταγή
ψάχνει έλεος, αγαπάει και μισεί στα χρόνια
τον αφέντη του

Δε  θ έ λ ω  ν α  χ ω θ ώ  σ τ ο   ά ρ ρ ω σ τ ο  σ ύ σ τ η μ ά  σ α ς

Δεν το έφτιαξα εγώ, δεν το ψηφίζω
συμπονώ, μα τη θέση του καταπιεστή δεν την παίρνω,
πάτε αλλού για αφέντες
σας αγαπώ πάντα - μα ας μείνω μόνος

Κι αν ποτέ φίλοι δείτε κάποιο πνεύμα ελεύθερο,
που θά ' λεγε κι ο Νίτσε
πέστε του ας έρθει να με βρει

Ε γ ώ  φ έ ρ ο μ α ι  ό π ω ς   π ά ν τ α  ε γ κ ά ρ δ ι α
κ ι  ε υ γ ε ν ι κ ά



.......

22/6/13

ΜΙΚΡΑ Nο2


Ο Θουκιδίδης


-Παιδιά ποιος κάνει φασαρία;

-Ο Θουκιδίδης κύριε.

-Θουκιδίδη, σπάσε έξω.

Ο Δημόκριτος

Δημόκριτος: Γυναίκα…

Γυναίκα: Σκάσε.

Ο Επίκουρος

-Έλα Επίκουρε, ψιτ ψιτ, έλα να… φάε

Ο Παρμενίωνας

(Χαϊκού)

Ο Παρμενίων

βρέχεται( ή τρομπάρει… ότι θέλετε)  κάτω από

την κερασιά

Ο Αναξαγόρας

-Αναξαγόρα, ένα κόκκινο audi δικό σου είναι;

-Όχι

Ο Αναξίμανδρος

Πωλείται σκατζοχοιράκι 3 μηνών από καλά αίματα. Θηλυκό, δεν δαγκώνει. Καραφλό.Ακούει στο όνομα Αναξίμανδρος.Τιμή: 3 ευρώ.

Ο Ζήνων

-Ζει η νονά σου;

-Ζήνωνα σου;

-Όχι ρε. Ζει η νονά σου;

-Α, ναι ναι, βέβαια.

 

Ο Ηρόδοτος

-Ηρόδοτε…

-…

-Κοιμάσαι;

Ο Θαλής

Οι ίπποι νόμιζαν ότι θα λείπω, ο Θαλής ότι θα είπω.

Ο Στράβων

-Όταν μιλάς στον Στράβων μίλα λίγο δυνατά. Δεν ακούει καλά.

.......

6/6/13

Εις την Πόλιν

Τι ποίημα να γράψω,
τι λέξεις
για ανθρώπους που οργίζονται,
διαμαρτύρονται δικαίως
σε πλατείες, σοκάκια σκοτεινά
εισπνέουν πιπέρι, τρέχουν τα αίματα
ματ τους ψεκάζουν με ότι βρουν πρόχειρο

Mου είναι μακρυνά

Όταν τα πράγματα έχουν ξαναβιωθεί
είναι αδύνατον να μπείς στο ίδιο ποτάμι
ξύλο, δακρυγόνα, μπάτσοι
αλληλεγγύη της στιγμής,
εξέγερση γιατί είναι μια χαρά
- το ξέρουν άλλωστε όλοι.

Η εξέγερση δεν αγγίζει το βάθος,
την ανατροπή
δε συντελείται αλλαγή ούτε βήμα δημιουργίας,
δεν τολμάμε να περάσουμε απέναντι,
στο ανασφαλές,
να αιωρούμαστε ακάλυπτοι
από θεσμούς και συνήθειες.

Ανέτοιμοι, ανυποψίαστοι κατεβαίνουμε στο δρόμο
ζητώντας ο καθείς και άλλα
ζητώντας ο καθείς απ' τους άλλους
χωρίς να αλλάζουμε
χωρίς να ποθούμε το νέο
χωρίς τη βαθιά λαμπυρίζουσα συνείδηση
μας μένει η γκρίνια, οι φωνές και το ξύλο,
σαν παιδιά μπρος στον άσπλαχνο γονιό.

«Να παραιτηθεί ο Πρόεδρος!»
Θέλουμε άλλο πρόεδρο λοιπόν.

Φοβάμαι πως έχω γίνει λίγο σνομπ,
λίγο σνομπαρία, που λέει κι ένας παλιόφιλος
αλλά την κατάληξη μιας κίνησης σπασμωδικής,
νευρικής, πια την ξέρω.
Την ξέρουν φυσικά και οι αντίπερα.

Όπως όμως και να έχει το πράγμα
για μένα, τον χ.ζ.,
αυτό που έχει ουσία τελικά
είναι μόνο αυτό που μένει.
.......

2/6/13

Η φάση της γάτας

Δε βρίζω πια,
ούτε λυπάμαι.

Δεν κλαίω.

Eίμαι τώρα στη φάση της γάτας

που μετά από μερικά
πονετικά σπρωξίματα

Αφήνει τελικά
το ψόφιο γατάκι της

να το φαν οι μύγες.
.......

17/5/13

Μίζεροι

Μίζεροι άνθρωποι
κακόμοιροι
που αντί να κοιτάζουν το δικό τους καλό
νοιάζονται μην κάποιος τύχει και ταλαιπωρείται
λιγότερο απ’ τους ίδιους

Έτοιμοι να χιμήξουν
να τιμωρήσουν όποιον ξεστράτισε
να αποκαταστήσουν το δίκαιο
μπροστά στον Αφέντη.

Μίζεροι
κακεντρεχείς
χαμερπείς
αξιολύπητοι
που αντί να δουν το κοινό καλό
δε μπορούν να δουν
ούτε πέρα από τη μύτη τους.

Να ένα ξεροκόμματο!
Πιάστε το!
Ροκανίστε το στη γωνιά με ευγνωμοσύνη
μέχρι να σας δοθεί το επόμενο.
Κακόμοιροι άνθρωποι
δε σας θέλω για συντροφιά μου
βράζουμε στο ίδιο καζάνι
αλλά δεν έχουμε τίποτα κοινό.

Η Επανάσταση
αυτή η αιωνίως παραφουσκωμένη έννοια
με αφήνει όπως πάντοτε αδιάφορο
γιατί εσείς
είστε το πρώτο
και το τελευταίο
αντεπιχείρημά της.
.......

5/5/13

Ο Υπόκοσμος

Ο Υπόκοσμος είναι ένας κόσμος τραγικός.
Οι άνθρωποί του είναι άνθρωποι ορφανοί, από μάνα
και πατέρα, παρατημένοι σε μοίρα τυχαία, ξεχασμένοι.
Δεν έχουν φίλους - ούτε αποκτούν ποτέ.

Γιατί ο κόσμος της μαγκιάς
είναι ένας στυγνός ατομικιστικός κόσμος.
Είναι ένας κόσμος της στιγμής, μιας στιγμής
που μπορεί να διαρκέσει χρόνια.
-Ποτά για τη λήθη.
-Καπνοί για το ψέμα.
-Χάπια, σκόνες, υγρά, για το κουράγιο.
Εξ’ ού και το πονηρό χαμόγελο.
Εξ’ ου και το κλείσιμο του ματιού.

Ο Υπόκοσμος είναι ένας κόσμος για άντρες.
Η γυναίκα που θα βρεθεί στην αγκάλη του είναι απ’ την αρχή χαμένη.
Η σαγήνη θα φέρει την εκμετάλλευση.
Η φαντασία και το παιχνίδι θα φέρουν το ξερό γαμήσι.
Η αγάπη και ο έρωτας θα γίνουν πατήματα εξουσίας.

Στον κόσμο αυτό δε νικά κανένας.
Ο Μεγάλος είναι μόνος.
Ο μικρός είναι δούλος.
Το σύστημα αυτό δε μπορεί να αναπαραχτεί από μόνο του -
γι’ αυτό και είναι αποτυχημένο.
Ο Υπόκοσμος τραβάει αίμα νέο από τον Κόσμο για να εμπλουτίζεται.
Τσιγκλά ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΕΝΟΣ
ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΟΜΟΡΦΙΑ ΜΑ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ
ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΜΑ ΕΙΝΑΙ Ο
ΠΙΟ
ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ
ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ
.......

17/4/13

//

Γιατί όταν της έλεγα

τα ίδια λόγια που έλεγα σε σένα

όταν τη φιλούσα

στα ίδια αυτά σημεία

τα δικά σου σημεία

όταν τα χέρια μου

ακολούθαγαν άλλες καμπύλες

από τις δικές σου τις καμπύλες

δεν ένιωθα τότε άσχημα

δεν ένιωθα τότε

ντροπή ενοχή ή κάτι παρόμοιο

ένιωσα μόνο

για λίγο

μια μικρή ανακατωσούρα

στο στομάχι

.......

22/3/13

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ (ή το τελευταίο οργισμένο μου ποίημα)

Θέλω ν' ανοίξει η κατακόμβη μέσα μου και να βγει

όλο το μίσος που μάζεψα

που πόστιασα κάτι χρονάκια τώρα

με βρισιές με σάλια

γαμωσταυρίδια

για όλες τις ευκαιρίες

για όλη την ευγένεια που ξόδεψα

να σκάσει έτσι, σαν αντίβαρο

πρέπει να γίνει,

το λέει κι η Φυσική

σ' όλους τους τελειωμένους

σε κάθε λεπτό κατανόησης στα πονεμένα νιάτα

στους κακόμοιρους τύπους που καταφεύγουν στο πιοτί

στις καημένες που πόνεσαν

και είναι γκόμενες πια

τι να κάνουν

«εδώ που φτάσαμε δε σώζεται τίποτα»

Ξεφτίλες

αγκάλιασε το κενό και κοιμήσου μαζί του

μηδενίσου κι εσύ με το κοντέρ

αύριο ξέχνα τα όλα προσεκτικά

φάε μια τυρόπιτα με γάλα

κι εμένα

ξέχασε το νούμερο, το μέιλ μου

παράτα με

δεν έχω άποψη συμβουλές καλοσύνη

δε γουστάρω

Πάρτε πρέζα ρε

αφού είστε σκληρά παιδιά

σκληροί παπάρες

έχετε κι εσείς ένα καταφύγιο μικροί μου

Όλη η ψυχολογία λάθος

τους τελειωμένους μην τους πονάς

όχι ευγένειες

όχι οικειότητες

προπάντων όχι γαμήσι

χέσε τους όπως όλοι

αυτό περιμένουν

αυτό γουστάρουν

μετά θα λατρέψουν κι εσύ

μόνος

θα χαίρεσαι τα σκήπτρα σου

αν είσαι τέτοιο καθίκι τότε

πεδίο δόξης λαμπρόν

Εμένα ξεχάστε με παιδιά

το ΄πιασα το παραμύθι

ένα μάτσο ζώα

όλα τα δυνατά τους να βάλουν

δε μπορούν

να μου γαμήσουν τη ζωή
.......

11/3/13

Ροδιες

Εχω ενα
χωραφι
με ροδιες
πα
λιες
φυτεψα μια
ροδια νεα
στο οριο του
χωρα
φιου

μια γρια
και ενας γε
ρος την
ξεριζωσαν

ξαναφυτεψα
3 φορες
ξαναξεριζωσαν
3 φο
ρες

μαλωσα εβρισα
εγω
τους γε
ρους
ξαναξερι
ζωσαν

αποψε
βρεθηκα να κραταω
ενα μεγαλο
κλαδευ
τηρι πανω απο το
αμπελι το δι
κο τους

σταθηκα στα χορτα
ψυχη δεν ύπαρχε
σε μεγαλη
μακρυ
νη
αποσταση

νυχτα,
κυμα η λιμνη, δροσια το
φεγ
γαρι
το αμπελακι κατω
ειχα εξου
σια
τα κληματα
ηταν
στο
ελεος μου

τα αμπελια
η λιμνη
τα αστε
ρια
μου ειπαν
μου εμαθαν
μου φω
ναξαν

δε μπορω εγω
να κατα
στρεψω κατι
ομορ
φο
κατι ηδη υπ
αρχον

δε μπορω εγω
να καταστρε
ψω
μπορω μο
νο
να φτια
χνω
να φτιαχνω
να φτιαχνω
να φτιαχνω
.......

27/2/13

νυχτα

ζορικος

χωρις ορια

χωρις αξιες

χωρις φραγμους

επικινδυνος

σκοτωστε τον

σκοτωστε τον

σκοτωστε τους

ολους
.......

17/2/13

Χειμώνας

Η δυστυχία σαν σκύλα μου γδέρνει την πόρτα

έφυγες ενώ σου έφτιαξα τη ζωή

τη διαλύεις τώρα

παντού άνθρωποι

που δεν αγγίζονται προσεκτικά

μην πονέσουν

νότες που σπάνε πέφτοντας




Με την ψαλίδα και το πριόνι

φροντίζω, κλαδεύω δέντρα

τους μιλάω τρυφερά, τα αγαπάω

περιμένω τα άνθη τους, τα φύλλα, τους καρπούς τους

για να αντέξω κι αυτό το χειμώνα

για να μην τρελαθώ κι εγώ


.......

3/2/13

Αφαβητάρι

Απόψε η νύχτα δε θα ‘ρθεί
με μαύρες άγριες σκέψεις.

Βήματα βράδυ μπροστά απ’ την πόρτα σου
για σήκω για βαλ’ τα καλά σου

Γέφυρα ανάμεσα εσένα και μένα
γέφυρα γιοφύρι μόνη ελπίς

Δίνομαι τώρα, σου δίνομαι τώρα,
δίνομαι σε σένα τώρα

Έχω πως έχω κατέχω θαρρώ

Ζω τη ζωή μου, ζω τη ζωή μου μαζί σου

Ήλιος που ζει στην αρχή και ήλιος στο τέλος
 σε καρφί και σε βέλος

Θόλωσ’ τη νύχτα σου θήλασε στήθος βαθύ
ξεκίνησε τώρα ταξίδι

Ίριδα μελένια
κάθε μάτι με τρυπάει ως μέσα

Κείτομαι εδώ εκεί παρακάτω,
κείτομαι μέρες, κείτομαι ώρες,
κείτομαι μήνες ή ίσως λεπτά

Λάμνω με σένα στη λίμνη μας,
λάμνω το βράδυ μαζί σου αγκαλιά

Μελίσσι ο αέρας γεμάτος οσμές
για σένανε μύρισε φίλε μου

Νεαρό φως αγκάλιασε νεαρό φως,
νέα φρέσκια ζωή, λαμπερή ατραπός

Ξύσε με τ’ άλλο μου δέρμα
ξύσε με τα νύχια σου ενώ σε φιλάω στο στόμα

Ολοστρόγγυλο ψέμα σφηνωμένο μυαλό,
και ποιος θα το σβήσει και ποιος θα το δείξει
και ποιος θα το πει

Παίξε με πάνω και κάτω και πέτα με,
πίεσε κι άλλο αντέχω

Ράγισε την καρδιά μου
κι άλλο κι άλλο κι άλλο αντέχω

Σύρσιμο κάτω απ’τη θάλασσα
χάδι νερού απαλό στα κόκκαλα του σαλαχιού αντέχω

Ταινία η ζωή μα μην τηνε βλέπεις
μα σήκωσ’ το βλέμμα σου μη

Υλικά θ’αναδεύουν καιρό
θα μας δώσουν το νέο το σώμα
θ’ αναδεύουν για χρόνο για χρόνο ακόμα αντέχω

Φιλί για το φ,
φιλί στη φωτιά σου στο χέρι παιδί μου

Χρώμα και χώμα αυτά ορισμός σου
αυτά φως στο δρόμο σου σήκω

Ψυχή από ψ είναι άγνωστον άραγε
πάντως μόνη ή μονή ενοχλεί

Ωραία η ζωή, ωραία η ζωή, ωραία η ζωή,
μα ίσως δεν είναι
.
.......

22/1/13

Δε θα δει κανείς

Ναι
φίλε μου
θα τη γαμήσω τη μικρή
μου γελάει, ψήνεται
με κερνάει συνέχεια
κι εγώ, δε λέω, καθόλου
είναι πολύ καλό μωρό
δε θα με χαλάσει καθόλου
θα πάρουμε για λίγο
κάτι που θέλουμε κι οι δυο
-Κι η άλλη;
-Ποια άλλη;
Η μόνιμη;
Βλέπεις τι γίνεται, βλέπεις...
Δε θα δει κανείς
δε θα μάθει κανείς
θα μείνει μεταξύ μας
εγώ και το τρυφερό περιστεράκι της βραδυάς
θα το αγγίξω και
θα νιώσω κάτι που ίσως το ‘παν κι αγάπη
για λίγο
-Kι η κοπελιά;
η κοπελάρα σου;
-Ποια η μόνιμη;
δε θα δει κανείς
δε θα μάθει κανείς
γιατί καίγομαι για πάρτη της
γιατί λιώνω για πάρτη της
γιατί τραβάω τα άπειρα
για πάρτη της
γιατί θέλω να ξεχάσω λίγο
πως υπάρχω
για πάρτη της
.......

9/1/13

Η ΑΡΑΧΝΗ ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ


Η ΑΡΑΧΝΗ

Ο ιστός μου απλωνόταν σαν ένας αόρατος δρόμος γεφυρώνοντας το κενό ανάμεσα στις δύο πανύψηλες αροκάριες.Μόνο το ελαφρύ χρύσισμα που προσέφεραν οι ακτίνες του ήλιου, το οποίο γινόταν αντιληπτό υπό συγκεκριμένες οπτικές γωνίες, πρόδιδαν την ύπαρξή του.

Εγώ, κρεμασμένη ανάποδα στο δημιούργημά μου ανέμενα κάποιο θύμα ενώ λιαζόμουν ταυτόχρονα από τον γενναιόδωρο Ινδικό ήλιο. Αν τραβούσα έναν εντελώς ευθύ ιστό από το κεφάλι μου στην γη το δρόμο θα μου ανέκοπτε μια πέτρα την οποία παρατηρούσα αδιάφορα και μισοκοιμισμένα για πάνω από μισή ώρα. Το περίεργο ήταν ότι είχα την αίσθηση πως κι εκείνη με παρατηρούσε. Ήταν ολόλευκη χωρίς τις συνηθισμένες άγριες γωνίες των πετρών αλλά όχι και εντελώς λεία. Σ’ αυτό το παραμυθένιο μέρος θα μπορούσε κανείς να πει ότι έμοιαζε με απομεινάρι πανάρχαιου μύθου, ή με μια ρευστοποιημένη ράγκα παιγμένη από ρούντρα βίνα.

Μετά από πολύ ώρα ένας πολεμιστής ήρθε και έκατσε πάνω στην πέτρα. Έπιανε με απελπισία το κεφάλι του σαν να ήθελε κάπου να στηριχτεί εναγωνίως. Αρχικά έκλαιγε πνιχτά σκύβοντας προς το έδαφος σαν να ‘θελε να θάψει τα δάκρυα στο χώμα. Σιγά-σιγά όμως ο πόνος του ξεπερνούσε τις ντροπές του και την περήφανη θέλησή του κι άρχισε να γίνεται δυνατό κλάμα, αργότερα οδυρμός κάποιες στιγμές ουρλιαχτό κι ύστερα πάλι μετασχηματιζόταν σε ένα θρηνώδες μουρμουρητό, παγερό όσο τα μάτια της κουκουβάγιας.Από το ύψος που ήμουνα δεν μπορούσα να διακρίνω χαρακτηριστικά πέρα από το σκούρο δέρμα του και τα μαύρα του μαλλιά. Όμως έβλεπα έναν άνθρωπο να γίνεται κουβάρι σαν να ‘θελε να εξαφανιστεί μέσα στον εαυτό του, η πλάτη του του ‘χε γίνει ατελείωτο βάρος που τον έκανε να σκύβει και να σκύβει και να σκύβει, τα δάχτυλά του τον προστάτευαν από τον, για άλλους εκείνη τη στιγμή φιλικό, ήλιο κι έκλαιγε σαν σύννεφο γεμάτο νερό. Το βάρος της ψυχής του ήταν πολύ βαρύτερο από την πέτρα στην οποία καθόταν αλλά ευτυχώς γι' αυτήν οι πέτρες δεν καταλαβαίνουν από συναισθήματα. Ανάμεσα στα δάκρυα, τρία ονόματα βγαίναν από τα χείλη του κι ακολουθώντας τον αέρα, όπως τα φύλλα που πέφτουν στην γη αλλά με αντίθετη πορεία, έφταναν συνεχώς στ’ αυτία μου. Απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω ο πολεμιστής ο οποίος ήταν χωρικός στην πραγματικότητα είχε μόλις γυρίσει από κάποιον πόλεμο και βρήκε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά νεκρά. Κάθε φορά που έλεγε τα ονόματά τους η απελπισία του γινόταν μεγαλύτερη και οι ήχοι από το κορμί του απλωνόταν στα γύρω κλαδιά, μπερδεύονταν στους θάμνους, προσπαθούσαν να φτάσουν στην τέλειωση του κόσμου και γκρεμίζονταν βίαια στους γκρεμούς. Μετά από πολλές ώρες κι αφού είχε αρχίσει να σουρουπώνει ο άνθρωπος αυτός έπεσε αποκαμωμένος στο χορτάρι και κοιμήθηκε.

Η ΠΕΤΡΑ

Ήταν πρωί κι ο ήλιος πλουσιοπάροχος απλωνόταν σαν σαλαμάνδρα στο σώμα μου. Σ’ αυτό το μικρό ξέφωτο καρφωμένη εδώ και πάρα πολλά χρόνια παρατηρώ τις δύο αροκάριες που συναγωνίζονται πια θα φτάσει πιο ψηλά. Τις τελευταίες μέρες μια αράχνη φτιάχνει τον ιστό της ανάμεσά τους, τόσο πολύ περίτεχνα που μόνο κάποιες από τις ακτίνες του ήλιου προδίδουν την ύπαρξή του. Εκείνο το πρωί που το δημιούργημά της ολοκληρώθηκε, αυτή, απολάμβανε τους κόπους της κρεμασμένη ανάποδα πάνω του, ακίνητη σαν να προσμένει κάποιον επισκέπτη. Από δω που βρίσκομαι μου δίνε την εντύπωση ότι κρέμεται στο κενό. Ξάφνου κάποιες ακτίνες μου παρουσιάζουν σε όλο το μεγαλείο του τον ιστό που μόνο να τον θαυμάζει κανείς μπορεί. Ήταν τόσο όμορφα πλεγμένος όπως πλέκει τον αυτοσχεδιασμό του σε κάποια πρωινή ράγκα ένας καλός οργανοπαίχτης του σαρόντ. Την ζήλεψα που μπορεί να επιλέξει αν θα μείνει ακίνητη ή όχι. Που μπορεί να δημιουργεί. Εγώ ακίνητη ως πάντα μόνο παρατήρηση και υπομονή γνωρίζω.

Ύστερα από λίγη ώρα ένας πολεμιστής ήρθε και έκατσε πάνω μου. Τότε όλα σκοτείνιασαν. Ο ήλιος δεν μπορούσε να με πλησιάσει από πουθενά κι η σκοτεινιά αυτή έγινε ένα, σε τέτοιο σημείο που δεν την ξεχώριζες από την σκοτεινάδα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου. Αρχικά, τ’ αναφιλητά του ήταν τόσο ψιθυριστά που απλά χάιδευαν το κορμί μου κι έτσι όπως ήταν σκυμμένος σαν κουβάρι έδινε την εντύπωση ότι δεν ήθελε να τον δει κανείς ούτε ακόμα κι αυτός ο ίδιος ο ήλιος. Το πνιχτό κλάμα του σύντομα το διαδέχτηκαν ποταμοί δακρύων που έβρεξαν το χορτάρι αλλά και το σώμα μου από την κάτω μεριά, αλλά και σπασμοί σωματικοί οι οποίοι είχαν τέτοια ένταση που ταρακουνιόμουν μαζί του σαν να με παρέσερναν κύματα σε κάποια άγρια θάλασσα. Τα χέρια του χτυπούσαν τα πόδια του με τέτοια ορμή, σαν να θελαν να τα σπάσουν, κι ύστερα πάλι έκλειναν τα μάτια του, ενώ το σκυμμένο πρόσωπό του ήταν μονίμως στραμμένο πάνω μου. Ήμουν σίγουρη ότι η αράχνη που παρατηρούσε την ίδια εικόνα με μένα θα πίστευε ότι εγώ ως πέτρα δεν θα αντιλαμβανόμουν τον ανθρώπινο πόνο. Αντιθέτως, και είμαι απόλυτα ειλικρινής, πήγα να σπάσω.Τόσους αιώνες ύπαρξης δεν θα μπορούσα να είμαι αδαής σε οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα. Τους γνωρίζω, γνωρίζω τις αδυναμίες τους, τα ονόματά τους και τις οικογένειές τους. Τρία ονόματα έβγαιναν από το στόμα του. Και τα τρία μαζί με τα δάκρυα έπεφταν σαν ατσάλι στο κορμί μου δημιουργώντας μέσα μου ατελείωτες χαρακιές. Στον θρήνο του πάνω κατάλαβα ότι ήταν χωρικός και σαν γύρισε από τον πόλεμο βρήκε την γυναίκα του και τα παιδιά του νεκρά. Σαν από σύννεφο έβγαιναν τα δάκρυά του και κάθε φορά που τους ανέφερε οι φωνές του γινόταν πιο απελπισμένες και γραπώνονταν πάνω μου, έτρεχαν σε ακανόνιστες κατευθύνσεις, πάντα όμως γυρνώντας πίσω σ’ αυτόν, προσπαθούσαν να κρυφτούν στον πυρήνα της γης και τελικά γκρεμίζονταν βίαια στους γκρεμούς. Μετά από πολλές ώρες κι αφού είχε αρχίσει να σουρουπώνει ο άνθρωπος αυτός έπεσε αποκαμωμένος στο χορτάρι και κοιμήθηκε.
Εγώ ακίνητη ως πάντα έμεινα να παρατηρώ την αράχνη.
.......