28/12/12

Το Παιδί και το Σκυλί

Μου πρήξανε τον πούτσο εκείνο το απόγευμα,
το παιδί και το σκυλί.
Τα χαμόγελα σάπια, τα τραπεζάκια παρακμή,
και το καράβι απέναντι, καράβι.

Ψάχναμε οι δυο μας συννενόηση,
και θα τα πηγαίναμε και καλύτερα ακόμη,
αν δεν έπρηζαν το πουλί μας απογευματιάτικα
δυο πανηλίθιοι:
Το παιδί και το σκυλί,
ο Σέργιος και η Σάντυ.

Το ποδήλατο σπίνιαρε δίπλα μου,
ο κοπρίτης -πλην όμως γούνα πολυτελείας-
αλυχτούσε στο αυτί μου.

Αν η σχέση μας θα τα πήγαινε καλά ή όχι,
δε μπορούσε τότε να διαφανεί καλά.
Ήθελες να με πείσεις οτί ταιριάζαμε, ότι άξιζε
τον κόπο ένα τέτοιο τράβηγμα, ενώ εγώ
ρουφούσα στοχαστικά το πούρο μου και γύρω μας
πέφτανε βροχή ρόδες, σκύλοι και τσιρίδες.

Σηκώθηκα τελικά και πλέρωσα,
ακολούθησες πίσω μου κι εσύ,
ενώ απέναντι στο πέλαγο,
ένα καράβι που παρέμενε πάντα καράβι,
ταξίδευε.

.......

1/12/12

O ΓΑΒΡΙΗΛ

Ο Γαβριήλ Γαροβάνης καθόταν σκεπτόμενος στον καναπέ του και έγραφε, με πολύ προσοχή και αφοσίωση, στίχους για το νέο του τραγούδι «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ». «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ … ένα νερό … ζεστό…» διάβαζε συλλαβιστά έτοιμος να επέμβει σε κάθε κέλευσμα της έμπνευσης. Πράγματι επενέβη αλλάζοντας τη λέξη ζεστό με την λέξη κρύο σκεφτόμενος ότι «κάνει μόνο για ξύρισμα». Αυτάρεσκα χαμογέλασε, έκανε ένα ζεστό μπάνιο, έφαγε ένα κρύο σάντουιτς και έτρεξε στα στούντια να το ηχογραφήσει αμέσως, με μια λατέρνα ένα otamatone και τη συμφωνική ορχήστρα του Κατάρ. Ο δίσκος κυκλοφόρησε και έγινε χρυσός, πλατινένιος και κεχριμπαρένιος. Η καρδιά του λαού μάτωνε με το otamatone. Μια μέρα καθώς ηχογραφούσε την «Γερακίνα» θυμήθηκε ότι ο προπάππους του τραγουδούσε το «κυρά βαγγελιώ» ανέκαθεν. «Θα με κάψει» σκέφτηκε. Έτσι, κίνησε για το σπίτι του προπάππου του όπου τον πέτυχε να συζητάει στα Εσθονικά, για το ζήτημα της διαλεκτικής στην κοινωνία των αιγοπροβάτων, με ένα ορτύκι Δαλματίας και έναν κοντό κοκκινοπράσινο καμηλάνθρωπο. Μετά από πέντε λεπτά, αφού σφουγγάρισε τα αίματα του παππού του κι αφού μάζεψε τους κάλυκες και το κεφάλι του καμηλάνθρωπου, έφυγε χαρούμενος από το σπίτι οδεύοντας προς το αεροδρόμιο όπου θα πήγαινε στην Κοζάνη, γιατί την ώρα που μακέλευε τον προπάππου του θυμήθηκε ότι σ’ ένα χωριό της Κοζάνης είναι πέντε γριές που κι αυτές θυμούνται το τραγούδι «κυρά Βαγγελιώ». «Αν τις σκοτώσω δεν θα το θυμάται πλέον κανείς κι έτσι θα γίνει δικό μου» σκέφτηκε. Μέσα σε τρία λεπτά αφού πάτησε το πόδι του στο χωριό οι γριές έγιναν παρελθόν και τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις κατοικοεδρεύουν στα θυμαράκια. Ένας σκύλος που κατουρούσε στα θυμάρια κείνη την ώρα τραγούδησε «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ…» σταματώντας απότομα γιατί τον διέκοψε η αποκοπή του κεφαλιού του απ’ το υπόλοιπο σώμα του. Ο Γαβριήλ καθάρισε τα αίματα από το ξίφος του και συνέχισε κατηφορίζοντας καβάλα στον γαϊδαράκο του. Στον δρόμο του συνάντησε πέντε Κοζανίτες Ζεν βουδιστές όπου ψάλανε το Shodoka. Τους άφησε να συνεχίσουν να αναπνέουν διότι το συγκεκριμένο κομμάτι δεν σκεφτόταν ποτέ να το ηχογραφήσει. Η επιτυχία του κομματιού συνεχιζόταν και ήταν αναμενόμενο να παρευρίσκεται καλεσμένος σε εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Σε μία από αυτές όπου το χειροκρότημα του κοινού τον έκανε να συγκινηθεί, η παρουσιάστρια τον επαίνεσε για τις ευαισθησίες του ενώ αυτός απάντησε «έχω της πουτάνας της ευαισθησίες». Τα κλάματά του κοπήκανε μαχαίρι όταν πήρε τηλέφωνο από ένα χωριό του Αγρινίου ο καφετζής και εδήλωσε ότι «το κυρά Βαγγελιώ το γνωρίζουν όλοι στο χωριό». Η παρουσιάστρια απήντησε ότι την επαύριο θα σταλθεί συνεργείο στο χωριό για το πολύ σημαντικό αυτό ρεπορτάζ που προκύπτει από την απλή καθημερινή ελληνική κοινωνία. Ο Γαβριήλ προφασιζόμενος έναν ξαφνικό πόνο στην κάτω γνάθο έφυγε τρέχοντας από την εκπομπή. Την άλλη μέρα όταν το δημοσιογραφικό συνεργείο έφτασε στο χωριό του Αγρινίου δεν ήταν κανένα έμβυο ον να συνεντευξιαστεί. Αντίθετα μια εκατόμβη πτωμάτων έφραζε τον δρόμο. Τα αίματα είχαν κοκκινήσει το χώμα, τα άψυχα κορμιά αγκαλιάζονταν απενοχοποιημένα, μύγες ξεκουράζονταν απ’ το τσιμπούσι στα χείλη παιδιών, γυναικών και αντρών κάθε ηλικίας. Η αστυνομία έκανε μπλόκα παντού. Κάθε αμάξι, κάθε μηχανάκι και κάθε πεζός ψάχνονταν εξονυχιστικά. Ο Γαβριήλ θεωρήθηκε ύποπτος γιατί στον ένα τροχό βρέθηκε μια κηλίδα αίματος. Όμως μετά από αιματολογική έρευνα διεπιστώθει ότι η κηλίδα άνηκε σε ένα τρυγώνι από το Σουρινάμ. Αμέσως αφέθηκε ελεύθερος και συνέχισε τον δρόμο του για το σπίτι. Τώρα που αυτές οι δολοφονημένες πρώην έμψυχες υπάρξεις δεν θα ξανασταθούν στα πόδια τους, τώρα που δεν θα ξαναπάρουν καμιά απόφαση, τώρα που καμιά απόφαση δεν έχει καμιά σημασία γι’ αυτές, τώρα που έπαψαν να εισπνέουν, τώρα που έχασαν μια για πάντα τον εναγκαλισμό του ηλιακού φωτός, τώρα χάθηκε και το μνημονικό τους, τώρα χάθηκε και το τραγούδι. Το τραγούδι έσβησε από την λαϊκή κουλτούρα και επαναπροσδιορίζεται πλέον ως καινούριο, και μάλιστα με ονοματεπώνυμο. «Το «κυρά Βαγγελιώ» του Γαβριήλ Γαροβάνη, θα λένε όλοι», μονολογούσε ο Γαβριήλ οδηγώντας χαρούμενος, ενώ ήδη σκεφτόταν το επόμενο του εγχείρημα, τη συγγραφή δηλαδή του καινούριου του βιβλίου με τον γενικό τίτλο «Το έπος του Γκιλγκαμές».
.......