19/5/12

Η λύρα

Ο ήλιος βρισκόταν στο υψηλότερό του σημείο όταν διασχίζαμε, εγώ και ο Nephomir Εsfan, αυτήν την έρημη από κάθε δέντρο πεδιάδα κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Η δίψα μας επιτιθόταν κατά κύματα απ’ το πρωϊ, είχαμε τρεις μέρες να πιούμε νερό. Ο-Νephomir μέσα στα μαύρα ρούχα του έλιωνε σιωπηλά κι όπως και εγώ δεν έβγαζε λέξη διαμαρτυρίας γιατί βαθιά μέσα μας πιστεύαμε πως η εγκαρτέρηση θα μας έκανε πιο ανθεκτικούς. Κι όμως να που και οι δυο μας σιωπηλά παρακαλούσαμε για μια πηγή, ένα πηγάδι ή έστω ένα ποτήρι νερό από κάποιο φιλικό χέρι εδώ στη μέση του πουθενά. Εκεί που πραγματικά από την αδυναμία σκύβαμε ανήμποροι πάνω στα άλογά ένα σπίτι έκανε την εμφάνισή του ακριβώς μπροστά μας ενώ λίγα μέτρα απ’ την εξώπορτα ένα πηγάδι περίμενε να ξεδιψάσει τα χείλια μας. Αμέσως, σχεδόν γκρεμιστήκαμε από τα άλογα και κουτρουβαλώντας ο ένας πάνω στον άλλο βρεθήκαμε να πίνουμε αχόρταγα νερό ξεσπώντας σε νευρικά γέλια. -Ποιος είναι ο προορισμός σας αν επιτρέπεται; Όταν ακούστηκε η φωνή στρίψαμε τα κεφάλια μας προς την πηγή της ξαφνιασμένοι γιατί μες την παραζάλη της δίψας δεν είχαμε πρωτύτερα αντιληφθεί καμία παρουσία. Ο τυφλός γέρος καθισμένος σε ένα από τα τρία ξύλινα σκαλιά σαν να ατένιζε το άπειρο, συνέχισε. -Αν συνεχίσετε τον δρόμο μέσα στο δάσος, της λύρας τα κελεύσματα, αν θεωρείτε ότι η ζωή σας έχει ακόμα νόημα, να μην ακούσετε και σαν κουφοί κι εχθροί των πιο γλυκόλαλων μελωδιών να την προσπεράσετε. -Γέρο, είπα. Εγώ είμαι ο Carnellio Coop και δίπλα μου το ίδιο διψασμένος για νερό και μάθηση στέκεται ο Nephomir Esfan. -Μάθηση; -Είμαστε μαθητές του πατέρα Καντρόλιρχου. -Ααα. (είπε με δήθεν αδιαφορία αυτός, αλλά τα μάτια του αν και κλειστά κόντεψαν ν’ ανοίξουν διάπλατα τόσο που αφού δεν τα κατάφεραν εκείνη την στιγμή δεν θα άνοιγαν ποτέ. Συνέχισε) Ο καταραμένος Άγιος. -Ακριβώς αυτός, απάντησε ο Νephomir. -Γιατί να αποφύγουμε αυτήν την λύρα; ρώτησα -Όταν φτάσετε στο σημείο τον ήχο της τον γλυκόλαλο να ακούτε, ένα θέαμα ποιητικό θα αντικρίσετε και τότε θα καταλάβετε. -Δηλαδή τι έχουμε να φοβηθούμε; -Θα σας πω μια πρόσφατη ιστορία. Πριν δυό μέρες ένας ξακουστός πολεμιστής έκανε την ίδια διαδρομή με εσάς. Jodor Scoolp το όνομά του. Χοντροκομμένος καθόλου ευγενής αλλά με αμόλυντη καρδιά γιατί απ’ ότι έμαθα μετά, ούτε μία ατιμία δεν είχε ακουστεί γι’ αυτόν, είχε κερδίσει τον σεβασμό των αντιπάλων του κι ούτε ένα ψεύτικο γέλιο ή ένα απέριττο ευγενικό χάχανο δεν ξεπρόβαλαν τα χείλη του ποτέ. -Πραγματικά ευγενής. Τα χάχανα και οι καλοί τρόποι είναι υποκρισία και δείγμα τεράστιας ανθρώπινης βλακείας, συμπλήρωσα. -Ακριβώς. Καθώς, και δυσκοιλιότητας. Όσο περισσότερα περιττώματα έχει κάποιος μέσα του τόσο περισσότερο ξινός και αλαζόνας γίνεται. -Πλούσιοι και ευγενείς. Αυτές οι μαϊμούδες που κλάνουν απ’ το στόμα, αναφώνησε ο Nephomir. Τότε ξεσπάσαμε σε γέλια και οι τρεις. -Συνεχίζω, είπε σοβαρότατα ο τυφλός. Όσο βρισκόταν εδώ, όταν του είπα ότι θα πάω να κοιμηθώ, μου είπε «Να κοιμηθείς; Όλη μέρα έχεις τα μάτια σου κλειστά» κι έφυγε ζητώντας μου συγγνώμη αλλά δεν μπορούσε λέει να αντισταθεί σε ένα καλό αστείο. Ο πολεμιστής αυτός αρνήθηκε να πάρει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις μου κι έτσι, όταν πλησίασε τον τόπο όπου η λύρα ακουγόταν στάθηκε έκπληκτος ν’ απολαύσει τον ήχο της. Ένας βοσκός που παρακολουθούσε από απόσταση την αποτρόπαια εικόνα που συνέβη κατόπιν, προστατευμένος απ’ τον ήχο της λύρας αφού γνώριζε πολύ καλά τις επιπτώσεις, μου διηγήθηκε τρομαγμένος ότι ο Jodor σχεδόν σαν παραδομένος μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα βρήκε μια εύκαιρη θηλιά, θηλιά ορφανή απ’ το κουφάρι που την συμπλήρωνε μιας και είχε πολυκαιρίσει με συνέπεια, αφού τα σκουλήκια τέλειωσαν την δουλειά τους με ότι από τον άνθρωπο τρώγεται, τα κόκκαλα να γλιστρήσουν απ’ το σχοινί, κι εκεί το κεφάλι του πέρασε και να αιωρείται στον αέρα το κορμί του μέχρι να λιώσει άφησε. Θα βρείτε πολλά πτώματα να σας διηγηθούν παρόμοιες ιστορίες. Τον νου σας. Εμείς γρήγορα ξεκινήσαμε να μπούμε στο δάσος. Κι αν με τον συνοδοιπόρο μου στοίχημα βάλαμε πόσο θα αντέξουμε στον ήχο της λύρας, ο τρόμος και η αγωνία κρυφογελούσαν στα πιο κρυφά σημεία της ψυχής μας. Καθώς διασχίζαμε το δάσος, αυτό που στην αρχή ειρηνική εντύπωση δίνει σε κάποιον ανίδεο, μια άσχημη μυρωδιά σαπισμένου κρέατος και ούρων έγδερνε τις μύτες μας. Ήχοι από τρωκτικά, αρπακτικά κι ανάμεσά τους ψίθυροι από πρώην ζωντανούς, τώρα νεκρούς, και τα βογγητά ενός ετοιμοθάνατου. Κυρίαρχος όμως πάνω απ’ όλα ο ήχος της λύρας που αναμφισβήτητα πιο θεϊκό και ταυτόχρονα δαιμονισμένο, δύσκολα κάποιος στη ζωή του έχει ποτέ ακροαστεί. Με τον Nephomir κοιταχτήκαμε να συνεννοηθούμε και χωρίς να αρθρωθεί μία λέξη γυρίσαμε να κοιτάζουμε αποβλακωμένοι την λύρα, καταλαμβανόμενοι, σαν σε τελετή αποκρυφιστικών τεχνών, από τον ήχο της. Η λύρα κατασκευασμένη από ένα καθόλου εντυπωσιακό κομμάτι ξύλο, το οποίο ήταν σχεδόν ακατέργαστο. Το ηχείο της ήταν μικρό και στρογγυλό, ενώ ένα λεπτό μπράτσο προσπαθούσε να αγγίξει τις τρεις χορδές που σκιά έκαναν πάνω του. Ένα δοξάρι στερεωμένο στον αέρα όπως άλλωστε και το υπόλοιπο όργανο έπαιζε αργόσυρτα και σταθερά σαν κάποιο φοβερά επιδέξιο χέρι να το καθοδηγούσε. Γύρω απ το όργανο ένας μαύρος κύκλος, κι αυτός στον αέρα αιωρούμενος, κρατούσε την ισορροπία των πραγμάτων. Φαίνεται πως έκανα μια κίνηση να κατεβώ από το άλογό μου όταν το χέρι του συντρόφου μου ένιωσα στο μπράτσο μου, την κάθοδο σωτήρια να μου διακόπτει. Τον κοίταξα κι αυτός γελούσε δυναμικά σαν κατακτητής. Τον μιμήθηκα και τότε άνοιξαν τα μάτια μου και είδα το θέαμα που μπροστά μου παρουσιαζότανε. Εκατοντάδες κορμιά, που πάνω στο ίδιο τους το μαχαίρι τα σωθικά τους στήριξαν, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, δεκάδες οι απαγχονισμένοι απ’ τα δικά τους, που κάποτε απαραίτητα τα είχαν για την επιβίωσή τους, σχοινιά. Με έναν σύντομο υπολογισμό, πάνω από χίλιοι οι αυτόχειρες. Μύγες, ούρα, ξερατά, να τρεις λέξεις που μπορούσαν να περιγράψουν κάπως πιο ελεύθερα την εικόνα αυτή. Εμείς όμως στεκόμασταν ακίνητοι να κοιτάμε την λύρα που όσο κι αν πάσχιζε να υπερνικήσει την θέλησή μας, της ήταν αδύνατο. Ξεκινούσε δυναμικά κάθε προσπάθεια και σαν να αντιλαμβανόταν τις αντιδράσεις μας ύστερα από λίγο έχανε τη φρεσκάδα της. Αυτό έγινε πολλές φορές ώσπου από κάποια στιγμή και πέρα η ένταση και η ποιότητα του ήχου της έπεσαν κατά πολύ μέχρι που έφτασε στην απόλυτη σιγή. Περιφρονητικά λοιπόν συνεχίσαμε την πορεία μας, κυριολεκτικά πατώντας επί πτωμάτων, υπό το άψυχο βλέμμα των σκουληκομισοφαγωμένων ματιών ενός καθισμένου κουφαριού που έτυχε να βρίσκεται μπροστά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου