30/3/12

Η αέναη σκευωρία

Πεθαίνω
κάθε μέρα και πιο πολύ

Κουράζομαι
ν’ ανακαλύπτω νέους δρόμους
αναθαρρώ για λίγο
ώσπου έρχεται το επόμενο
κύμα
που θα με πνίξει

Η αέναη αρμονία των χιλιάδων στιγμών
ίσως φέρνει
σε αέναη σκευωρία

Νιώθω σαν να πεθαίνω
ανακαλύπτοντας νέους δρόμους
άχρηστους τελικά
όμορφους, γραφικούς
σκορπώντας συγκινήσεις
στους διψασμένους μύστες των αισθήσεων
ενώ η αύρα μου
η φωτεινή
θολώνει σαν το τζάμι από τα χνώτα

Είναι σκληρό
να φαντάζεσαι ανθρωπάκια
να σκαλίζεις μορφές
να ξυπνάς στη μέση της νύχτας

Η παραλία
που ξαπλώνεις χαρούμενος
με το κύμα να σου σβήνει τις έγνοιες
δεν υπάρχει.
.......

18/3/12

Αν κάποιος

Αν κάποιος θα σου πει το σ' αγαπώ
να περιμένει από με να τον σκοτώσω
το ξέρω ο στίχος μου είν΄ρομαντικός
μα σβέλτα τη δουλειά μου θα τελειώσω


Αν κάποτε παλιός σου εραστής
τολμήσει να σου ρίξει ένα βλέμμα
ειρωνικό ή ξανά ερωτικό
την ώρα που κρατιέσαι από μένα


Θυμάσαι που σκαλίζαμε ένα ξύλο
απάνω στη Φορτέτζα πριν καιρό
το σουγιαδάκι εκείνο θα τραβήξω
πέρα θα του χαράξω το λαιμό


Το ξέρω πως μιλάω σαν μοβόρος
και πως δεν ήμουν έτσι πιο παλιά
μα εσύ κορίτσι μου είσαι για μετάξι
κι όχι για καταγώγια, καπηλειά
.......

1/3/12

ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΠΑΡΑΤΟΝΙΣΜΕΝΗ

Βρίσκεται σε κάποιο μπαρ, μεταμεσονύκτια ώρα. Δίπλα ακούγονται τραγούδια και φωνές ανακατεμένα με ζωντανή μουσικη. Σαν σφαίρα διέσχιζαν την απόσταση μέχρι το μπαρ όπου καθόταν αυτός και με αλλεπάλληλες πιέσεις στα μόρια του αέρα κατάφερναν να εισχωρήσουν στ’ αυτιά του. Αυτός όμως τίποτα. Καμιά αντίδραση. Ούτε τραγουδούσε ούτε φώναζε και στο μυαλό του είχε περισσότερο το stellar master elite των thorns παρά τη ρεμπέτικη πανδαισία η οποία φιλότιμα απειλούσε την αυτοσυγκέντρωσή του. Έβρεχε τα χείλη του στο ουίσκι και το ουίσκι έπεφτε σαν βροχή μες στο συκώτι του. Οι λέξεις άρχισαν να βγαίνουν σαν ακροβάτης σε σχοινί απ’ το στόμα του και έπεφταν με γδούπο στο πάτωμα προτού να φτάσουν στα συγκαταβατικά αυτιά των άλλων. Μόνο κάτι υπολλείμματα κρέμονταν απ’ τα πτερύγια με τρομερηηη δυσκολία αλλά αυτά δεν έφταναν έτσι ώστε να βγαίνει νόημα. Γι’ αυτόν τον λόγο και τα απορρημένα πρόσωπα των άλλων μπρος στο μακελειό αυτό. Απέναντί του κάθεται μια πόλη της Γαλλίας παρατονισμένη. Αυτός θα ήθελε να πλησιάσει και να δει τι γίνεται εκει μέσα αλλά τα τείχη είναι κλειστά. Και όπως του δήλωσε μια χοντροκομμένη κυνηγός ταλέντων και βουβαλιών στην αμερική, δεν πρόκειται αυτά τα τείχη ποτέ να τον δεχτουν «διότι οι πόλεις της Γαλλίας δεν συγχωρούν αυτούς που από αδυναμία εκπέσαν».
-Μα ποια είστε κυρία μου;
-Το όνομα μου είναι Ζαρατούστρα. Έφη Ζαρατούστρα. Πατέρα δεν γνώρισα ποτέ. Μπορείς να με φωνάζεις Έφη Ζαρατούστρα του Τάδε.
Τότε αυτός επανήλθε στο μπαρ διαλύοντας κάθε παραίσθηση από μπροστά του. Η πόλη στήνει τα τείχη. Τείχη αναμφισβήτητα και με μια έκφραση αλαζονείας και ξιπασιάς. Κι αυτός αναρωτιέται αν τα πρώτα τείχη ορθώθηκαν απ’ τον ίδιο μπρος σ’ αυτόν που φοβόταν πιο πολύ.Ε ναι λοιπόν τελικά έτσι ήταν. Θυμήθηκε ότι είχε πάρει Ηπειρώτες πετράδες στην δούλεψή του για την επίτευξη αυτού του ασύλληπτου τείχους όπου στο τέλος κατάφερε να κλείσει τον Μισητό απ’ έξω. Ο Μισητός άπλωνε την ψυχή του στα λιβάδια, στις κορφές, στις πλάτες των πουλιών, στις τρύπες των σκορπιών και στην επιφάνεια των τειχών. Ο άλλος, ο από μέσα, δήλωνε ευτυχής με το τείχος του και διαλαλούσε στο κενό: «ξεκουμπίστηκε επιτέλους ο Κακός από δίπλα μου» Κι η φωνή έφευγε ελεύθερη και χαρούμενη να ταξιδέψει αλλά γύριζε πάντα απογοητευμένη στον ίδιο, αφού πρώτα χτυπούσε με φοβερή δύναμη στα τείχη. Κάποια μέρα, η φωνή του, δεν έκανε αντίλαλο στο άδειο κάστρο του, αλλά δοκίμασε για ώρες εναγωνίως να βρει ένα άνοιγμα να βγει έξω. Απελπισμένη απ’ την μάταιη προσπάθεια προτίμησε να σβήσει στην ρίζα των τειχών παρά να γυρίσει στην πηγή της, απελπισμένη απ’ την αυτιστικά καθορισμένη διαδρομή της.Αυτός έμεινε άφωνος. «Έχω όμως τα κλειδιά είπε από μέσα του» και τότε ακούστηκε η απάντηση από τον Μισητό όπου διάβαζε την σκέψη του. Γιατί, ο Μισητός, δεν ήταν κανείς άλλος παρά ο εαυτός του κλεισμένου: «Ε βγες λοιπόν» φώναξε γελώντας ειρωνικά.
Τότε άνοιξε τα μάτια του είδε ξανά το μπαρ, την Γαλλική πόλη σε μόνιμη παρατονία και το βλέμμα του έπεσε στην πόρτα. Αυτή ανταπέδωσε, την πλησίασε και χωρίς να το πολυσκεφτεί την άνοιξε κι εξαφανίστηκε στη νύχτα. .
.......