15/12/10

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Ήταν αδέρφια και τα τέσσερα. Γεννήθηκαν σε σπίτι αρχοντικό μιας κι ο πατέρας ήταν αρχηγός ολόκληρης περιοχής δεκαπέντε μεγάλων χωριών. . Όμως επειδή δεν ήταν γέννημα της επίσημης γυναίκας του αλλά της ερωμένης του και φυσικά δεν ήθελε ο διάδοχος του να χαρακτηριστεί μπάσταρδος περίμενε να μεγαλώσουν πρώτα και ύστερα τα εξόρισε. Οι ηλικίες τους τότε ήταν δώδεκα χρονών τα δίδυμα, έντεκα ο τρίτος και πέντε η μικρούλα. Σ’ αυτήν εδώ την αυλή τα πρωτοείδα με σκυμμένο το κεφάλι να διώχνονται απ’ τους φρουρούς σαν να ήταν εγκληματίες, αφού πρώτα παράστηκαν σαν μάρτυρες στην εκτέλεση της μάνας τους από το χέρι του άρχοντα. Σ’ αυτήν εδώ την αυλή που τα φιλοξένησα τόσες φορές στον ίσκιο μου. Σ’ αυτήν την αυλή του αρχοντικού του πατέρα τους.
Απ’ όσα άκουγα κατά καιρούς από πληροφοριοδότες του άρχοντα, είχαν περιπλανηθεί πολύ καιρό ζώντας κακουχίες κάθε είδους. Τελικά βρήκαν στέγη σε κάποιον άλλο άρχοντα ο οποίος για πονηρούς βέβαια λόγους τα κρατούσε και τους φερόταν πριγκηπικά. Ο εδώ άρχοντας καταλάβαινε τους λόγους αυτούς χωρίς πολύ δυσκολία και μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που τα εξόρισε με τόση σκληρότητα. Δεν μετάνιωσε από αγάπη αλλά από φόβο. Ήξερε ότι το μίσος τους γι’ αυτόν δεν είχε περιθώρια συγχώρεσης κι ότι κάποια στιγμή θα ζητήσουν εκδίκηση. Μάθαινε από κάθε είδους κατασκόπων ότι οι τρεις γιοί του είχαν κάνει σκληρή εκπαίδευση σε όλα τα όπλα της εποχής κι ότι η κόρη του ήξερε τις πιο απόκρυφες μαγικές γνώσεις. Κληρονομικό αφού κι ο ίδιος γνώριζε την γλώσσα του κορακιού και της αλεπούς. Και τα δύο τα είχε χρησιμοποιήσει σαν κατασκόπους αφού ο φόβος του είχε γίνει εμμονή. Κάποτε ένα κοράκι μου ψιθύρισε ότι τον άκουσε να λέει ότι έπρεπε να τα είχε σκοτώσει κρυφά, και τα τέσσερα, από τότε. Κάποτε είκοσι αλεπούδες είχαν μαζευτεί γύρω του και διατάχτηκαν να φέρουν βοτάνια και άλλα μαγικά φυτά που μόνο αυτές γνώριζαν ούτως ώστε να τον μεταμορφώσουν σε αγέρα. Αλλά και οι είκοσι βρέθηκαν νεκρές στο πρώτο βήμα που έκαναν έξω απ’ το αρχοντικό χωρίς ίχνος βίας πάνω τους. Μάγια είπαν και ο φόβος κυρίεψε τους πάντες. Μετά από καιρό αφού δεν ξανασυνέβη κάτι παρόμοιο ο φόβος μετριάστηκε. Τυχαίο είπαν, το γεγονός με τις αλεπούδες.
Τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά την εξορία, σ’ αυτήν εδώ την αυλή, στην ρίζα μου, κάτω απ’ την παχιά σκιά μου, ο άρχοντας πεσμένος παρακαλετά ζητάει λύπηση για τη ζωή του. Ειρωνεία. Αυτή η σκηνή είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν όταν κοιμόταν ο άρχοντας εδώ, κάτω απ’ την ίδια παχιά σκιά και ξέφρενα πετάγονταν απ’ τον εφιάλτη του, παρακαλώντας να ζήσει. Εφιάλτης τότε, πραγματικότητα τώρα. Δεν ξέρω αν το σκέφτεται καθόλου κι ο ίδιος. Θα γελούσε φαντάζομαι μ’ αυτήν την ειρωνεία. Τα τέσσερα παιδιά του τον έχουν περικυκλώσει. Χωρίς να λένε τίποτε, οι τρεις με τα σπαθιά τους κι η κόρη με την ηρεμία της, είναι έτοιμοι να τον αποτελειώσουν. Πίσω τους, δεκαπέντε πτώματα σφαγμένα απ’ τα υικά σπαθιά. Κι όπου δεν έφταναν τα σπαθιά έφταναν τα μάγια της μικρής.
-Πατέρα σε επισκέφθηκα πολλές φορές στο παρελθόν, είπε η μικρή ατάραχη και ψυχρή, ως κοράκι βέβαια.
Αυτός ούρλιαξε, αλλά τα παιδιά του αμίλητα κι αποφασιστικά, τον αποκεφάλισαν. Ύστερα έκαψαν το σπίτι και τώρα φεύγουν δικαιωμένοι. Καθώς βλέπω τις πλάτες τους, η μικρή κοντοστέκεται γυρίζει και με κοιτάζει με συγκίνηση.
-Το ήξερα απ’ την αρχή πως ήσουν εσύ το κοράκι που μου ψιθύρισε, είπα με την άηχη φωνή μου.
Φεύγει κι αυτή και μένω μονάχο μου με τον άνεμο και τα πτώματα.

2 σχόλια:

  1. Τουλάχιστον στον κόσμο τον φανταστικό, υπάρχει πού και πού δικαιοσύνη. Και επαφή με τη σκοτεινή ανθρώπινη φύση, την εξορισμένη.
    Carnellio φανέρωσέ μας κι άλλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. αυτός δεν ήταν πάντα ο σκοπός των παραμυθιών; να αποδίδουν στον καίσαρα τα χρωστούμενα, να παρηγορούνται τα παιδιά που όλα τα ξέρουν, μπροστά στο τζάκι της γιαγιάς ντως

    συνέχισε Στελλάκη, σε παρακολουθώ ανελλιπώς αν και μυστικά. όχι δεν με έχει προσλάβει κάποιος. ή τώρα που το σκέφτομαι...
    καλημέρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή