26/12/10

Προσευχή

Την ώρα που η μεγάλη άρκτος
ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα
σκέφτομαι να τη φουντάρω τελικά από το μπαλκόνι
στη μικρή αυτή πόλη ή μεγάλο χωριό
ή σκόρπια σπίτια - πέστο όπως θες
ύστερα από όλες τις τρύπες που κατοίκησα τόσα χρόνια.
Ενώ ποτέ μου δεν έψαξα τα αστέρια
το φωτεινό σχήμα ερωτηματικού
απόψε με άγγιξε.
Είδα λοιπόν ένα κομμάτι βαθύ ουρανό,
αστέρια ψυχραμένα,
αδιάφορα
να με κοιτούν, δεν είδα όμως
εσένα, τρεμάμενο άστρο του μυαλού μου
που ηχείς σαν φωνή θολωμένη πίσω από το βουνό,
που σε ακολουθώ πάλι
κι αυτό το ήρεμο βράδυ που
ακούγεται ο γρύλλος και
δε θα τη φουντάρω τελικά
που θα με σώσεις
που θα φανταστώ πάλι τη σφαίρα στο κεφάλι μου
και φωτιά στις δίπλα πλαγιές
που η καταστροφή θα μείνει μια σκέψη μετέωρη
σαν προσευχή,
όπως όταν πηγαίναμε στο δημοτικό μικροί,
θυμάσαι; (αλίμονο, θυμάσαι)
που θα με συντροφέψει στο σκοτάδι γλυκά
σαν κρυφές τελευταίες λέξεις,
σαν τραγουδάκι σιγανό, γλυκό στο προσκεφάλι
σαν λόγια απαλά, ζεστά ψιθυριστά ειπωμένα
λίγο πριν έρθει τελικά
κι αυτό το βράδυ ο ύπνος.
.......

15/12/10

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Ήταν αδέρφια και τα τέσσερα. Γεννήθηκαν σε σπίτι αρχοντικό μιας κι ο πατέρας ήταν αρχηγός ολόκληρης περιοχής δεκαπέντε μεγάλων χωριών. . Όμως επειδή δεν ήταν γέννημα της επίσημης γυναίκας του αλλά της ερωμένης του και φυσικά δεν ήθελε ο διάδοχος του να χαρακτηριστεί μπάσταρδος περίμενε να μεγαλώσουν πρώτα και ύστερα τα εξόρισε. Οι ηλικίες τους τότε ήταν δώδεκα χρονών τα δίδυμα, έντεκα ο τρίτος και πέντε η μικρούλα. Σ’ αυτήν εδώ την αυλή τα πρωτοείδα με σκυμμένο το κεφάλι να διώχνονται απ’ τους φρουρούς σαν να ήταν εγκληματίες, αφού πρώτα παράστηκαν σαν μάρτυρες στην εκτέλεση της μάνας τους από το χέρι του άρχοντα. Σ’ αυτήν εδώ την αυλή που τα φιλοξένησα τόσες φορές στον ίσκιο μου. Σ’ αυτήν την αυλή του αρχοντικού του πατέρα τους.
Απ’ όσα άκουγα κατά καιρούς από πληροφοριοδότες του άρχοντα, είχαν περιπλανηθεί πολύ καιρό ζώντας κακουχίες κάθε είδους. Τελικά βρήκαν στέγη σε κάποιον άλλο άρχοντα ο οποίος για πονηρούς βέβαια λόγους τα κρατούσε και τους φερόταν πριγκηπικά. Ο εδώ άρχοντας καταλάβαινε τους λόγους αυτούς χωρίς πολύ δυσκολία και μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που τα εξόρισε με τόση σκληρότητα. Δεν μετάνιωσε από αγάπη αλλά από φόβο. Ήξερε ότι το μίσος τους γι’ αυτόν δεν είχε περιθώρια συγχώρεσης κι ότι κάποια στιγμή θα ζητήσουν εκδίκηση. Μάθαινε από κάθε είδους κατασκόπων ότι οι τρεις γιοί του είχαν κάνει σκληρή εκπαίδευση σε όλα τα όπλα της εποχής κι ότι η κόρη του ήξερε τις πιο απόκρυφες μαγικές γνώσεις. Κληρονομικό αφού κι ο ίδιος γνώριζε την γλώσσα του κορακιού και της αλεπούς. Και τα δύο τα είχε χρησιμοποιήσει σαν κατασκόπους αφού ο φόβος του είχε γίνει εμμονή. Κάποτε ένα κοράκι μου ψιθύρισε ότι τον άκουσε να λέει ότι έπρεπε να τα είχε σκοτώσει κρυφά, και τα τέσσερα, από τότε. Κάποτε είκοσι αλεπούδες είχαν μαζευτεί γύρω του και διατάχτηκαν να φέρουν βοτάνια και άλλα μαγικά φυτά που μόνο αυτές γνώριζαν ούτως ώστε να τον μεταμορφώσουν σε αγέρα. Αλλά και οι είκοσι βρέθηκαν νεκρές στο πρώτο βήμα που έκαναν έξω απ’ το αρχοντικό χωρίς ίχνος βίας πάνω τους. Μάγια είπαν και ο φόβος κυρίεψε τους πάντες. Μετά από καιρό αφού δεν ξανασυνέβη κάτι παρόμοιο ο φόβος μετριάστηκε. Τυχαίο είπαν, το γεγονός με τις αλεπούδες.
Τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά την εξορία, σ’ αυτήν εδώ την αυλή, στην ρίζα μου, κάτω απ’ την παχιά σκιά μου, ο άρχοντας πεσμένος παρακαλετά ζητάει λύπηση για τη ζωή του. Ειρωνεία. Αυτή η σκηνή είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν όταν κοιμόταν ο άρχοντας εδώ, κάτω απ’ την ίδια παχιά σκιά και ξέφρενα πετάγονταν απ’ τον εφιάλτη του, παρακαλώντας να ζήσει. Εφιάλτης τότε, πραγματικότητα τώρα. Δεν ξέρω αν το σκέφτεται καθόλου κι ο ίδιος. Θα γελούσε φαντάζομαι μ’ αυτήν την ειρωνεία. Τα τέσσερα παιδιά του τον έχουν περικυκλώσει. Χωρίς να λένε τίποτε, οι τρεις με τα σπαθιά τους κι η κόρη με την ηρεμία της, είναι έτοιμοι να τον αποτελειώσουν. Πίσω τους, δεκαπέντε πτώματα σφαγμένα απ’ τα υικά σπαθιά. Κι όπου δεν έφταναν τα σπαθιά έφταναν τα μάγια της μικρής.
-Πατέρα σε επισκέφθηκα πολλές φορές στο παρελθόν, είπε η μικρή ατάραχη και ψυχρή, ως κοράκι βέβαια.
Αυτός ούρλιαξε, αλλά τα παιδιά του αμίλητα κι αποφασιστικά, τον αποκεφάλισαν. Ύστερα έκαψαν το σπίτι και τώρα φεύγουν δικαιωμένοι. Καθώς βλέπω τις πλάτες τους, η μικρή κοντοστέκεται γυρίζει και με κοιτάζει με συγκίνηση.
-Το ήξερα απ’ την αρχή πως ήσουν εσύ το κοράκι που μου ψιθύρισε, είπα με την άηχη φωνή μου.
Φεύγει κι αυτή και μένω μονάχο μου με τον άνεμο και τα πτώματα.
.......

6/12/10

Kenneth Rexroth: Thou Shalt Not Kill (Κένεθ Ρέξροθ, Ου φονεύσεις, μτφρ. χ.ζ).

(δημοσιεύτηκε στο τεύχος 43 του περιοδικού «Μανδραγόρας»)

ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ

Εις μνήμην Ντύλαν Τόμας


Δολοφονούν τους νέους.
Μισόν αιώνα τώρα, κάθε μέρα,
τους κυνήγησαν και τους σκότωσαν.
Τους σκοτώνουν τώρα.
Αυτή τη στιγμή, σε όλο τον κόσμο,
σκοτώνουν τους νέους.
Ξέρουν δέκα χιλιάδες τρόπους για να τους σκοτώσουν.
Κάθε χρόνο εφευρίσκουν καινούριους.
Στις ζούγκλες της Αφρικής,
στους βάλτους της Ασίας,
στις ερήμους της Ασίας,
στις στρούγκες των σκλάβων της Σιβηρίας,
στις φτωχογειτονιές της Ευρώπης,
στα νυχτερινά κλαμπ της Αμερικής,
οι δολοφόνοι έχουν δουλειά.
Λιθοβολούν τον Στέφεν,
τoν εξορίζουν από κάθε πόλη του κόσμου.
Κάτω από την ταμπέλα «Καλωσορίσατε»,
κάτω από το έμβλημα του Ρόταρι,
στις εθνικές οδούς, στις λεωφόρους,
το σώμα του κείτεται κάτω από τις πεταμένες πέτρες.
Ήταν γεμάτος πίστη και δύναμη.
Έκανε θαύματα μέσα στους ανθρώπους.
Δε μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία του.
Δε μπορούσαν να αντέξουν το πνεύμα που μίλαγε.
Φώναζε στο όνομα
της Σκηνής του Μαρτυρίου στην ερημιά.
Τους έσφαξε στην καρδιά.
Έτριξαν τα δόντια τους εναντίον του.
Ούρλιαξαν με δυνατή φωνή.
Βούλωσαν τα αυτιά τους.
Όρμησαν πάνω του όλοι μαζί.
Τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον λιθοβόλησαν.
Οι μάρτυρες ακούμπησαν τα ενδύματά τους κοντά
στα πόδια ενός άντρα που το όνομά του ήταν το δικό σου όνομα -
Εσύ.
Εσύ είσαι ο δολοφόνος.
Εσύ σκοτώνεις τους νέους.
Εσύ ψήνεις το Λώρενς στη σχάρα.
Όταν απαίτησες σου αποκάλυψε
τους κρυμμένους θησαυρούς του πνεύματος,
σου έδειξε τους φτωχούς.
Έταξες την καρδιά σου εναντίον του.
Τον άρπαξες και όρμησες με οργή.
Τον έψησες σε σιγανή φωτιά.
Το λίπος του έσταξε και χύθηκε στη φωτιά.
Η μυρωδιά ήταν γλυκιά στη μύτη σου.
Σου φώναξε,
«Ψήθηκα από αυτή τη μεριά,
γύρνα με και φάε,
Εσύ,
φάε από τη σάρκα μου.»
Δολοφονείς τους νέους.
Χτυπάς το Σεμπάστιαν με βέλη.
Κράτησε την πίστη ακλόνητη μέσα στον κατατρεγμό.
Πρώτα τον κάρφωσες με βέλη.
Μετά τον χτύπησες με ρόπαλα.
Μετά τον πέταξες στον υπόνομο.
Δε φοβάσαι τίποτα περισσότερο από το θάρρος.
Εσύ που αποστρέφεις τα μάτια
στη γενναιότητα των νέων.
Εσύ,
Η ύαινα με το γυαλισμένο πρόσωπο και το παπιγιόν
Στο γραφείο της δισεκατομμυρίου δολλαρίων εταιρείας
αφιερωμένης στις υπηρεσίες,
Το όρνιο στάζοντας κουφάρι
Επιμελώς ατημέλητα τυλιγμένος σε υφάσματα εισαγωγής
δίνοντας διαλέξεις για την Εποχή της Αφθονίας
Το τσακάλι στη σταυρωτή καπαρντίνα
Γαβγίζοντας από τηλεχειριστήριο
Στα Ηνωμένα Έθνη
Το βαμπίρ καθισμένο στην άκρη του καναπέ
σημειωματάριο στο χέρι, παίζοντας με τον απεγκεφαλωτή του
ο αυτόνομος, καλπάζων καρκίνος
το Υπερεγώ σε χιλιάδες στολές
Εσύ, ο χαφιές του Βεεμώθ,
ο δολοφόνος των νέων.





ΙΙ

Τι συνέβη στο Ρόμπινσον
που συνήθιζε να τρεκλίζει κάτω στην 8η λεωφόρο
ζαλισμένος πίνοντας μοναχικό τζιν;
Πού είναι ο Μάστερς, που έσκυβε πάνω στο
δικηγορικό γραφείο του για καταστροφικές δεκαετίες;
Πού είναι ο Λέοναρντ που θαρρούσε πως ήταν
ατμομηχανή; Και ο Λίνσεη,
σοφός σαν κύκνος, αθώος
σαν ερπετό, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Τι απέγινε ο Τζιμ Όπενχαιμ;
Η Λόλα Ριτζ, μόνη σε ένα
κρύο επιπλωμένο δωμάτιο; ο Όρικ Τζονς
που χοροπηδούσε στο σερφ πάνω στο
ένα του πόδι; Η Ελάινορ Γουίλι
που τιναζόταν σαν τον Κίρκεγκααρντ;
Η Σάρα Τίσντεηλ, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ’ εμέ.

Πού είναι ο Τζωρτζ Στέρλινγκ, αυτό το ήμερο ελαφάκι;
O Φελπς Πούτναμ που το ‘σκασε κρυφά;
O Τζακ Γουίλραϊτ που δεν κατάφερε να περάσει τη γέφυρα;
Ο Ντόναλντ Έβανς με το μπαστούνι και
το μονογυάλι, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

O Τζων Γκουλντ Φλέτσερ που δε μπορούσε
να μη ραγίσει τη δυνατή καρδιά του;
Ο Μπόντενχαϊμ σφαγμένος μέσα σε βρωμερή
εξαθλίωση; Η Έντνα Μίλεϋ που παρήγγειλε
το τελευταίο της σκέτο ουίσκυ; Η Τζένεβιβ
που αγαπούσε τόσο πολύ, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Ο Χάρρυ που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή;
Ο Χαρτ που γύρισε πίσω στη θάλασσα;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Πού είναι ο Σολ Φάναροφ;
Τι συνέβη στον Πόταμκιν;
Στον Ίσιντορ Σνάιντερ; Τον Κλοντ ΜακΚέι;
Στον Κάουντυ Κάλεν; Στον Κλάρενς Γουάινστοκ;
Ποιος τους ξαναφέρνει σήμερα στη ζωή;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Πού είναι ο Έζρα, αυτός ο φασαριόζος τύπος;
Πού είναι ο Λάρσον που τα ποιήματά του ήταν σαν προσευχές;
Πού είναι ο Τσαρλς Σνάιντερ, αυτό το ευγενικό
πεισματάρικο αγόρι; Ο Καρνεβάλι;
Τι απέγινε;
Η Κάρολ που ήταν τόσο όμορφη, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.







ΙΙΙ

Ήταν το τέλος τους μεγαλοπρεπές και τραγικό,
σαν μάσκα τυράννου;
Σαν τη μυστική χρυσή προσωπίδα του Αγαμέμνονα;
Σίγουρα όχι. Άγρυπνος όλη τη νύχτα
στο πρόστεγο, μπερδεμένος και χτυπημένος,
αιμορραγώντας από τον πρωκτό, στην
τσέπη του μια κριτική από το μόνο
συνάδελφό του που σεβόταν, «Εάν
εννοεί πραγματικά ό,τι αυτά τα ποιήματα
υποστηρίζουν, έχει μόνο μια διέξοδο - ». Προς τον
ζεστό, δριμύ ήλιο της Καραϊβικής,
προς την δριμεία, διαυγή,
αχνιστή θάλασσα. Ή ένας άλλος, ψείρες στις
μασχάλες του και στον καβάλο, σκουπίδια πεταμένα
στο πάτωμα, γκρίζα λιγδιασμένα κουρέλια στο
κρεβάτι. «Τους σκότωσα επειδή ήταν
βρωμεροί, σιχαμένοι Κομμουνιστές.
Θα ‘πρεπε να μου δώσουν βραβείο». Άλλη
μια πάλι, η Σίμενον, προφήτεψε
το τέλος της με μια ματιά. «Σε προκαλώ
να τραβήξεις τη σκανδάλη». Έκλεισε τα μάτια της
κι έχυσε τζιν πάνω στο φόρεμά της.
Το πιστόλι ταλαντεύτηκε στα χέρια του.
Τους πήρε ώρες για να πεθάνει.
Μια άλλη πήδηξε απ’ τον όροφο
κι έσπασε την πλάτη της. Της πήρε χρόνια.
Δυο έβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το νερό
στη μπανιέρα και γέμισαν τα πνευμόνια τους.
Κάποιος έπεσε κάτω στην κυκλοφορία
μιας πολυσύχναστης γέφυρας.
Κάποια άλλη, μεθυσμένη, πήδηξε από ένα
μπαλκόνι κι έσπασε το λαιμό της.
Άλλη ποτίστηκε με
βενζίνη, έτρεξε στο δρόμο φουντωμένη στις φλόγες
κι έζησε μετά στη φυλακή.
Κάποιος πήγε μόνο
μια φορά με μια ζητιάνα.
Πέθανε χρόνια αργότερα από σύφιλη
στο μυαλό και τη ραχοκοκαλιά. Δεκαπέντε
χρόνια πόνου και φτώχειας
ενώ το μυαλό του χανόταν.
Ένας προσπάθησε τρεις φορές σε είκοσι χρόνια
να πνιγεί. Την τελευταία φορά
τα κατάφερε. Κάποια άφησε το γκάζι της κουζίνας ανοιχτό
όταν δεν είχε πια καθόλου φαγητό, καθόλου
λεφτά, και μόνο μισό πνευμόνι.
Κάποια ανέβηκε στο Χάρλεμ, τα έβαλε με
τριάντα άντρες, γύρισε σπίτι και
έκοψε το λαιμό της. Κάποιος ξενύχτησε όλο το βράδυ
μιλώντας στον Χ.Λ. Μένκεν και
πνίγηκε το πρωί.
Πόσοι σταμάτησαν να γράφουν στα τριάντα;
Πόσοι πήγαν να δουλέψουν για το «Τάιμ»;
Πόσοι πέθαναν από προμετωπιαίες
λοβοτομές στο Κομμουνιστικό Κόμμα;
Πόσοι είναι ξεχασμένοι στα πίσω κελιά
περιφερειακών ψυχιατρείων;
Πόσοι ακολουθώντας τις συμβουλές των
ψυχαναλυτών τους, αποφάσισαν
ότι μια επιχειρηματική καριέρα θα ήταν το καλύτερο τελικά;
Πόσοι είναι απελπισμένοι αλκοολικοί;
Ο Ρενέ Κρεβέλ!
Ο Ζακ Ριγκώ!
Ο Αντονέν Αρτώ!
Ο Μαγιακόφσκι!
Ο Εσένιν!
Ο Ρομπέρ Ντεσνός!
Ο Σεν Πολ Ρου!
Ο Μαξ Ζακόμπ!
Σε ολόκληρο τον κόσμο
Το ίδιο ασώματο χέρι
μας χτυπάει προς τα κάτω.
Είναι εδώ ένα βουνό του θανάτου.
Ένας λόφος από κεφάλια σαν αυτόν που ύψωσαν οι Χαν.
Το πρωτότοκο ενός αιώνα
σφαγμένο από τον Ηρώδη.
Τρεις γενιές από ορφανά
ταϊσμένα στα σαγόνια του Μολώχ.





IV

Είναι νεκρός.
Το πουλί του Ριανόν.
Είναι νεκρός.
Στο χειμώνα της καρδιάς.
Είναι Νεκρός.
Στα φαράγγια του θανάτου,
Τον βρήκαν βουβό επιτέλους,
Στη χιονοθύελλα των ψεμάτων.
Δεν ξαναμίλησε ποτέ.
Πέθανε.
Είναι νεκρός.
Μέσα στα αποστειρωμένα χέρια τους, είναι νεκρός.
Ο μικρός μάγος του λόγου του Κέιντερ Ίντρις.
Είναι νεκρός.
Το σπουργίτι του Κάρντιφ.
Είναι νεκρός.
Το καναρίνι του Σγουόνσι.
Ποιος τον σκότωσε;
Ποιος σκότωσε το πουλί με το λαμπρό κεφάλι;
Εσύ, γιε σκύλας.
Εσύ τον έπνιξες στο μυαλό σου από κοκτέιλ.
Κατέρρευσε και πέθανε στη συνθετική σου καρδιά.
Εσύ τον σκότωσες,
Όπενχάιμερ, δολοφόνε εκατομμυρίων,
Εσύ τον σκότωσες,
Αϊνστάιν, γκρίζε εξοχότατε.
Εσύ τον σκότωσες
Χαβάναχαβάνα με το βραβείο Νόμπελ σου.
Τον σκότωσες Στρατηγέ,
δια της νόμιμης οδού.
Εσύ τον στραγγάλισες, Λε Μουτόν,
με τα mains étendues σου.
Ομολόγησε δημοσίως σε μια νεκροκεφαλή με γυαλιά μύτης.
Τον πυροβόλησες στο πίσω μέρος του κεφαλιού
Καθώς γλιστρούσε στην τελευταία αποθήκη.
Τον σκότωσες,
Καλοκάγαθη Κυρία στο γραμματόσημο.
Βρέθηκε νεκρός σ’ ένα επίσημο γεύμα της Λίμπεραλ Γουίκλυ.
Βρέθηκε νεκρός στο σκληρό πάτωμα του δωματίου.
Βρέθηκε νεκρός σ’ ένα συνέδριο τακτικής του Τάιμ.
O Χένρι Λιους τον σκότωσε μ’ ένα τηλεγράφημα στον Πάπα.
Η Μαντμουαζέλ τον στραγγάλισε μ’ ένα επενδυμένο στηθόδεσμο.
Ο Όλντ Πόσουμ τον ψέκασε με ένα σουρωτήρι τσαγιού.
Όταν τελείωσαν οι λύκοι, οι προφητοκτόνοι
σύρθηκαν με τα εντόσθιά του στις αίθουσες και στις τριμηνιαίες εκδόσεις τους.
Όταν τα νέα έφτασαν απ’ το ραδιόφωνο,
Εσύ ο ίδιος ξεσηκώθηκες φωνάζοντας: Δώστε μας Βαραββάδες!
Στο μοναχικό σου πλήθος τον κατέβαλλες.
Τα κατά πραγγελία μποτάκια σου και τα παπούτσια του μπαλέτου
τον κλώτσησαν μέχρι θανάτου στο χαλικόδρομο.
Τον χτύπησες μ΄ ένα άλμπουμ του Χίντεμιτ .
Τον μαχαίρωσες με ανοξείδωτο ατσάλι από τον Ισάμου Νογκούτσι,
Είναι νεκρός.
Είναι Νεκρός.
Όπως ο Ιγνάθιο ο Ταυρομάχος ,
στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα.
Ακριβώς στις τέσσερις.
Κι εγώ επίσης δε θέλω να τ’ ακούω.
Κι εγώ επίσης δε θέλω να το ξέρω.
Θέλω να τρέξω έξω στο δρόμο,
φωνάζοντας «Θυμηθείτε το Βαντσέτι !»
Θέλω να χύσω βενζίνη στις καμινάδες σας.
Θέλω να ανατινάξω τις γκαλερί σας.
Θέλω να ισοπεδώσω τα εκδοτικά γραφεία σας.
Θέλω να σκίσω τις κοιλιές των ανοργασμικών γυναικών σας.
Θέλω να βυθίσω τα ιστιοπλοϊκά και τα σκάφη σας.
Θέλω να πνίξω τα παιδιά σας στις δαχτυλομπογιές τους.
Θέλω να δηλητηριάσω τους Αφγανούς και τα Πουντλ σας.
Είναι νεκρός, ο μικρός μεθυσμένος άγγελος.
Είναι νεκρός,
Ο φωτεινός αγωνιστής
είναι Νεκρός.
Τα αθάνατα πουλιά δεν τραγουδάνε πια
στο κεφάλι του Μπραν.
Τα θαλασσοπούλια στέκουν ακίνητα
πάνω από το Μπράντσεϋ των Τεν Θάουζεν Σαιντς.
Οι άνθρωποι των υπογείων δεν τραγουδάνε
στο δρόμο τους προς τη δουλειά.
Υπάρχει μια μυρωδιά αίματος
Στη μυρωδιά της τύρφης.
Τον έχουν συντρίψει
το γιο του Ντέιβιντ Απ Γκιούλιμ .
Τον έχουν δολοφονήσει,
το Μωρό του Τάλιεσιν .
Εκεί κείτεται νεκρός,
Δίπλα στο Παγόβουνο των Ηνωμένων Εθνών.
Εκεί κείτεται στραπατσαρισμένος,
Στο πόδι του Αγάλματος της Ελευθερίας.
Ο Γκολφ Στριμ μυρίζει αίμα
Καθώς σκάει στην άμμο της Αϊόνα
και στα γαλάζια βράχια του Κάναρβον.
Και όλα τα πουλιά της βαθιάς θάλασσας σηκώνονται
πάνω από τα πολυτελή γιωτ και κράζουν:
«Εσύ τον σκότωσες! Εσύ τον σκότωσες.
Μέσα στο καταραμένο Μπρουκς Μπράδερς κοστούμι σου,
Εσύ, γιε σκύλας.»

1953




* Χένρι Λιους: Αμερικανός εκδότης και παραγωγός, μεταξύ άλλων του Time και του Life ο οποίος χρησιμοποίησε τα μέσα του για την προώθηση της Αμερικανικής επεμβατικής πολιτικής ασκώντας έμπρακτα προπαγάνδα.

** Ολντ Πόσουμ: Από το βιβλίο του Τ.Σ. Έλιοτ ‘Old Possum΄s book of practical cats’, βιβλίο αφιερωμένο στην ψυχολογία και συμπεριφορά των γάτων. Το παρατσούκλι Ολντ Πόσουμ αναφέρεται στον ίδιο τον Έλιοτ καθώς του το «χάρισε» ο Έζρα Πάουντ.

*** Πάουλ Χίντεμιτ: Γερμανός συνθέτης λόγιας (ορχηστρικής) μουσικής του 20ού αιώνα, με μεγάλη καλλιτεχνική επιρροή. Κράτησε μια περίπλοκη σχέση με τους Ναζί μεταναστεύοντας το 1938 στην Ελβετία (εν μέρει επειδή η γυναίκα του ήταν Εβραία) στο μεταξύ όμως είχε δώσει όρκο στο Χίτλερ και είχε διευθύνει επίσημες ναζιστικές συναυλίες. Το 1940 μετανάστευσε και δίδαξε στις ΗΠΑ.

****Ignacio Sánchez Mejías: Ισπανός ταυρομάχος, από τους μεγαλύτερους στην ιστορία, και συγγραφέας. Διάσημη και αγαπητή προσωπικότητα, στο θάνατό του από ταύρο πολλοί ποιητές του αφιέρωσαν ποίημά τους, ανάμεσά τους και ο Φ. Γκ. Λόρκα.

*****Μπαρτολομέο Βαντσέτι: Ιταλός εργάτης-αναρχικός, μετανάστης στη Μασσαχουσέτη. Κατηγορήθηκε μαζί με το Φερντινάντο Νίκολα Σάκκο για κλοπή και φόνο στη συνέχεια συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα τη δεκαετία του 1920. Η ενοχή τους δεν έχει αποδειχτεί ακόμα.

******Ντέιβιντ απ Γκιούλιμ Θεωρείται ο «Οβίδιος της Ουαλίας» και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων ποιητών στην Ευρώπη του Μεσαίωνα.


*******Τάλιεσιν: Ουαλός ποιητής και βάρδος της μεταρωμαϊκής περιόδου που πιστεύεται ότι τραγούδησε στην αυλή τριών τουλάχιστον Βρετανών Κελτών βασιλιάδων.


Το αγγλικό πρωτότυπο εδώ.
.......