26/8/10

Υπόθεσις Λούνα Παρκ, ως και Λούνας, παλαιόθεν γνωρίμης του σκοτεινού ανδρός

Εις γνωστόν λούνα παρκ της πόλεως εβρίσκετο εκεί τυχαίως η παλαιά του συμμαθήτρια Λούνα, ήτοι Σελήνη, κρατώντας εν κόκκινο σελοφάν πλήρες μαλλίου της γραίας. Η παράξενη, έως τρόπον τινά σκοτεινή φιγούρα του ανδρός εστάθη κι εδώ ατάραχη. Αναγνώρισε την φιλικήν ταύτη χειρονομία κι ετοιμάσθη να ακολουθήσει το τυπικό, όπως συνηθίζετο εις αυτά τα μέρη από την εποχή του Κωσταντά του Δ' του Εγκάρδιου. Πιο κείθε επαρατήρουν τα περιστρεφόμενα αλογάκια και αρκούδια λούτρινα νεάνιδες τινές φορώντας βραχιόλια, μακράδια εις τα δαχτύλια των και άλλα πολλά «φο μπιζού» περασμένα έως και εις εκείνων των λαιμών των, μην έχουσαι εκτιμήσει σωστά τα υπέρ και τα κατά της στιγμής ταύτης. Η σκοτεινή μας φιγούρα εγένετο τελικά δεκτή απ' όλους μετ΄επευφημίας και αφθόνους πυροκροτητάς. Ασπασμοί ανταλλάχθησαν. Εγκολπισμοί μοιράσθησαν, όπως και δωρεάν άρτος και σίτος και εκλεκτό νέον κρασί εις όλους. Τι συγκινητική ημέρα. Όλοι έκλαιγαν εις αγκάλαις αλλήλων, πλην ο σκοτεινός μας καβαλλάρης έριξε κατά την εσπέραν φευγαλέα ματιά εις το ορολόγιον του κλιμακοστασίου του σταθμού κι έσπευσε να επιταχύνει την αναχώρησίν του. Είχε τερπεί ακαταπαύστως με τους έως πρότινος συμμαθητάς του, όφειλε όμως ισοδύναμα να συνεχίσει την περιπλάνησίν του εις τας εκβολάς του ποταμού Πηνειού όπως και Ασπρογέρακα, μελετώντας τη χλωρίδα και προσευχόμενος εις τους ξυλίνους θεούς του και Βουντού αφικνούμενα εξ Άφρικας. Αργότερα αυληταί θα εξιστόρουν την άνεσίν του στην καβαλλαρία και την ορθήν του φρόνησιν, πλην όμως αι προσθήκαι αυταί στην διήγησιν ήσαν μεταγενεστέραι. Σημασία έχει μόνον πως παρ' όλη την μη ευνοϊκήν του διάθεσιν το εκλιπών εκείνο απόγευμα, εμοιράσθη με ανθρώπους «δικούς του» λίγη από την ζεστασιά που ευτυχεί ενίοτε ο ταξιδευτής να γεύεται.


(ευχαριστώ τον Carnellio, το γένος Coop, που μου ενέπνευσε με την τελευταία του ανάρτηση το άνωθεν κείμενο)
.......

21/8/10

ΤΑ ΑΡΚΟΥΔΙΑ ΗΤΟ ΛΟΥΤΡΙΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

-Όχι να μας φωνάζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο κύριε διοικητά λες κι είμαστε ζώα.
Αφού είπε αυτά, ο μισθοφόρος, ο διοικητής του έστριψε την πλάτη. Τότε ο κολλητός του Τζέγκινς Χάν και υπεύθυνος ιματισμού, ένα αλάνι από την Κοκκινιά, τον πλησίασε και τον απείλησε. Του είπε πως δεν πρέπει να μιλάει έτσι στους ανωτέρους του και άλλα θαυμαστά. Αυτό το αλάνι το είχα ακούσει μια φορά να μου λέει.
«Εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιους διαόλους και μάκενες. Εγώ να πούμε έχω το σουγιαδάκι μου που λύνει στο πι και φι τα προβλήματά μου. Και πάω που λες μια μέρα στου Γκράνα του νταβά που μου χε κάτι χρωστούμενα και γυρίζει και μου αρχίζει τα μα και μου και πα να βγάλει την μπιστόλα κι εγώ αίλουρος, τραβώ τον σουγιά και τον ξεκαρυδώνω» Ύστερα με κοιτούσε με αυταρέσκεια και χαμογελούσε χωρίς να μιλάει κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. Αυτά έγιναν την μέρα που είχαν συνάντηση ο Μπορίς Βιάν, ο Μπορίς Παστερνάκ , ο Μπορίς Γκοντούνωφ, δύο μέλη του Μπατασσούνα και άλλα δύο της ΕΤΑ. Το σύνολον πέντε. Θα μου πεις εφτά, αλλά πέντε διότι τα δύο μέλη του Μπατασσούνα είναι και μέλη της ΕΤΑ. (τελικά είχες δίκιο δικαστή Γκαρθόν. Αλλά δεν μας είπες, που έπρεπε, για την GAL και για τον Χοσέ Αμέδο. Και δεν μας είπες γι’ αυτούς που άδικα βασανίζατε μετά από κάθε Κάλε Μπορόκα). Σε κείνη την συνάντηση το λοιπόν υπήρχε και μια σκοτεινή φιγούρα που στεκόταν σε μια γωνιά αμίλητος, αμέτοχος στα καθέκαστα. Η συζήτηση είχε πάρει φωτιά μέχρι που το ένα μέλος του Μπατασσούνα πέταξε μολότωφ και τα έκαψε όλα. Πριν απ’ αυτά εγώ έφυγα ακολουθώντας την σκοτεινή φιγούρα. Όσο κι αν προχωρούσαμε δεν ξεχώριζα τίποτα από τα χαρακτηριστικά του. Μέχρι που φτάσαμε σε ένα ξέφωτο και λέω «τώρα θα σε γνωρίσω» αλλά κι εκεί… ΤΙ ΕΚΠΛΗΞΙΣ. Πάλι δεν ξεχώριζα τίποτα. Ήτο αράπης. Εκαταβέβηκεν εις Λούναν Παρκ όπου έσπειρε φόβους και αμφιβολίας εις τους παρευρισκομένους οι οποίοι κ-α-θ-ο-ν-τ-α-ν-ε εις ξύλινα αλογάκια ή πυροβολούσαν αρκούδια. Τα αρκούδια ήτο απεχθέστατα. Ήτο βεβαίως λούτρινα αλλά και απεχθή. Δεν ήτο απεχθή επειδή ήτο λούτρινα αλλά δι άλλους λόγους.
1. Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΠΙΖΑΣ
2. Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Και τότε είπαν παρακαλετά οι μανάδες
« Ω, εσύ μέγα διδάσκαλε που κάθεσαι ατάραχος στα ουράνια και δροσίζεσαι σαν θες σκύψε στις ψυχές μας που καίγονται αδειάληπτα. Ω, εσύ μέγα διδάσκαλε που συμπιέζεσαι και μεγαλύνεσαι σαν θες αλάφρυνε το βάρος του πόνου μας και στένεψε τα όρια των φόβων μας. Ω, εσύ μέγα διδάσκαλε που μας βλέπεις πως αυτιστικά χωνόμαστε στους πολέμους και τις συρράξεις αραίωσε τα ιερά σου μπούτια. Μας πνίγεις, μας πνίγεις. Και μας και τα παιδιά μας»
Κι ο Μέγας Διδάσκαλος απεκρίθει χαμογελόντας
«Ο ανθρώπινος πόνος είναι ελάχιστος μπρος στο σύμπαν. Εσείς οι μανάδες, θύματα του Τζέγκινς Χαν, κλαίτε κι οδύρεστε όπως άλλα τρισεκατομύρια μάνες θα οδυρθούν στο μέλλον, όπως άλλα δισεκατομύρια μάνες πόνεσαν στο παρελθόν. Ο ανθρώπινος πόνος με αφήνει αδιάφορο. Όταν πονάνε τα μποντίκια ποτέ δεν κλαίγονται σε μένα, όταν πεινάει ο λύκος κοιτάζει να φάει και μένα δεν με ενοχλεί. Μόνο εσείς αλλαζόνες κι εγωιστές, λαμόγια και επιδειξίες στρέφεστε πάντα σε μένα, με συνέπεια να μου ζαλίζετε τ΄αρχίδια»
Και τότες σήκωσε τη χερούκλα του και πέταξε φλόγες καίγοντας όλες τις κλαίουσες μάνες. Σηκώθηκε από τους ουρανούς κι άναψε το τσιγάρο του πάνω στην φωτιά που μόλις είχε ρίξει.

Μετά επήλθε το τέλος του κόσμου.
.......

10/8/10

Περί έρωτος (απατηλού)

Το λοιπόοον...έχω ένα φίλο μου, τον Πάνο, Κρητικός τη καταγωγή, αλλά ο καημένος ήθελε να το βάλει λίγο μέσα να του μουλιάσει γιατί είχε ξεραθεί στο ίδιο το αυλάκι συνεχώς όσο και αδιαλείπτως και δια τούτο το κανόνισε το συμβάν με τη μανίτσα που τον χαλβάδιαζε καιρό τώρα μη γελιόμεθα κι ότι εχάλευε και αυτή το ήβρε. Με αποτέλεσμα να πουλάει ούτος έρων και να αγοράζει κι εκείνη ακριβώς, πλην όμως είδος πολυτελείας καθόσον καιρό είχαν να δουν τέτοια γλέντια και πού και το πρόβλημα θα μου πείτε. Πουθενά εντελώς το πρόβλημα κύριοι και κυρίες και δεσποινίδες μου με τα σκυλάκια σας τα λουσμένα, κι όταν χαίρονται δύο νέοι βαράει βλογισιές κι ο Άγιος από το κόνισμα, αλλά έλα μου που ο νέος ήτο νυμφευθείς προ διετίας διαθέτων και μπαγασάκο που άρχιζε ήδη να κόβει βόλτες κράζοντα, (βοώντα κεκραγότα), «μπαμπά!».
Παμ παρακάτω. Το λοιπόν ούτη τις αγορές έρωτος τις αποταμίευε και τις εφύλαε και δια αργότερα, σχεδιάζουσα ποιος ξέρει τι διάφορα στην κεφαλή της, αλλά μετά γιοκ, σώθηκε το πράμα, σκάρτο το ντίλι και μην τον είδατε και μην τον απαντήσατε τον πλανόδιο τον Παναγή. Άρα μου η ξανθούλα εκνευρίσθη δικαίως όσο και ορθώς κι εμήνυσε και στεγνώς αποπάνω εις την σύζυγον αυτού, μέσω της τεχνολογίας, του φέισμπουκ ντε (τι διάολος κι αυτός θεέ μου) περί τα καθέκαστα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Η ερωτευμένη νυμφομανής να προσβάλλει ευθέως το στεφάνι του καλοκάγαθου όσο και παντελώς αθώου νεανία και να τον πηγαίνει η γυνή αυτού πίπα - κώλο κάτι μηνάκια τώρα. Το κοπέλι κοντεύει να του στρίψει εντελώς ούτως ειπείν από το αδύναμο φύλο (είμαστε κι εμείς, αλλά είναι κι αυτές ε;....) και να πέσει κι άρρωστος χάμου, λεβέντης μωρέ, κυπαρίσσι δυόμιση μέτρα. Κρίμα μέγα και άδικον. Κι όλα αυτά διατί αγαπητοί μου; Διότι θέλησε ο κακορίζικος (μόνος ούτως άλλωστε ή μήπως όλος ο ντουνιάς, αρσενικά και θηλυκά από βοράν ίσαμε παρακάτου;) να τον βάλει λίγο μέσα, να του μουλιάσει μωρέ λίγο σε άλλο βάζο με σαλαμούρα. Φεύ.....
.......