28/6/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ

Είναι όλα έτοιμα για την συνεστίαση. Τα τραπέζια είναι φορτωμένα με όλα τα απαραίτητα σερβίτσια και χαρτιά στα οποία αναγράφεται το όνομα αυτού που του ανήκει η θέση αυτή προσωρινά, μόνο γι’ απόψε. Είναι μικρά τα τραπέζια και στρογγυλά έτσι ώστε όλοι να μπορούν να βλέπουν όλους, και τους έξι για την ακρίβεια, κι απ’ την άλλη όλοι να είναι πλάτη στους υπόλοιπους της συνεστίασης. Ο φωτισμός χαμηλός, ο χώρος ανοιχτός και αποδεκτικός στις παραξενιές του καιρού, πλαισιωμένος από κιτς στολισμό και φράχτη, για να μην ξεφύγει κανείς ίσως. Και μια πισίνα.
Ο κόσμος καταφτάνει, ο γάμος έχει τελειώσει από ώρα. Τα πρώτα πιάτα αδειάζουν σαλιώνονται χτυπιούνται ακαταπαύστως μέχρι, προσωρινά, να ηρεμήσουν τα στομάχια ν’ αρχίσουν οι συζητήσεις και να καίγονται τσιγάρα ανάμεσα σε κιτρινισμένα δάχτυλα κυρίων οι οποίοι παρευρίσκονται μετά τις κυρίες τους. Κι αυτές έχουν κιτρινισμένα δάχτυλά από τσιγάρα πιο λεπτά όμως. Και φινετσάτα.
Έφτασε το νιόπαντρο ζεύγος. Ο γαμπρός καλοξυρισμένος και με ύφος μοντέρνου γιάπη. Δεν τον γνωρίζω, εγώ μουσική ήρθα να παίξω. Μπορεί ο άνθρωπος να θέλει να δείχνει έτσι, κι εγώ ο λέτσος μουσικός μπορεί να έχω μεγαλύτερες καταθέσεις στην τράπεζα. Σημασία έχει το ύφος. Η νύφη απ’ την άλλη φαίνεται να έχει άλλον αέρα. Πιο άνετη με τις κυριλέ καταστάσεις, άσχετα από το γεγονός ότι οι περισσότεροι εδώ πέρα είναι μεροκαματιάρηδες που έχουν ένα καλό κουστούμι για τέτοιες περιστάσεις. Αυτή ξέρει. Ξέρει ποιοι είναι του κύκλου της και ποιοι είναι οι απαραίτητοι συγγενείς που θα ήρθαν από υποχρέωση. Υποχρέωση του πατέρα της σ’ αυτούς, υποχρέωση αυτών στον πατέρα της. Η μητέρα της, όπως όλες οι γυναίκες πλουσίων, γυναίκα κηφήνας με κιτρινισμένα δάχτυλα από λεπτά τσιγάρα. Και ήρεμη φωνή.
Η μουσική ξεκίνησε ζητώντας απ’ τον κόσμο να σηκωθεί να χορέψει για τη χαρά των νιόπαντρων και για υποχρέωση προς τον πατέρα της. Μια παρέα παιδιών, τριαντάρηδες δηλ., που κάθονται μπροστά μου έχουν ήδη πιει κάμποσα ποτήρια κρασί και ξεφαντώνουν σχεδόν άγρια. Από τα πρόσωπά τους φαίνονται να ανήκουν στον κύκλο της νύφης, νεόπλουτοι οι οποίοι θα μπορούσαν να κάνουν τις πιο παράτολμες τρέλες μπροστά στα δαγκωμένα χείλη των συντηρητικών και συγκρατημένων μεροκαματιάρηδων και στα συγκαταβατικά και δουλεμένα στην ψευτιά χαμόγελα του συναφιού τους. Το πρωί βεβαίως θα πουλάνε και θ’ αγοράζουν μετοχές στο κινητό βολτάροντας με πάλλευκα σκάφη το Αιγαίο. Ίσως όμως να μην είναι έτσι. Μπορεί να έχουν καταχρεωθεί για κουστούμι και δανειστεί χρήμα έτσι ώστε να κάνουν καλή εντύπωση. Σημασία έχει το στυλ. Και το ύφος.
Έχουμε σταματήσει την μουσική και κάνουμε ένα πεντάλεπτο διάλλειμα. Επικρατεί ευθυμία αλλά χωρίς να γίνεται ενοχλητική φασαρία. ‘Ένα μηχανάκι ακούστηκε απ’ έξω απ’ τον τζαμένιο φράχτη. Φρένα απότομα κρούση σφοδρή με αμάξι κι ένα σώμα στον αέρα καταλήγει στον φράχτη. Το τζάμι διαπέρασε το στήθος του παιδιού διώχνοντας την ψυχή του απ’ την πίσω μεριά του κορμιού του. Το νεκρό σώμα ξάπλωσε στον φράχτη. Το κεφάλι ήταν στραμμένο προς το πλήθος πλημμυρισμένο από γαλήνη πια, μετά τον στιγμιαίο πόνο, κι οι κόρες των ματιών του έμειναν καρφωμένες να κοιτάν τον πατέρα της νύφης. Χωρίς υποχρέωση.
Ο κόσμος όπως ήταν φυσιολογικό τρόμαξε. Αυτοί που καθόταν πολύ κοντά στον φράχτη απομακρύνθηκαν πανικόβλητα, τα κλάματα πήραν την θέση της μουσικής τα παιδιά τρόμαξαν, κάποια έπεσε πισωπατώντας στην πισίνα, ξερατά παντού, φωνές, παγωμάρα , «και τώρα τι θα γίνει με τον γάμο;» σκέφτηκαν πολλοί, ο ιδιοκτήτης του χώρου έπαιρνε παντού τηλέφωνα «ας τον πάρει κάποιος μην χαλάσει η φήμη του μαγαζιού μου» λέω εγώ αντί γι’ αυτόν, ο καραφλός δίπλα μου «μετανάστης είναι καλά να πάθει» σκεφτόταν αδιάλειπτα. Κι όμως οι περισσότεροι στενοχωρήθηκαν πραγματικά, οι περισσότεροι θα πήγαιναν στο νοσοκομείο να δουν τι θ’ απογίνει, μήπως την γλυτώσει. Αλλά ή νύχτα είναι αφιερωμένη στη χαρά των παιδιών που παντρεύτηκαν. «Και τι φταίμε εμείς που αυτός οδηγεί απρόσεκτα;», «γιατί να σταματήσουμε τη διασκέδαση. Πρώτη φορά τον βλέπουμε. Λυπούμαστε όμως πολύ. Να η γυναίκα μου κλαίει.», «κρίμα το παιδί. Κρίμα. Τον πούστη τον οδηγό που σπίνιαρε κι έφυγε. Καρκίνος στο σπίτι του.», «ότι πουν τα παιδιά κι οι γονείς τους θα κάνουμε. Αυτοί αποφασίζουν». Να μερικές σκέψεις που θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Κι αυτό, το άψυχο σώμα με ένα γαλήνιο ύφος, μωρουδίστικο σχεδόν μας έβλεπε και δεν καταλάβαινε τίποτα.
Αφού τον πήρε το ασθενοφόρο και έγιναν οι απαραίτητες ερωτήσεις από την αστυνομία σηκώθηκε ο πατέρας της νύφης και είπε. «Όλοι μας νιώθουμε παγωμάρα όλοι μας σοκαριστίκαμε. Όμως είμαστε για άλλον λόγο εδώ. Εγώ θα πρότεινα το γλέντι να συνεχιστεί. Μακάρι ο θεός να αναπαύσει το άτυχο παιδί» Σιωπηλά συμφώνησαν όλοι. Συνεχίσαμε την μουσική και το κέφι με την ώρα άρχισε να ζεσταίνεται, όχι όπως πριν όμως. Κι όμως κάποιοι έφυγαν και κάποιοι άλλοι που έμειναν ήταν σιωπηλοί κι αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλο. Κι έμειναν γιατί; Τέλος πάντων έτσι κάπως ήμουν κι εγώ. Δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω γι’ αυτό που έκαναν. Ήταν ένα εντελώς τυχαίο περιστατικό που στην πιο μακάβρια σκέψη δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Και να χαλάσει η διασκέδαση γι’ αυτό; Απ’ την άλλη όμως αν ήταν κάποιο παιδί του συναφιού τους, κι ας μην το ξέρανε καλά θα συνεχίζανε; Εγώ έκλεισα τα μάτια κι έπαιζα εντελώς ασυναίσθητα προβληματισμένος κι αηδιασμένος με τον εαυτό μου που έκατσα εκεί για να μην χάσω το νυχτοκάματο. Κι εκεί ζαλισμένος απ’ τις σκέψεις έβλεπα τα ζειμπέκικα του γαμπρού ανακατεμένα με το χαμόγελο των γονιών του και το κενό βλέμμα του νεκρού υπό τον ήχο κομπολογιού να με πλησιάζουν και να νιώθω ότι το κεφάλι μου θα σπάσει. Τότε έσκυψα μπροστά και ξέρασα πάνω μου.
.......

24/6/10

Flantza viarnte nti Sikara*

Καίω φλάντζες
ενώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου
μετρώ τους αμέτρητους θανάτους μου
και φαντάζομαι τις ατέλειωτες βυζάρες σου.
Χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο
όταν σκάει μπροστά μου η ανυπόφορη εικόνα σου
με τα σφιχτά σου μπούτια
το φουσκωτό το μουνάκι
και το βλέμμα που σε βιδώνει εις την θέσιν σου.
Βαράω το λαγούτο αφρίζοντας
ακούω κι ηλεχτρισμούς τρίζοντας
μουγκρίζω και μουγκανίζω,
σα μωρό παιδί (χεχε)
και καθώς τελικά
βαράω και μια μαλακία να τελειώνουμε για σήμερα
βλέπω, στο αδύνατο να πέσει -μια που δεν ευχαριστήθηκε χωρίς συναίσθημα το πουλάκι μου- πουλί μου
εσένα να γελάς από μακρυά
μνησίκακα
να μου σκίζεις τα φυλλοκάρδια, πάλι
και πάλι (και πάλι)
άκαρδη,
σκληρόκαρδη,
γιατί είσαι, έτσι; - άλλο τώρα πώς φέρομαι εγώ
βλέπω λοιπόν,
βλέπω λέω, τελικά
κατάματα τον εαυτό μου,
σαν αυτό που πραγματικά είμαι:
ένας απλός
τυπικός
μικρούλης
παπάρας. :)

(κάνε γεια στο θείο!)





(ο δεύτερος και τρίτος στίχος είναι από το «Τρανζίστορ» του Μ. Σαχτούρη)

*Ο τίτλος είναι από παραδοσιακό Βλάχικο του Μετσόβου που αγνοώ το νόημά του, όποιος έχει καμιά ιδέα ας μου πει. Ακούστε το από δω. Ωραία εκτέλεσις.
.......

16/6/10

Ένα όνειρο που το είδα χτες

Σε μια θάλασσα το βράδυ σκαρφαλωμένος σε δυο πανύψηλα πλαίσια ορθογώνια σιδερένια που τα έβρεχε από χαμηλά το κύμα και πέφτοντας στη θάλασσα τα γκρέμιζα κι αυτά με το βάρος μου, που ήταν και ο σκοπός της παράξενης διαδικασίας. Ένας γκριζομάλλης μεσήλικας κατηύθυνε από πιο μέσα από το άκρο και μας κοιτούσε με αινιγματικό χαμόγελο που σήμαινε διάφορα μπορεί όμως ίσως και γνώση. Γκρέμιζα τα σίδερα με τινάγματα των ποδιών και πέφταμε όλοι μαζί στο βυθό ανάκατα άτομα δύο-τρία, άντρες, γυναίκες όμορφες με σγουρά μαλλιά που ισορροπούσαν ως τώρα πανω στην κόχη μέσα σε αφρούς πέτρες και μπάρες που ενώ εγώ που φοβάμαι τη μαύρη τη θάλασσα ανέβαινα πάνω τελικά πιο άνετα από ποτέ. Σε λίγο επαναλάμβανα τη διαδικασία και κινήσεις με σοβαρότητα σπρώχνοντας σίδερα που γκρεμίζονταν ακόμα πιο δύσκολα που όμως κι αυτά τελικά έφευγαν γλιστρώντας και ανεβαινα και πάλι στην κορυφή ξανά γιατί και ξανά τα είχα καταφέρει εγώ μόνος μου παραδόξως. Αλλά κι οι άλλοι ακολούθαγαν. Ξυπνάω καθώς βλέπω να ανεβαίνω από τον μαυροπράσινο πυθμένα προς την επιφάνεια κοιτώντας ψηλά το θαμπό φως που ερχόταν από πάνω μου και που τρυπούσε το νερό σαν δέσμη αμυδρή στο χρώμα λευκή από ακτίνες.
.......

6/6/10

χτες βραδυ

χτες βραδυ
ντραπηκα για μενα
κοιταξα στον καθρεφτη εμενα
τα ματια ηταν παραξενα
εκαιγε μεσα τους μια αχτιδα
αλλιωτικη
ξαφνιαστηκα με μενα
ειδα σ΄αυτα κατι ως τωρα
ανεκφραστο απο μενα
αγνωστο
να διαπερναει το χρονο το τζαμι
με κοιταξε κι αυτο
εμενα
μεσα απτον καθρεφτη
ηταν ομως μια ωρα δεδομενη
δεν ημουν ο ιδιος ιδιος ιδιος
οπως ειχα αλλοτε υπαρξει
εκλαψα
για μενα
για αυτο που ειδα
για αυτο που καταλαβα
εκλαψα
εφυγα απτον καθρεφτη
εσβησα γρηγορα το φως
βγηκα εξω
εκανε ηδη κρυο
στον κολπο η θαλασσα
βαθια μαινοταν


.......