24/1/10

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Σ’ ένα θεό ετάχτηκα θυσία να του κάνω
Αργά αργά ξεκίνησα και μ’ έπιασε η νύχτα
Στο δρόμο όπου βρέθηκα μόνος να περπατήσω
Δεν έτυχε ποτέ ξανά μονάχος να περάσω
Κι έχει και κρύο κι ο αχός θολός θολός μου βγαίνει
Καχύποπτο το βήμα μου εχθροί είναι τριγύρω
Τρείς ύαινες μ’ ακολουθούν τα χνώτα μου μυρίζουν
Βαδίζω αδιάφορα τα μάτια τρεμοπαίζουν
Αριστερά και δεξιά
Δίχως του κεφαλιού να φαίνεται μια κίνηση
Αθόρυβα οι ύαινες κοντά μου πλησιάζουν
Στρέφομαι προς το μέρος τους για λίγο πίσω κάνουν
Ορμώ ορμώ και χύνομαι, την πρώτη αγκαλιάζω
Τα δόντια μου στη σάρκα της βαθιά μέσα βουλιάζω
Κρατώντας τα δυο πόδια της που παν να ξεγλιστρήσουν
Μα η ψυχή σιγά σιγά το μονοπάτι βρίσκει
Και βγαίνει από του θεριού, τη σάρκα μες στο αίμα
Τότε τα δύο πόδια της άλλο δεν την κρατούνε
Και το κορμί με θόρυβο πάνω στο χώμα πέφτει
Το τελευταίο βογγητό επιθανάτιος ρόγχος
Υπόκωφος
Σηκώνομαι, το χέρι μου αμέσως κοκκινίζει
Καθώς από τα χείλη μου θεριού ξερνώ το αίμα
Το φτύνω μες στη χούφτα μου κι όλο το πασαλείφω
Στο πρόσωπο και στα μαλλιά και στ’ ακροδάκτυλά μου
Κλείνω τα μάτια κι ήσυχα την προσευχή μου κάνω
Σ’ ένα θεό, φονιά θεό, που μ’ έχει τιμωρό του
Το χέρι μου είναι χέρι του το μίσος ειν’ δικό του
Ακούραστα την κυνηγώ τη δεύτερη στο δάσος
Πριν να βραδιάσει ήτανε η μισή μες στην κοιλιά μου
Και ύστερα ξαπόστασα κι έπιασα το τραγούδι
Καθώς πάνω μου μπλέχτηκε από ζώα δυο το αίμα
Κι από την ώρα την πολλή άρχισε να ξεραίνει
Στο δέρμα μου το πιο πολύ στο πρόσωπό μου απάνω
Εκεί τα μάτια έκλεισα ο ύπνος να με πάρει
Την άλλη μέρα το πρωί κινώ να βρω την τρίτη
Η μέρα ήταν πιο ζεστή μα οι φυλλωσιές των δέντρων
Εκάνανε το βήμα μου πιο εύκολο να γίνει
Βρίσκω την τρίτη ατάραχη στα μάτια με κοιτάει
Σε μια κουφάλα κάθεται κι αρχίζει και μιλεί μου
Τα λόγια καταλάβαινα τα λόγια της μου λέγαν
«Μάθε ποιος είσαι κι ύστερα διάλεξε τους εχθρούς σου»
Το βλέμμα μου επιθετικό τα χείλη μου σφιγμένα
Εκείνη ήταν ακίνητη ψυχρή και ξαπλωμένη
Τα μάτια της τα μάτια μου φαίνετ’ αναζητούσαν
Μα ούτε στιγμή δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου
Τα λόγια αυτά που άκουσα τι άραγε σημαίναν
Κι ακόμα πώς το μπόρεσα λόγια να καταλάβω
Ύαινας λόγια που θεριά δεν τα καταλαβαίνουν
Απάνω της εχίμηξα
Με τα δικά μου κοφτερά τα δόντια και τα νύχια
Την έσφαξα τα μούτρα μου έχωσα στην κοιλιά της
Εκεί λοιπόν που τ’ άψυχο το σώμα της κειτούσε
Πρώτη φορά το πρόσεξα τα νύχια της πως μοιάζουν
Τα νύχια της τα χρώματα με τα δικά μου μοιάζουν
Κι έτρεξα λίγο παρεκεί που ήταν ένα ρυάκι
Να δω ήθελα αν το πρόσωπο που ολ’ αυτά σας λέει
Αν ύαινας είναι πρόσωπο
Το ρυάκι όμως ήτανε καιρό πια στερεμένο
Γιατί μήνες δεν έβρεξε στο ξεχασμένο δάσος
Με προσευχές προς τους θεούς που λίγοι τις γνωρίζουν
Να ξεδιψάσουν τα θεριά, ζητούσα, απ’ το ρυάκι
Τρείς μέρες προσευχόμουνα την τέταρτη το χάραμα
Ακούστηκε ένας θόρυβος μ’ όρμητικό να μοιάζει
Νερό που με ταχύτητα τ’ αυλάκι κατεβαίνει
Νερό πολύ, ξεχείλισε το δάσος να το πνίξει
Λίγο σαν ήρθε στην αρχή πρόλαβα να κοιτάξω
Πριν έρθει το ορμητικό νερό για να με πνίξει
Θυσία να γίνω σε θεό φονιά και ξεχασμένο
Κι είδα πως ήμουν ύαινα όμοια με τις άλλες
Τότε μόνο κατάλαβα τα λόγια τι σημαίναν


4 σχόλια:

  1. Carnellio, προσωπική μου αίσθηση πως το δάσος σου (της ανάρτησης) είναι το δάσος του νου, αυτής της πολύπλοκης κατασκευής που συνιστά την αιτία του δράματος αυτού του κόσμου αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτό παίζεται. Το δάσος, η σκοτεινιά του, και ο τρόμος όσων περικλείει στα βάθη του. Συνειδητά η όχι (δεν μπορώ να γνωρίζω αλλά δεν έχει και καμιά σημασία ως προς το αποτέλεσμα), πετυχαίνεις να φτειάξεις ένα σκηνικό που αναπαριστά μέσα από σύμβολα σκληρές πραγματικότητες οι οποίες μας προκαλούν όλο τον πόνο που μπορούμε να νιώσουμε κατά τη σχιζοειδή σύγκρουση με έναν μέσα εαυτό -ένα σκηνικό που κείνει φορές, γίνεται ελάχιστο, και κοιτάμε σαν μέσα από μια χαραμάδα τον εαυτό αυτόν. «Κι είδα πως ήμουν ύαινα όμοια με τις άλλες»… άψογο.
    (Κι αν με όσα λέω είμαι εκτός των προθέσεών σου, μιας και είναι ποίημα, μιας και το ποίημα έχει διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης, πάλι όπως και να 'χει μου μίλησε το δάσος σου και κατά τον τρόπο που προανέφερα)
    Τολμηρό, δυνατό, ζωντανό κείμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ κύριε Γεωργίου για τα καλά σας λόγια. Η αλήθεια είναι πως έχετε κάνει κελύτερη ανάλυση απ' ότι θα μπορούσα εγώ. Είχα σκεφτεί περισσότερο το θέμα της έλλειψης στοιχειώδους αυτογνωσίας και σε πόσα εγκλήματα μπορεί να οδηγήσει. Εκτός αυτού ήθελα να είναι και ένα έμμετρο παραμύθι που σημαίνει ότι μπορεί να μην είχα σκεφτεί όλ' αυτά που σας έγραψα στην προηγούμενη πρόταση. Το θέμα είναι ότι δεν θυμάμαι γιατί πάνε 3 χρόνια από τότε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το έγραψα καθώς εκτελούσα την υπηρεσία του θαλαμοφύλακα στο στρατό που σημαίνει ότι μπορεί να σκεφτόμουν το οτιδήποτε.
    Αυτό που με ενδιαφέρει όταν γράφω κάτι είναι κείνη την ώρα, της γραφής δηλ.,να με πλημμυρίζει ένα έντονο συναίσθημα το οποίο είναι ανακάτεμα πίεσης, συγκίνησης, και διάθεσης του κειμένου. Όποτε είναι αυτό το ανακάτεμα έντονο νιώθω σιγουριά γι αυτό που γράφω, άσχετο αν αρέσει ή όχι. Θέλω να πω ότι δεν τα πολυαναλύω αυτά που γράφω απλά προσπαθώ να ταυτίζομαι με τους ρόλους.
    Ευχαριστώ και πάλι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μια παράκληση μόνο Carnellio, αν μου επιτρέπεις. Όχι κύριε και όχι πληθυντικός. Νιώθω άβολα. Ειλικρινά. Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα κύριος. Κι εγώ στον ενικό σας απευθύνομαι (εσένα και του χ.ζ.) γιατί σας διάβασα, μου αρέσετε πολύ, και όλο αυτό είναι ένα πλησίασμα που ο πληθυντικός ταράζει σαν κλοτσιά στ' αρχίδια. Φιλικά πάντα και για την παράκληση όπως νιώθεις καλύτερα.
    Δεν έχει καμία απολύτως σημασία το αν σκέφτηκες κάτι από όσα λέω, στα σίγουρα είναι δικές μου ερμηνείες -που άλλοτε μπορεί να διεισδύουν και να αγγίζουν κάτι από αυτό με το οποίο συνευρίσκονται, κι άλλοτε να είναι καθαρές ανοησίες- αφού δεν το γέννησα εγώ αλλά προσπαθώ να το νιώσω και να πάρω κάτι από τη στιγμή της εμπειρίας της γέννας σου. Το σίγουρο είναι πως είναι δικό σου, κομμάτι της σάρκας σου.
    «Αυτό που με ενδιαφέρει όταν γράφω κάτι είναι κείνη την ώρα, της γραφής…». Γι' αυτό αυτά που γράφεις είναι πολύ καλά. Έχω διαβάσει και τις άλλες δημοσιεύσεις σου εδώ και πραγματικά βρήκα πράγματα που γούσταρα αρκετά -μόνο που δεν συνέβη να σχολιάσω κάτι ακόμα.
    Σε καμία περίπτωση δεν μιλώ ούτε ως η ελάχιστη αυθεντία σε κάτι. Σχολιάζω ό,τι με παρακινεί και μόνο όταν έχω διάθεση να συνομιλήσω, και να πω και κάτι που να προκύπτει από πάλη με το κείμενο. Ομολογώ ότι πίεση και συγκίνηση και «υπαρξιακό τρόμο» ένιωσα σαν σε διάβαζα.
    Έχει ενδιαφέρον που το έγραψες στον στρατό. Μέσα στη γενική και ολοκληρωτική μαλακία του στρατού είχες το λιγότερο δυο σπουδαίες ώρες με τα σωθικά σου. Και τις μοιράστηκες με μία δημοσίευση.
    Να 'σαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή