26/12/10

Προσευχή

Την ώρα που η μεγάλη άρκτος
ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα
σκέφτομαι να τη φουντάρω τελικά από το μπαλκόνι
στη μικρή αυτή πόλη ή μεγάλο χωριό
ή σκόρπια σπίτια - πέστο όπως θες
ύστερα από όλες τις τρύπες που κατοίκησα τόσα χρόνια.
Ενώ ποτέ μου δεν έψαξα τα αστέρια
το φωτεινό σχήμα ερωτηματικού
απόψε με άγγιξε.
Είδα λοιπόν ένα κομμάτι βαθύ ουρανό,
αστέρια ψυχραμένα,
αδιάφορα
να με κοιτούν, δεν είδα όμως
εσένα, τρεμάμενο άστρο του μυαλού μου
που ηχείς σαν φωνή θολωμένη πίσω από το βουνό,
που σε ακολουθώ πάλι
κι αυτό το ήρεμο βράδυ που
ακούγεται ο γρύλλος και
δε θα τη φουντάρω τελικά
που θα με σώσεις
που θα φανταστώ πάλι τη σφαίρα στο κεφάλι μου
και φωτιά στις δίπλα πλαγιές
που η καταστροφή θα μείνει μια σκέψη μετέωρη
σαν προσευχή,
όπως όταν πηγαίναμε στο δημοτικό μικροί,
θυμάσαι; (αλίμονο, θυμάσαι)
που θα με συντροφέψει στο σκοτάδι γλυκά
σαν κρυφές τελευταίες λέξεις,
σαν τραγουδάκι σιγανό, γλυκό στο προσκεφάλι
σαν λόγια απαλά, ζεστά ψιθυριστά ειπωμένα
λίγο πριν έρθει τελικά
κι αυτό το βράδυ ο ύπνος.
.......

15/12/10

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Ήταν αδέρφια και τα τέσσερα. Γεννήθηκαν σε σπίτι αρχοντικό μιας κι ο πατέρας ήταν αρχηγός ολόκληρης περιοχής δεκαπέντε μεγάλων χωριών. . Όμως επειδή δεν ήταν γέννημα της επίσημης γυναίκας του αλλά της ερωμένης του και φυσικά δεν ήθελε ο διάδοχος του να χαρακτηριστεί μπάσταρδος περίμενε να μεγαλώσουν πρώτα και ύστερα τα εξόρισε. Οι ηλικίες τους τότε ήταν δώδεκα χρονών τα δίδυμα, έντεκα ο τρίτος και πέντε η μικρούλα. Σ’ αυτήν εδώ την αυλή τα πρωτοείδα με σκυμμένο το κεφάλι να διώχνονται απ’ τους φρουρούς σαν να ήταν εγκληματίες, αφού πρώτα παράστηκαν σαν μάρτυρες στην εκτέλεση της μάνας τους από το χέρι του άρχοντα. Σ’ αυτήν εδώ την αυλή που τα φιλοξένησα τόσες φορές στον ίσκιο μου. Σ’ αυτήν την αυλή του αρχοντικού του πατέρα τους.
Απ’ όσα άκουγα κατά καιρούς από πληροφοριοδότες του άρχοντα, είχαν περιπλανηθεί πολύ καιρό ζώντας κακουχίες κάθε είδους. Τελικά βρήκαν στέγη σε κάποιον άλλο άρχοντα ο οποίος για πονηρούς βέβαια λόγους τα κρατούσε και τους φερόταν πριγκηπικά. Ο εδώ άρχοντας καταλάβαινε τους λόγους αυτούς χωρίς πολύ δυσκολία και μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που τα εξόρισε με τόση σκληρότητα. Δεν μετάνιωσε από αγάπη αλλά από φόβο. Ήξερε ότι το μίσος τους γι’ αυτόν δεν είχε περιθώρια συγχώρεσης κι ότι κάποια στιγμή θα ζητήσουν εκδίκηση. Μάθαινε από κάθε είδους κατασκόπων ότι οι τρεις γιοί του είχαν κάνει σκληρή εκπαίδευση σε όλα τα όπλα της εποχής κι ότι η κόρη του ήξερε τις πιο απόκρυφες μαγικές γνώσεις. Κληρονομικό αφού κι ο ίδιος γνώριζε την γλώσσα του κορακιού και της αλεπούς. Και τα δύο τα είχε χρησιμοποιήσει σαν κατασκόπους αφού ο φόβος του είχε γίνει εμμονή. Κάποτε ένα κοράκι μου ψιθύρισε ότι τον άκουσε να λέει ότι έπρεπε να τα είχε σκοτώσει κρυφά, και τα τέσσερα, από τότε. Κάποτε είκοσι αλεπούδες είχαν μαζευτεί γύρω του και διατάχτηκαν να φέρουν βοτάνια και άλλα μαγικά φυτά που μόνο αυτές γνώριζαν ούτως ώστε να τον μεταμορφώσουν σε αγέρα. Αλλά και οι είκοσι βρέθηκαν νεκρές στο πρώτο βήμα που έκαναν έξω απ’ το αρχοντικό χωρίς ίχνος βίας πάνω τους. Μάγια είπαν και ο φόβος κυρίεψε τους πάντες. Μετά από καιρό αφού δεν ξανασυνέβη κάτι παρόμοιο ο φόβος μετριάστηκε. Τυχαίο είπαν, το γεγονός με τις αλεπούδες.
Τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά την εξορία, σ’ αυτήν εδώ την αυλή, στην ρίζα μου, κάτω απ’ την παχιά σκιά μου, ο άρχοντας πεσμένος παρακαλετά ζητάει λύπηση για τη ζωή του. Ειρωνεία. Αυτή η σκηνή είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν όταν κοιμόταν ο άρχοντας εδώ, κάτω απ’ την ίδια παχιά σκιά και ξέφρενα πετάγονταν απ’ τον εφιάλτη του, παρακαλώντας να ζήσει. Εφιάλτης τότε, πραγματικότητα τώρα. Δεν ξέρω αν το σκέφτεται καθόλου κι ο ίδιος. Θα γελούσε φαντάζομαι μ’ αυτήν την ειρωνεία. Τα τέσσερα παιδιά του τον έχουν περικυκλώσει. Χωρίς να λένε τίποτε, οι τρεις με τα σπαθιά τους κι η κόρη με την ηρεμία της, είναι έτοιμοι να τον αποτελειώσουν. Πίσω τους, δεκαπέντε πτώματα σφαγμένα απ’ τα υικά σπαθιά. Κι όπου δεν έφταναν τα σπαθιά έφταναν τα μάγια της μικρής.
-Πατέρα σε επισκέφθηκα πολλές φορές στο παρελθόν, είπε η μικρή ατάραχη και ψυχρή, ως κοράκι βέβαια.
Αυτός ούρλιαξε, αλλά τα παιδιά του αμίλητα κι αποφασιστικά, τον αποκεφάλισαν. Ύστερα έκαψαν το σπίτι και τώρα φεύγουν δικαιωμένοι. Καθώς βλέπω τις πλάτες τους, η μικρή κοντοστέκεται γυρίζει και με κοιτάζει με συγκίνηση.
-Το ήξερα απ’ την αρχή πως ήσουν εσύ το κοράκι που μου ψιθύρισε, είπα με την άηχη φωνή μου.
Φεύγει κι αυτή και μένω μονάχο μου με τον άνεμο και τα πτώματα.
.......

6/12/10

Kenneth Rexroth: Thou Shalt Not Kill (Κένεθ Ρέξροθ, Ου φονεύσεις, μτφρ. χ.ζ).

(δημοσιεύτηκε στο τεύχος 43 του περιοδικού «Μανδραγόρας»)

ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ

Εις μνήμην Ντύλαν Τόμας


Δολοφονούν τους νέους.
Μισόν αιώνα τώρα, κάθε μέρα,
τους κυνήγησαν και τους σκότωσαν.
Τους σκοτώνουν τώρα.
Αυτή τη στιγμή, σε όλο τον κόσμο,
σκοτώνουν τους νέους.
Ξέρουν δέκα χιλιάδες τρόπους για να τους σκοτώσουν.
Κάθε χρόνο εφευρίσκουν καινούριους.
Στις ζούγκλες της Αφρικής,
στους βάλτους της Ασίας,
στις ερήμους της Ασίας,
στις στρούγκες των σκλάβων της Σιβηρίας,
στις φτωχογειτονιές της Ευρώπης,
στα νυχτερινά κλαμπ της Αμερικής,
οι δολοφόνοι έχουν δουλειά.
Λιθοβολούν τον Στέφεν,
τoν εξορίζουν από κάθε πόλη του κόσμου.
Κάτω από την ταμπέλα «Καλωσορίσατε»,
κάτω από το έμβλημα του Ρόταρι,
στις εθνικές οδούς, στις λεωφόρους,
το σώμα του κείτεται κάτω από τις πεταμένες πέτρες.
Ήταν γεμάτος πίστη και δύναμη.
Έκανε θαύματα μέσα στους ανθρώπους.
Δε μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία του.
Δε μπορούσαν να αντέξουν το πνεύμα που μίλαγε.
Φώναζε στο όνομα
της Σκηνής του Μαρτυρίου στην ερημιά.
Τους έσφαξε στην καρδιά.
Έτριξαν τα δόντια τους εναντίον του.
Ούρλιαξαν με δυνατή φωνή.
Βούλωσαν τα αυτιά τους.
Όρμησαν πάνω του όλοι μαζί.
Τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον λιθοβόλησαν.
Οι μάρτυρες ακούμπησαν τα ενδύματά τους κοντά
στα πόδια ενός άντρα που το όνομά του ήταν το δικό σου όνομα -
Εσύ.
Εσύ είσαι ο δολοφόνος.
Εσύ σκοτώνεις τους νέους.
Εσύ ψήνεις το Λώρενς στη σχάρα.
Όταν απαίτησες σου αποκάλυψε
τους κρυμμένους θησαυρούς του πνεύματος,
σου έδειξε τους φτωχούς.
Έταξες την καρδιά σου εναντίον του.
Τον άρπαξες και όρμησες με οργή.
Τον έψησες σε σιγανή φωτιά.
Το λίπος του έσταξε και χύθηκε στη φωτιά.
Η μυρωδιά ήταν γλυκιά στη μύτη σου.
Σου φώναξε,
«Ψήθηκα από αυτή τη μεριά,
γύρνα με και φάε,
Εσύ,
φάε από τη σάρκα μου.»
Δολοφονείς τους νέους.
Χτυπάς το Σεμπάστιαν με βέλη.
Κράτησε την πίστη ακλόνητη μέσα στον κατατρεγμό.
Πρώτα τον κάρφωσες με βέλη.
Μετά τον χτύπησες με ρόπαλα.
Μετά τον πέταξες στον υπόνομο.
Δε φοβάσαι τίποτα περισσότερο από το θάρρος.
Εσύ που αποστρέφεις τα μάτια
στη γενναιότητα των νέων.
Εσύ,
Η ύαινα με το γυαλισμένο πρόσωπο και το παπιγιόν
Στο γραφείο της δισεκατομμυρίου δολλαρίων εταιρείας
αφιερωμένης στις υπηρεσίες,
Το όρνιο στάζοντας κουφάρι
Επιμελώς ατημέλητα τυλιγμένος σε υφάσματα εισαγωγής
δίνοντας διαλέξεις για την Εποχή της Αφθονίας
Το τσακάλι στη σταυρωτή καπαρντίνα
Γαβγίζοντας από τηλεχειριστήριο
Στα Ηνωμένα Έθνη
Το βαμπίρ καθισμένο στην άκρη του καναπέ
σημειωματάριο στο χέρι, παίζοντας με τον απεγκεφαλωτή του
ο αυτόνομος, καλπάζων καρκίνος
το Υπερεγώ σε χιλιάδες στολές
Εσύ, ο χαφιές του Βεεμώθ,
ο δολοφόνος των νέων.





ΙΙ

Τι συνέβη στο Ρόμπινσον
που συνήθιζε να τρεκλίζει κάτω στην 8η λεωφόρο
ζαλισμένος πίνοντας μοναχικό τζιν;
Πού είναι ο Μάστερς, που έσκυβε πάνω στο
δικηγορικό γραφείο του για καταστροφικές δεκαετίες;
Πού είναι ο Λέοναρντ που θαρρούσε πως ήταν
ατμομηχανή; Και ο Λίνσεη,
σοφός σαν κύκνος, αθώος
σαν ερπετό, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Τι απέγινε ο Τζιμ Όπενχαιμ;
Η Λόλα Ριτζ, μόνη σε ένα
κρύο επιπλωμένο δωμάτιο; ο Όρικ Τζονς
που χοροπηδούσε στο σερφ πάνω στο
ένα του πόδι; Η Ελάινορ Γουίλι
που τιναζόταν σαν τον Κίρκεγκααρντ;
Η Σάρα Τίσντεηλ, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ’ εμέ.

Πού είναι ο Τζωρτζ Στέρλινγκ, αυτό το ήμερο ελαφάκι;
O Φελπς Πούτναμ που το ‘σκασε κρυφά;
O Τζακ Γουίλραϊτ που δεν κατάφερε να περάσει τη γέφυρα;
Ο Ντόναλντ Έβανς με το μπαστούνι και
το μονογυάλι, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

O Τζων Γκουλντ Φλέτσερ που δε μπορούσε
να μη ραγίσει τη δυνατή καρδιά του;
Ο Μπόντενχαϊμ σφαγμένος μέσα σε βρωμερή
εξαθλίωση; Η Έντνα Μίλεϋ που παρήγγειλε
το τελευταίο της σκέτο ουίσκυ; Η Τζένεβιβ
που αγαπούσε τόσο πολύ, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Ο Χάρρυ που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή;
Ο Χαρτ που γύρισε πίσω στη θάλασσα;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Πού είναι ο Σολ Φάναροφ;
Τι συνέβη στον Πόταμκιν;
Στον Ίσιντορ Σνάιντερ; Τον Κλοντ ΜακΚέι;
Στον Κάουντυ Κάλεν; Στον Κλάρενς Γουάινστοκ;
Ποιος τους ξαναφέρνει σήμερα στη ζωή;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.

Πού είναι ο Έζρα, αυτός ο φασαριόζος τύπος;
Πού είναι ο Λάρσον που τα ποιήματά του ήταν σαν προσευχές;
Πού είναι ο Τσαρλς Σνάιντερ, αυτό το ευγενικό
πεισματάρικο αγόρι; Ο Καρνεβάλι;
Τι απέγινε;
Η Κάρολ που ήταν τόσο όμορφη, πού είναι;
Δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ.







ΙΙΙ

Ήταν το τέλος τους μεγαλοπρεπές και τραγικό,
σαν μάσκα τυράννου;
Σαν τη μυστική χρυσή προσωπίδα του Αγαμέμνονα;
Σίγουρα όχι. Άγρυπνος όλη τη νύχτα
στο πρόστεγο, μπερδεμένος και χτυπημένος,
αιμορραγώντας από τον πρωκτό, στην
τσέπη του μια κριτική από το μόνο
συνάδελφό του που σεβόταν, «Εάν
εννοεί πραγματικά ό,τι αυτά τα ποιήματα
υποστηρίζουν, έχει μόνο μια διέξοδο - ». Προς τον
ζεστό, δριμύ ήλιο της Καραϊβικής,
προς την δριμεία, διαυγή,
αχνιστή θάλασσα. Ή ένας άλλος, ψείρες στις
μασχάλες του και στον καβάλο, σκουπίδια πεταμένα
στο πάτωμα, γκρίζα λιγδιασμένα κουρέλια στο
κρεβάτι. «Τους σκότωσα επειδή ήταν
βρωμεροί, σιχαμένοι Κομμουνιστές.
Θα ‘πρεπε να μου δώσουν βραβείο». Άλλη
μια πάλι, η Σίμενον, προφήτεψε
το τέλος της με μια ματιά. «Σε προκαλώ
να τραβήξεις τη σκανδάλη». Έκλεισε τα μάτια της
κι έχυσε τζιν πάνω στο φόρεμά της.
Το πιστόλι ταλαντεύτηκε στα χέρια του.
Τους πήρε ώρες για να πεθάνει.
Μια άλλη πήδηξε απ’ τον όροφο
κι έσπασε την πλάτη της. Της πήρε χρόνια.
Δυο έβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το νερό
στη μπανιέρα και γέμισαν τα πνευμόνια τους.
Κάποιος έπεσε κάτω στην κυκλοφορία
μιας πολυσύχναστης γέφυρας.
Κάποια άλλη, μεθυσμένη, πήδηξε από ένα
μπαλκόνι κι έσπασε το λαιμό της.
Άλλη ποτίστηκε με
βενζίνη, έτρεξε στο δρόμο φουντωμένη στις φλόγες
κι έζησε μετά στη φυλακή.
Κάποιος πήγε μόνο
μια φορά με μια ζητιάνα.
Πέθανε χρόνια αργότερα από σύφιλη
στο μυαλό και τη ραχοκοκαλιά. Δεκαπέντε
χρόνια πόνου και φτώχειας
ενώ το μυαλό του χανόταν.
Ένας προσπάθησε τρεις φορές σε είκοσι χρόνια
να πνιγεί. Την τελευταία φορά
τα κατάφερε. Κάποια άφησε το γκάζι της κουζίνας ανοιχτό
όταν δεν είχε πια καθόλου φαγητό, καθόλου
λεφτά, και μόνο μισό πνευμόνι.
Κάποια ανέβηκε στο Χάρλεμ, τα έβαλε με
τριάντα άντρες, γύρισε σπίτι και
έκοψε το λαιμό της. Κάποιος ξενύχτησε όλο το βράδυ
μιλώντας στον Χ.Λ. Μένκεν και
πνίγηκε το πρωί.
Πόσοι σταμάτησαν να γράφουν στα τριάντα;
Πόσοι πήγαν να δουλέψουν για το «Τάιμ»;
Πόσοι πέθαναν από προμετωπιαίες
λοβοτομές στο Κομμουνιστικό Κόμμα;
Πόσοι είναι ξεχασμένοι στα πίσω κελιά
περιφερειακών ψυχιατρείων;
Πόσοι ακολουθώντας τις συμβουλές των
ψυχαναλυτών τους, αποφάσισαν
ότι μια επιχειρηματική καριέρα θα ήταν το καλύτερο τελικά;
Πόσοι είναι απελπισμένοι αλκοολικοί;
Ο Ρενέ Κρεβέλ!
Ο Ζακ Ριγκώ!
Ο Αντονέν Αρτώ!
Ο Μαγιακόφσκι!
Ο Εσένιν!
Ο Ρομπέρ Ντεσνός!
Ο Σεν Πολ Ρου!
Ο Μαξ Ζακόμπ!
Σε ολόκληρο τον κόσμο
Το ίδιο ασώματο χέρι
μας χτυπάει προς τα κάτω.
Είναι εδώ ένα βουνό του θανάτου.
Ένας λόφος από κεφάλια σαν αυτόν που ύψωσαν οι Χαν.
Το πρωτότοκο ενός αιώνα
σφαγμένο από τον Ηρώδη.
Τρεις γενιές από ορφανά
ταϊσμένα στα σαγόνια του Μολώχ.





IV

Είναι νεκρός.
Το πουλί του Ριανόν.
Είναι νεκρός.
Στο χειμώνα της καρδιάς.
Είναι Νεκρός.
Στα φαράγγια του θανάτου,
Τον βρήκαν βουβό επιτέλους,
Στη χιονοθύελλα των ψεμάτων.
Δεν ξαναμίλησε ποτέ.
Πέθανε.
Είναι νεκρός.
Μέσα στα αποστειρωμένα χέρια τους, είναι νεκρός.
Ο μικρός μάγος του λόγου του Κέιντερ Ίντρις.
Είναι νεκρός.
Το σπουργίτι του Κάρντιφ.
Είναι νεκρός.
Το καναρίνι του Σγουόνσι.
Ποιος τον σκότωσε;
Ποιος σκότωσε το πουλί με το λαμπρό κεφάλι;
Εσύ, γιε σκύλας.
Εσύ τον έπνιξες στο μυαλό σου από κοκτέιλ.
Κατέρρευσε και πέθανε στη συνθετική σου καρδιά.
Εσύ τον σκότωσες,
Όπενχάιμερ, δολοφόνε εκατομμυρίων,
Εσύ τον σκότωσες,
Αϊνστάιν, γκρίζε εξοχότατε.
Εσύ τον σκότωσες
Χαβάναχαβάνα με το βραβείο Νόμπελ σου.
Τον σκότωσες Στρατηγέ,
δια της νόμιμης οδού.
Εσύ τον στραγγάλισες, Λε Μουτόν,
με τα mains étendues σου.
Ομολόγησε δημοσίως σε μια νεκροκεφαλή με γυαλιά μύτης.
Τον πυροβόλησες στο πίσω μέρος του κεφαλιού
Καθώς γλιστρούσε στην τελευταία αποθήκη.
Τον σκότωσες,
Καλοκάγαθη Κυρία στο γραμματόσημο.
Βρέθηκε νεκρός σ’ ένα επίσημο γεύμα της Λίμπεραλ Γουίκλυ.
Βρέθηκε νεκρός στο σκληρό πάτωμα του δωματίου.
Βρέθηκε νεκρός σ’ ένα συνέδριο τακτικής του Τάιμ.
O Χένρι Λιους τον σκότωσε μ’ ένα τηλεγράφημα στον Πάπα.
Η Μαντμουαζέλ τον στραγγάλισε μ’ ένα επενδυμένο στηθόδεσμο.
Ο Όλντ Πόσουμ τον ψέκασε με ένα σουρωτήρι τσαγιού.
Όταν τελείωσαν οι λύκοι, οι προφητοκτόνοι
σύρθηκαν με τα εντόσθιά του στις αίθουσες και στις τριμηνιαίες εκδόσεις τους.
Όταν τα νέα έφτασαν απ’ το ραδιόφωνο,
Εσύ ο ίδιος ξεσηκώθηκες φωνάζοντας: Δώστε μας Βαραββάδες!
Στο μοναχικό σου πλήθος τον κατέβαλλες.
Τα κατά πραγγελία μποτάκια σου και τα παπούτσια του μπαλέτου
τον κλώτσησαν μέχρι θανάτου στο χαλικόδρομο.
Τον χτύπησες μ΄ ένα άλμπουμ του Χίντεμιτ .
Τον μαχαίρωσες με ανοξείδωτο ατσάλι από τον Ισάμου Νογκούτσι,
Είναι νεκρός.
Είναι Νεκρός.
Όπως ο Ιγνάθιο ο Ταυρομάχος ,
στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα.
Ακριβώς στις τέσσερις.
Κι εγώ επίσης δε θέλω να τ’ ακούω.
Κι εγώ επίσης δε θέλω να το ξέρω.
Θέλω να τρέξω έξω στο δρόμο,
φωνάζοντας «Θυμηθείτε το Βαντσέτι !»
Θέλω να χύσω βενζίνη στις καμινάδες σας.
Θέλω να ανατινάξω τις γκαλερί σας.
Θέλω να ισοπεδώσω τα εκδοτικά γραφεία σας.
Θέλω να σκίσω τις κοιλιές των ανοργασμικών γυναικών σας.
Θέλω να βυθίσω τα ιστιοπλοϊκά και τα σκάφη σας.
Θέλω να πνίξω τα παιδιά σας στις δαχτυλομπογιές τους.
Θέλω να δηλητηριάσω τους Αφγανούς και τα Πουντλ σας.
Είναι νεκρός, ο μικρός μεθυσμένος άγγελος.
Είναι νεκρός,
Ο φωτεινός αγωνιστής
είναι Νεκρός.
Τα αθάνατα πουλιά δεν τραγουδάνε πια
στο κεφάλι του Μπραν.
Τα θαλασσοπούλια στέκουν ακίνητα
πάνω από το Μπράντσεϋ των Τεν Θάουζεν Σαιντς.
Οι άνθρωποι των υπογείων δεν τραγουδάνε
στο δρόμο τους προς τη δουλειά.
Υπάρχει μια μυρωδιά αίματος
Στη μυρωδιά της τύρφης.
Τον έχουν συντρίψει
το γιο του Ντέιβιντ Απ Γκιούλιμ .
Τον έχουν δολοφονήσει,
το Μωρό του Τάλιεσιν .
Εκεί κείτεται νεκρός,
Δίπλα στο Παγόβουνο των Ηνωμένων Εθνών.
Εκεί κείτεται στραπατσαρισμένος,
Στο πόδι του Αγάλματος της Ελευθερίας.
Ο Γκολφ Στριμ μυρίζει αίμα
Καθώς σκάει στην άμμο της Αϊόνα
και στα γαλάζια βράχια του Κάναρβον.
Και όλα τα πουλιά της βαθιάς θάλασσας σηκώνονται
πάνω από τα πολυτελή γιωτ και κράζουν:
«Εσύ τον σκότωσες! Εσύ τον σκότωσες.
Μέσα στο καταραμένο Μπρουκς Μπράδερς κοστούμι σου,
Εσύ, γιε σκύλας.»

1953




* Χένρι Λιους: Αμερικανός εκδότης και παραγωγός, μεταξύ άλλων του Time και του Life ο οποίος χρησιμοποίησε τα μέσα του για την προώθηση της Αμερικανικής επεμβατικής πολιτικής ασκώντας έμπρακτα προπαγάνδα.

** Ολντ Πόσουμ: Από το βιβλίο του Τ.Σ. Έλιοτ ‘Old Possum΄s book of practical cats’, βιβλίο αφιερωμένο στην ψυχολογία και συμπεριφορά των γάτων. Το παρατσούκλι Ολντ Πόσουμ αναφέρεται στον ίδιο τον Έλιοτ καθώς του το «χάρισε» ο Έζρα Πάουντ.

*** Πάουλ Χίντεμιτ: Γερμανός συνθέτης λόγιας (ορχηστρικής) μουσικής του 20ού αιώνα, με μεγάλη καλλιτεχνική επιρροή. Κράτησε μια περίπλοκη σχέση με τους Ναζί μεταναστεύοντας το 1938 στην Ελβετία (εν μέρει επειδή η γυναίκα του ήταν Εβραία) στο μεταξύ όμως είχε δώσει όρκο στο Χίτλερ και είχε διευθύνει επίσημες ναζιστικές συναυλίες. Το 1940 μετανάστευσε και δίδαξε στις ΗΠΑ.

****Ignacio Sánchez Mejías: Ισπανός ταυρομάχος, από τους μεγαλύτερους στην ιστορία, και συγγραφέας. Διάσημη και αγαπητή προσωπικότητα, στο θάνατό του από ταύρο πολλοί ποιητές του αφιέρωσαν ποίημά τους, ανάμεσά τους και ο Φ. Γκ. Λόρκα.

*****Μπαρτολομέο Βαντσέτι: Ιταλός εργάτης-αναρχικός, μετανάστης στη Μασσαχουσέτη. Κατηγορήθηκε μαζί με το Φερντινάντο Νίκολα Σάκκο για κλοπή και φόνο στη συνέχεια συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα τη δεκαετία του 1920. Η ενοχή τους δεν έχει αποδειχτεί ακόμα.

******Ντέιβιντ απ Γκιούλιμ Θεωρείται ο «Οβίδιος της Ουαλίας» και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων ποιητών στην Ευρώπη του Μεσαίωνα.


*******Τάλιεσιν: Ουαλός ποιητής και βάρδος της μεταρωμαϊκής περιόδου που πιστεύεται ότι τραγούδησε στην αυλή τριών τουλάχιστον Βρετανών Κελτών βασιλιάδων.


Το αγγλικό πρωτότυπο εδώ.
.......

26/11/10

Χανιά - Πρέβεζα 1 - 0

Θάνατος
δεν είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια.

Θάνατος
δεν είναι οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος
είναι το λεωφορείο για Κίσσαμο απ΄το ΚΤΕΛ Χανίων
Αύγουστο μήνα στους 39 βαθμούς το θερμόμετρο
και γύρω σου καθυστερημένοι τουρίστες να βαστάνε
χάρτες και ψηφιακές μηχανές
πανέτοιμοι για Φαλάσσαρνα και Πλατανιά.

Αυτό είναι θάνατος, Κώστα μου.

Αυτό.
.......

19/11/10

ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Όταν επισκέφθηκα πρώτη φορά το σπίτι που βρισκόταν μόνο του στο δάσος είδα τον γέρο να στέκεται μπροστά στην αμυγδαλιά που το λευκό της ράγιζε το άγριο πράσινο των κυπαρισσιών . Η κόρη ξοπίσω του σκούπιζε το κεφαλόσκαλο ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πατέρα της. Είχε τον φόβο να μην πάθει τίποτα σοβαρό μιας και βρισκόταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία και έπασχε από αμνησία. Δεν την αναγνώριζε σχεδόν ποτέ και αυτός ο καημός βάραινε σαν άγκυρα πλοίου την νεαρή η οποία παρά την ηλικία της φαινόταν πολύ μεγαλύτερη. Αυτή η άγκυρα ίσως ήταν η αιτία που ένιωθε ανίκανη να φύγει απ’ το σπίτι.
Έκατσα πάνω στην κεραμιδένια ταράτσα του σπιτιού ξέροντας ότι δεν θα με δουν. Παρατηρούσα τον γέρο ακίνητο να ψιθυρίζει στην αμυγδαλιά, το μόνο υπαρκτό αντικείμενο με το οποίο είχε πια επικοινωνία αφότου πέθανε η μητέρα του. Αφού μίλησε στο δέντρο έσκυψε το κεφάλι του, το πλησίασε κι έβαλε το αυτί του στον κορμό του ακούγοντας μάλλον την απάντηση. Ύστερα σαν χαμένος γύρισε πολύ αργά το κορμί του έτσι ώστε να κοιτάζει το σπίτι και σιγα-σιγά πλησίασε την πόρτα παρατηρώντας σαν να ήταν πρώτη φορά σ’ αυτόν τον χώρο, τις λεπτομέρειες της. Την ξυλόγλυπτη γραφή και τα παράθυρα τα σαπισμένα. Ήθελα να του φωνάξω να προσέχει μην παραπατήσει και πέσει αλλά δεν θα άκουγε κι έτσι δεν προσπάθησα. Η κόρη τον έμπασε μέσα κρυφοκλαίγοντας κι αυτός άθελά του σκληρός την κοίταζε σαν να ήταν κάποιος άγνωστος. Αυτή έκατσε να φτιάξει το μεσημεριανό σιγοβρίζοντας την τύχη της. Αργότερα, την βαθιά νύχτα σκυμμένη μπρος σε κάποια εικόνα ενός θεού εκλιπαρούσε συγχώρεση για την μεσημεριανή της αδυναμία.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε να κόψει ξύλα και την ακολούθησα κρυφά. Όταν μπήκε μέσα στο δάσος άρχισε να κλαίει πάλι κι έπεσε στο χώμα αδύναμη για κάθε εργασία. Ήθελα να την πλησιάσω και να της χαϊδέψω τα μαλλιά αλλά εκείνη την ώρα που σκεφτόμουν αυτό ένας λύκος την πλησίασε και της μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
« Είσαι πολύ όμορφη αλλά εγώ πεινάω. Λυπάμαι το δάσος που θα ξεστολιστεί απ’ τα κάλλη σου, αλλά…» και έκανε κίνηση προς αυτήν.
- Μη σε παρακαλώ. Έχω πατέρα γέρο και πρέπει να τον προστατεύω.
- Δε θα σε λυπηθώ.
- Πρέπει να με καταλάβεις, είπε σηκωμένη για λίγο στα πόδια της. Ύστερα ξαναέπεσε κάτω.
Ύστερα από λίγη σκέψη ο λύκος είπε.
- Ωραία θα κάνουμε μια συμφωνία.
- Τι;
- Θα μου φέρεις τον πατέρα σου εδώ σ’ αυτό το σημείο το απόγευμα να τον φάω.
- Είσαι τρελός;
- Άκου με.
- Όχι, και κίνησε να φύγει.
- Έτσι κι εγώ θα χορτάσω κι αυτός θα ελευθερωθεί από τα γερατιά του κι εσύ απ’ το βάρος του.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια η μικρή σταμάτησε τον βηματισμό της. Γύρισε προς αυτόν και χωρίς δάκρυα στα μάτια πια, στεκόμενη για λίγη ώρα αμίλητη είπε:
- Εντάξει. Το απόγευμα.
Η απάντησή της με ξάφνιασε. Την ακολούθησα μέχρι το σπίτι. Τώρα πια τραγουδούσε σχεδόν χαρούμενη. Μάλλον ανάλαφρη. Αυτό με εκνεύρισε πολύ.
Το απόγευμα πήρε τον πατέρα της και κινήσανε για το μέρος που ήταν ο λύκος, χωρίς ο γέρος να γνωρίζει τίποτα. Όταν έφτασαν εκεί η κόρη πήγαινε πάνω κάτω περιμένοντάς τον ανήσυχη. Ο πατέρας καθισμένος σε μια πέτρα ήταν ήρεμος. Κάποια στιγμή αυτή είδε ότι ο λύκος βρισκόταν ξαπλωμένος ανάμεσα στους θάμνους. Τον κάλεσε ψιθυριστά αλλά αυτός δεν αποκρίθηκε. Τότε τον πλησίασε και είδε πως ήταν νεκρός. Σφαγμένος στον λαιμό. Φοβισμένη πισωγύρισε κλαίγοντας κι αναθεματίζοντας την τύχη της. Πήρε τον πατέρα της και γρήγορα τον οδήγησε στο σπίτι τραβώντας τον σχεδόν. Τότε εγώ βρέθηκα δίπλα στον λύκο κοιτάζοντας τους να απομακρύνονται. Κείνη την ώρα ακόμα το αίμα του έβαφε τα χείλη μου. Όταν έφτασαν σπίτι ο γέρος μπήκε μέσα κι η κόρη σκυμμένη στη μέση της αυλής κοιτούσε με μίσος την αμυγδαλιά. Πήδηξα απ’ την ταράτσα κι ορμώντας πάνω της την τράβηξα με δύναμη στο δέντρο που τόσο μισούσε, χωρίς αυτή να καταλάβει τι την έσπρωξε. Την έβαλα μέσα στην κουφάλα του δέντρου αφού της έσπασα τα χέρια και τα πόδια και έκλεισα την τρύπα με πέτρες και ξύλα.
Ο γέρος δεν κατάλαβε τίποτα. Την είχε ξεχασμένη ούτως ή άλλως. Ύστερα από δύο μέρες ασιτίας μιας και δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του, πέθανε. Το πνεύμα του βγήκε έξω στην αυλή κι έκατσε στην πέτρινη καρέκλα. Τότε τον πλησίασα αργά χαμογελώντας. Αυτός σηκώθηκε κι έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας σαν μικρό παιδί. Αφού αγκαλιαστήκαμε για πολύ ώρα χαιδεύοντας τα όμορφα μαλλιά του όπως έκανα όταν ήταν μωρό μου είπε: «Μητέρα πάμε να φύγουμε» Συμφώνησα σιωπηλά και τον οδήγησα προστατευτικά στον κόσμο των πνευμάτων.
.......

13/11/10

Καμπιέλο

(Το Καμπιέλο είναι η παλαιότερη συνοικία της πόλης της Κέρκυρας)

Πανύψηλοι τοίχοι, πατζούρια όμορφα σκουριασμενα ήρεμα,
ο σωρός σκουπίδια ένα μπόι,
ένα κάρο κλειδωμένο αιώνες

Ένα παράθυρο χτυπάει ψηλά στο ετοιμόρροπο χτίριο,
κουρέλια κρεμασμένα - κι όμως είναι για στέγνωμα
στην πλατεία παντού αμάξια,
μια εκκλησιά με το φως έξω αναμμένο

Πλατεία Ταξιαρχών και μια κόκκινη κορδελίτσα ν΄ανεμίζει.
2η πάροδος Τιμοξένους (ποιος να ‘ταν άραγε ο Τιμοξένης)
πανέμορφες αυλές, λουλούδια, καρέκλες,
κάγκελα φυλακής στα παράθυρα

Στο καφενείο μέσα κλεισμένοι βλέπουν μπάλα στο «Πλάσμα».
«ΧΡΩΜΑΤΑ, ηλεκτρικά / υδραυλικα» και δίπλα το ακριβό εστιατόριο
με ακόμα πιο ακριβές απόψεις για την ομορφιά
απίστευτο που το μαγαζί με τα υδραυλικά είναι πιο όμορφο

Πλησιάζω σιγά στην πλατεία που πέρσι έμενε ο Θωμάς,
και πρόπερσι, φέτος στο Βερολίνο,
πριν πέντε χρόνια εδώ ο Πασχάλης

Σε μια παλιά πόρτα το σκαλιστό πρόσωπο ενός Αιγύπτιου
κοιτάει πέρα, -τι παράξενα χαριτωμένη ιδέα
από το στενό τοίχο ακούγονται αλβανικά,
η γειτονιά άλλαξε στάτους
η βυζαντινή εικόνα ενός αγίου δε με κάνει να νιώσω καλύτερα

Σε μια μικρή πλατεία ένα στρογγυλό τραπεζάκι,
θες δε θες θα σου αρέσει ο απογευματινός καφές
θα ξεχάσεις για λίγο τα πάντα στην παλιοκαρέκλα σου

Περνάω τώρα κοντά από το σπίτι που μένει φέτος η Ιωάννα,

τι σπάνια κοπελιά
όμορφο κτίριο με παλιές ξύλινες πόρτες,
κοιμήθηκα ένα βράδυ πριν καιρό εδώ

Σ’ ένα στενό δίπλα ένας γέρος κοιτάζει όρθιος κι ακίνητος
τις πλάκες του δρόμου, το τίποτα,
τον ξαφνιάζω και βιαστικά φεύγει

Ένα κορίτσι με ασπροκόκκινη στολή
μαζεύει έξω από το σούπερ μάρκετ τη συγκομιδή της ημέρας,
έναν ατέλειωτο σωρό από σκουπίδια και χαρτόκουτα,
δίπλα της τύποι φωνάζουν.

Παιδιά που παίζουν μπάλα
ένα μικρό παντοπωλείο, μανταρίνια στα καφάσια,
κι άλλα σκουπίδια παραδίπλα

Σε αρχαίο μπαρ του λιμανιού, κλειστό τώρα σφαλιχτά,
η σκουριασμένη ταμπέλα καλεί:
«ΟΙΝΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΙΘΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΙΔΩΝ»
και χαμηλά τα τουριστικά, η αισθητική του εμπορίου
μαζική παραγωγή πραγμάτων μοναδικών

Παιδάκια παίζουν κρυφτό στην πλατεία Λεμονιάς
τα άσπρα μάρμαρα πριν δυο χρόνια σαν να την ξεψύχησαν
οι μικρές λεμονιές μεγαλώνουν κι αυτές αργά
η μπογιά η δική μου στα σκαλιά πριν από τέσσερα χρόνια
ακόμα αντέχει

Κι άλλα βήματα προς την πλατεία, έξω από τα στενά,
ακολουθώντας κάποιο τυχαίο νήμα

Κι όλες τούτες οι λέξεις σκόρπιες και κομμένες
από ηχογραφήσεις στο κινητό
σε μια βόλτα στο Καμπιέλο της Κέρκυρας
το Πάσχα του 2010.


.......

5/11/10

TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ο Ποπάυς κι ο αγοραφοβικός πατέρας του Φοίβος περπατούσαν στον δρόμο τρώγοντας αμέριμνοι τα καροτάκια τους. Ο Φοίβος, ως συνήθως, κρατούσε μαζί του κι ένα ντουλάπι στο οποίο κρυβόταν όταν έβλεπε πάνω από δύο ανθρώπους μαζί και είχε μια δραστηριότητα που ενοχλούσε τον γιό του. Ο Ποπάυς, του οποίου τη ρώμη ζήλευαν πολλοί αλλά το μυαλό κανείς, προχωρούσε με τον γνωστό του άγαρμπο τρόπο ρίχνοντας οτιδήποτε τύχαινε να βρεθεί κοντά του. Ήταν βλάκας κι όταν προσπαθούσε να σκεφτεί κατουριότανε (περιττό να πω ότι ήταν δυσκοίλιος).
Στο δρόμο συνάντησαν μια γριά φαφούτα και στραβή η οποία δείχνοντας προς το μέρος ενός κοτετσιού φώναξε «Κλεραστρηφςςς». Αμέσως ένα περιπολικό σταμάτησε κι ένας τρίμετρος ντέτεκτιβ που βγήκε απελπιστικά αργά απ’ το παράθυρο σταμάτησε τον πατέρα αλλά και τον γιο και τους πήγε στην γριά.
-Αυτοί είναι;
-Εεεεε;
-Αυτοί σου έκλεψαν το δαχτυλίδι;
-Αυθοιμουκλαπερεσάντρο.
-Ώστε έτσι. Πάρτε τους μέσα.
Τότε ο Ποπάυς διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «Μα αυτή είναι φαφούτα και στραβή. Πώς μας είδε;» Κείνη την ώρα κατουρήθηκε πάνω του και δύο θαλάσσιοι ελέφαντες τον οδήγησαν στο τμήμα.
Στο τμήμα βρίσκονταν γύρω στους 10 αστυνομικούς και ο κακόμοιρος ο Φοίβος κλείστηκε μέσα στο ντουλάπι του σκεφτόμενος «εδώ είναι πολύ όμορφα και ζεστά» ενώ ο γιός του που είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί έτρωγε ήσυχος όσα καροτάκια είχαν περισσέψει.
Τρείς κρατούμενοι που καθόταν δίπλα του είχαν την εξής κουβέντα:
Α: εγώ 20 χρονών είχα πάρει το πτυχίο της σχολής.
Β: εγώ στα 19 πήρα υποτροφία για το καλύτερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης
Γ: εγώ στα 17 μου πήγαινα στρατό και στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου όπου ήμουν ο καλύτερος.
Α: στα 16 μου έκανα διδακτορικό βοηθούσα τον πατέρα μου στο χωράφι και αρίστευα στο ωδείο.
Β: στα 15 μου είχα πτυχίο στην κιθάρα, διδακτορικό και δούλευα πυροσβέστης.
Γ: εγώ δεν πήγα καθόλου γυμνάσιο και λύκειο. κατ’ ευθείαν απ’ το δημοτικό με στείλανε στο Χάρβαρντ και είχα 500 στρέμματα ελιές και 200 πρόβατα.
Α: Τι λέτε τώρα ρε; Σε μένανε; Δεκατριών χρονών έκανα σύνθεση είχα 500 πρόβατα κι έκανα φροντιστήριο στον διευθυντή του σχολείου.
Β: Μόνο μαλακίες ακούω εδώ μέσα. Όταν ήμουν 11 είχα φροντιστήριο, ήμουν επίτιμος δημότης της πόλης είχα βγεί σε πανελλήνιο διαγωνισμό ομορφιάς πρώτος είχα 1000 πρόβατα και μ’ είχαν δεχτεί στο καλύτερο πανεπιστήμιο του γαλαξία.
Γ: Είστε γελοίοι και οι δυο. Στα 9 μου είχα παντρευτεί και είχα δυο παιδιά, πλήρωνα διατροφή στην πρώην γυναίκα μου και είχα πάρει τον μεγαλόσταυρο ανδρείας. Έκλεψα 5000 πρόβατα και παράλληλα ήμουν μπάτσος, μουσικοσυνθέτης και λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Πήγαινα ταυτόχρονα στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην δουλειά, ετοίμαζα τη διατριβή μου και πρόσεχα το τρίτο μου παιδί. Δεν μου άρεσε η ομελέτα κι όταν έτρωγα συγχρόνως, ετοίμαζα τον προϋπολογισμό του κράτους και…
Τότε κόπηκε η συζήτηση γιατί ένα γλοιώδες υγρό είχε μουσκέψει τα πάντα. Ήταν ο Ποπάυς που έκλαιγε και με ένα τεράστιο παράπονο που είχε σφηνώσει στα χείλη του είπε «Εγώ δεν έχω πάει στο σκολείο».
- Δενεφτρε. Ειντραδιδρυμόκο πουχειχαρετόθει. Επαδαρωτρικασιαχρονιασιάνα.
- Γριά!!! Μιλάς σοβαρά; (είπεν ο αστυνόμος).
Ο Ποπάυς που είχε σταματήσει να κλαίει τον ρώτησε τι είπε η γριά. Ο αστυνόμος δεν κατάλαβε την ερώτηση. Μετά την δέκατηπέμπτη διευκρίνιση κι αφου του την εξήγησε η γριά, του είπε:
- Η κυρία Αγάπη λέει ότι αυτό το δαχτυλίδι δεν είναι αυτό που γυρεύουμε αλλά το δίδυμο του που έχει χαθεί εδώ και 800 χρόνια. Όποιος έχει και τα δύο είναι παντοδύναμος.
Τότε όλοι πάγωσαν. Γίνανε αγάλματα και η γριά αμέτρητες εικόνες διασπαρμένες και διαμελισμένες από μαγνητικά πεδία Γρηγοριανών ύμνων. Ο Ποπάυς σηκώθηκε ρίχνοντας από πάνω του τα γαρύφαλα που του πέταξαν οι άνθρωποι της προηγούμενης στιγμής. Ο Φοίβος βγήκε απ’ το ντουλάπι του συνεχίζοντας την δραστηριότητα που ενοχλούσε αφάνταστα τον γιο του.
Αμέσως κατευθύνθηκαν στην γέφυρα. Εκεί ο Φοίβος είπε το ανέκδοτο με τον Σταύρο τον ρινόκερο που την πάτησε από τον σκορπιό Αγησίλαο. Αφού γέλασαν ασταμάτητα ήρθε ο Κόναν. Αυτός φορούσε το άλλο δαχτυλίδι. Ο Φοίβος συνωμοτικά είπε στον Ποπάυ «πάρ’ του το ρε. Μην είσαι μαλάκας. Παρ’ το ρε να γίνουμε κατακτητές του κόσμου.» Και κλείστηκε στο ντουλάπι του. Τότε ο Κόναν αστραπιαία άρπαξε το δαχτυλίδι του γιου του Φοίβου. Αφού τα κοίταξε καλά, τα έστρεψε προς την Ανατολή. Όταν βρέθηκαν στις σωστές συντεταγμένες με τον ήλιο το φεγγάρι και την δυσκοιλιότητα του βλάκα τότε έγινε έκρηξη και σκοτώθηκαν όλοι, και η γέφυρα μαζί. Ο Φοίβος, που είχε γλιτώσει από την πανούκλα των βοοειδών, γλύτωσε κι απ’ την έκρηξη και συνέχισε να κλάνει ανενόχλητος. Έζησε για πάντα μόνος και ευτυχισμένος στην ανύπαρκτη πια γέφυρα.
.......

25/10/10

Ασιρναμπάλ

Γιατί το ξέρω
δεν υπάρχει διέξοδος
κι όμως εσύ, Ασιρναμπάλ
θα τη βρεις τη δίοδο
θα τη σκάψεις με τα νύχια
ένα απόγευμα σαν και τούτο
μπροστά ο καφές σου
ο ελληνικός με ολίγη
μπροστά ο υπολογιστής
που φωτίζει τα γυαλιά σου
εσένα, Ασιρναμπάλ
και που σου λέει
τρέξε, κάλπασε με τ’ άλογό σου
μη σταματάς
πιο πέρα, ακόμα πιο πέρα
στην αγκαλιά της τη γλυκιά
σε προσμένει, το ξέρεις
σε αγαπάει, το ξερεις
αγάπησέ την κι εσύ, Ασιρναμπάλ
αγάπα τον εαυτό σου
αγάπα το σώμα σου, τ’ άλογό σου
αγάπησέ τα
και πάψε πια να μισείς, επιτέλους,
το τώρα
το χτες
το αύριο
σήκω και ντύσου
βάλε το καρώ σου πουκάμισο
το αγαπημένο σου παντελόνι
βγες έξω
μίλα με τους ανθρώπους
γέλασέ τους
άγγιξέ τους
παίξε τους μουσική
κάνε τους ξένοιαστους
και πάψε να κλαις, Ασιρναμπάλ
σαν κάθε βράδυ,
πάψε να κλαις.
.......

16/10/10

ΓΡΙΑ ΚΑΙ ΣΚΥΛΟΣ

“Όταν πρωτομπήκα σ’ αυτό το σπίτι έκατσα πάνω στην οικογενειακή φωτογραφία της γριάς. Ήταν ασπρόμαυρη και συμπεριελάμβανε αυτήν, τον άντρα της και των μόλις δύο μηνών γιο τους, τον Λευτέρη. Στο σπίτι όμως ήταν μονάχα αυτή και ο γιος της. Άρα εύκολο να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι ο σύζυγος είχε πεθάνει. Άλλωστε τριανταεφτά χρόνια πέρασαν από την φωτογράφηση. Υπήρχε όμως περίεργο κλίμα στο σπίτι. Η γριά απ’ ότι κατάλαβα είχε έναν σκύλο τον οποίο υπεραγαπούσε αλλά αυτός κάποια στιγμή έφυγε και δεν ξαναεμφανίστηκε. Ο γιος δεν είχε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και κανοναρχόταν από τα φουστάνια της μάνας του, με την οποία όμως σχεδόν δεν μιλούσε. Μέσα σ’ ένα σπίτι δύο διαφορετικοί αυτιστικοί κόσμοι εντελώς αποκομμένοι από το περιβάλλον. Κι εκεί έγινε κάτι το τελείως νοσηρό. Μια μέρα ο γιος άρχισε να προσποιείται τον σκύλο, πέφτοντας στα τέσσερα και γαβγίζοντας παρακαλετικά στην γριά η οποία ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιό της όπως το συνήθιζε. Γάβγισε αυτός πέντ’ έξι φορές κι αυτή έντρομη άνοιξε την πόρτα με λαχτάρα νομίζοντας προφανώς ότι είναι ο σκύλος της. Όμως πιο έντρομη στήθηκε σαν άλατος στήλη μπροστά στο θέαμα αυτό. Κι εκεί έγινε η σιωπηλή συμφωνία. Αυτός πήρε τον ρόλο του σκύλου κι αυτή τον φρόντιζε σαν σκύλο. Σ’ εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή τον πλησίασε και του χάιδεψε τα μαλλιά. Τον κοίταξε συγκινημένη και τον ρώτησε σαν να ρωτούσε το παιδί της «πού ήσουν τόσες μέρες;» Αυτός γάβγισε απολογητικά κι γριά έτρεξε να του βάλει νερό σ’ ένα πήλινο κιούπι. Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα. Πότε τον χάιδευε και παίζανε, πότε τον μάλωνε όταν έκανε κάποια αταξία και πότε κοιμότανε στα πόδια της. Αυτός έτρωγε στο κιούπι του την σκυλίσια τροφή αδιαμαρτύρητα κι αυτή στο τραπέζι ρουφούσε τις σούπες της με συχνά βλέμματα στον τριανταεφτάχρονο σκύλο. Κι όμως ούτε μία στιγμή, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν έσπασε η συμφωνία. Δεν τον είδα ποτέ να σηκώνεται στα δύο πόδια, εκτός ίσως όταν πήγαινε στην τουαλέτα, δεν τον είδα ποτέ να μιλάει ανθρώπινα, δεν την είδα ποτέ να τον μπερδεύει με τον γιό της. Ήταν ο σκύλος που ξαναγύρισε, ήταν αυτός με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνήσει, ήταν το πραγματικό της παιδί. Ίσως έτσι να ξαναβρήκε τον γιό της με τα ανταλλάγματα τα αναπόφευκτα αυτής της σιωπηρής κι αυθόρμητης συμφωνίας τους. Κι αυτός ευχαριστιόταν όταν το κιούπι του ήταν γεμάτο από νερό ή φαγητό κι όταν τριβόταν στα πόδια της κι αυτή του χάιδευε το κεφάλι. Δύο φορές που η συμφωνία πήγε να σπάσει από αδυναμία του γιού, όπου έβγαλε ανθρώπινη λαλιά, αυτή έκλεισε τ’ αυτιά της και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Άφησε και τις δύο φορές να περάσουν πέντε λεπτά κι ύστερα ξαναβγήκε όπου ο γιος είχε ξαναγίνει εκατό της εκατό σκύλος. Στο τέλος, σήμερα δηλαδή που σας φώναξα, ο τριανταοχτώ χρονών πια σκύλος σιωπηρά πάλι απεβίωσε. Η γριά το αντιλήφθηκε μετά από τρείς ώρες. Του φώναζε κι αυτός δεν φυσικά δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Τον πλησίασε κι αφού τον χτύπησε καμιά δεκαριά φορές στον κώλο με την εφημερίδα που συνήθιζε να τον μαλώνει κατάλαβε τι είχε γίνει, έμεινε ακίνητη για κάποια δευτερόλεπτα κι ύστερα σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρή. Αυτά τα δύο πτώματα που πάνω τους καθόμαστε τώρα είναι ο γιος και η γριά μανα. Κι αυτή ήταν η ιστορία τους. Αλλά τώρα ας φάμε.”
Οι υπόλοιπες μύγες συμφώνησαν και με βουλιμία ρίχτηκαν στα δυο πτώματα.
.......

4/10/10

Θολωμένος (16/1/10)

Πρωί θολωμένος,
στο δρόμο προς το βουνό.

Πόνος για χωρίς λόγο βαθιά
πίσω στην πλάτη.
Σκαρφαλώνω σε κατσικόδρομους
τριγύρω αγκάθια - παράξενα φυτά,
λάσπες
απέναντί μου στην κορφή φτάνοντας
χάσκει μια σπηλιά.

Χαμηλά χερσόνησοι κι ένας κόλπος
ανάμεσα
σε μια μικρή πεδιάδα (ο πόνος πέρασε),
ελιές κι άλλα δέντρα.
Μακρυά η φωνή ενός κόκκορα,
δεμένα σκυλιά κάπου
σπίτια αραιά στον κάμπο κατοικημένα.

Χωρίς να το θέλω έρχεται
η μυρωδιά από τηγανίτες το πρωί
στο παιδικό δωμάτιο.

Σ' ένα τέτοιο μέρος θα 'θελα να ζήσω ξεχασμένος.


Ξαφνική διάθεση για κλάμα.



.......

24/9/10

MIKΡΑ

O ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

Μπήκε ένα φύλλο στο μάτι μου. Νιώθω σαν τον Παπαφλέσσα.


Ο ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ-ΚΑΪΝΑΡΤΖΗΣ

- Χάλασε το ρολόι σου Κιουτσούκ-καϊναρτζή.
- …
- Που ‘ν’ τονα ρε;
- Έφυγε.

Ο ΠΑΛΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Ένας τύπος μπαίνει σ’ ένα μπαρ και ρωτάει:
-Πιανού ο γάιδαρος είναι στη μέση του δρόμου;
-Είναι του Παλαιών Πατρών Γερμανού.


Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Όχι αυτός, αυτός είναι ο Κατσαντώνης.


Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

-Συγγνώμη κύριε μήπως έχετε ώρα;
- Όχι βέβαια. Μα για ποιόν με περάσατε;
- Για τον Καραϊσκάκη.
- Λάθος κάνατε.
- Συγγνώμη.

Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

-Εσύ!!! Περιέγραψέ μας την αδερφή σου.
-Στο βλέμμα της βλέπει κανείς των δασών τα χρώματα, στα μαλλιά της κρύβονται οι πιο ευγενικές μυρωδιές του κόσμου, οι τρόποι της δεν πρόσβαλλαν ποτέ κανέναν, η κίνηση του σώματός της δεν περιγράφεται ούτε από τον πιο ρομαντικό ποιητή κι έχει κι ένα μουστάκι σαν τον Αθανάσιο Διάκο.



ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Ένα πράγμα πάνω σε ένα άλλο πράγμα.
Τι πράγματα είν’ αυτά;
.......

16/9/10

Έχω μια θεωρία

Έχω μια θεωρία.

Και να που η αξιοπρέπεια συγκρούεται τελικά με το πάθος, το ανθρώπινο.
Και να που τοποθετείται - για πρώτη φορά- στο κατάλληλο-ζυγισμένο πλαίσιό της.
Γιατί την ώρα που εγώ κάνω ό,τι κάνω κι εσύ με παρακαλείς να συνεχίσω, ο ορίζοντάς σου έχει κάπως διευρυνθεί, γιατί σε λίγο που θα παρακαλάω εγώ θα έχω μεταμορφωθεί σε κάτι υψηλότερο - δεν δέχομαι - αποκλείω τη λέξη χαμηλότερο.

Πάθος φυσικό εναντίον λεγόμενης αξιοπρέπειας.
Αξιοπρέπεια μαζί με το θείο.
Άνθρωπος εναντίον θείου λόγου, ως (φυσικά) εκ των πραγμάτων.
Άνθρωπος κάτω από όμορφα (ή άσχημα) ρούχα.
Όμορφα ρούχα εχθρικά: σε ραγάδες, πεσμένα στήθη, στραβά δόντια,
στην ελευθερία μέσω του σώματος αυτού, έστω, αν θες, του θεϊκού.
Ζωή κόντρα στο τίποτα, πίεση πίεση πίεση
-και βέβαια εδώ ανατέλλει ο δημιουργός.

Και τι σημασία το α΄ ή β΄ παρελθόν, η ζωή είναι τώρα
και είναι αδύνατον να το κρύψεις.
Ίσως και να σωθείς, ίσως πληρώσεις με ένα διάμεσο τα χρωστούμενα αυτού και του άλλου και του άλλου μήνα, μιας ζωής λιγότερο ή περισσότερο διαλεγμένης - ούτε μην το ψάχνεις τώρα- και γιατί φυσικά να το κατονομάσεις.

Εσείς απλά μη γίνεστε αυτό που σας έχουν προγραμματίσει να γίνεστε.
Όχι μόνο οι δυαδικοί υπολογιστές, όχι μόνο οι κύριοι
στα οβάλ γυαλιστερά τραπέζια τους.
Όχι μόνο η ιλιγγιώδης πληροφορία που μας βρίσκει στο ψαχνό
με κάθε γουλιά του καφέ μας.
Οι αιώνες οι φανταστικοί πριν από σένα και μένα δεν είναι καθόλου αθώοι, σε χαϊδεύουν στον αστράγαλο σαν όταν περπατάς σε έλος.
Άκου την παλιά μουσική, φτιάξε τη νέα, και δε μιλάω σε κανέναν
αυτή τη στιγμή, παρά στο δικό μου το χέρι εδώ τώρα που γράφει.

Σεβασμός, κόντρα στην υποταγή.
Αξιοπρέπεια, κόντρα στο σεβασμό.
Υποταγή, κόντρα στο πάθος, το ανθρώπινο.

Πρέπει στο δρόμο αυτό να προσέχεις τα λόγια σου,
τον τρόπο σου, το ύφος το δικό σου.
Μπορεί και να πληγώσεις κάποιον με τους αγροίκους τρόπους σου
φίλε μου, και ξέρω καλά ότι δεν το θες.
Σε αυτό το παιχνίδι είναι οι σκληροί τόσο πιο ευαίσθητοι,
οι υπερβολικοί τόσο πιο κουρασμένοι.

Ας το αρνηθεί αυτό έστω κι ένας.

Ένας ας μιλήσει ανοιχτά για αξιοπρέπεια.



.......

6/9/10

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΑΠΡΟΟΠΤΟ ΤΕΛΟΣ

Μια μέρα ο Ευριπίδης καθόταν μπροστά στην οθόνη του καινούριου του υπολογιστή τον οποίο με πολύ κόπο κατάφερε να αγοράσει.[υπόσχεση των γονιών του αν έφερνε καλούς βαθμούς στο σπίτι. Το δικό του κι όχι του γείτονα όπως νόμισε αρχικά ο Ευριπίδης. Τελικά μετά από διαβουλεύσεις η παρεξήγηση λύθηκε με κάποιες κακές συνέπειες(εγκλεισμός του πατέρα του σε ψυχιατρείο όπου τον πέρασαν για χελώνα και τον έστειλαν σε ενυδρείο «μα ναι, προφανώς πρόκειται περί σπανίου είδους χελώνας» είπαν οι ειδικοί)].
Ο ορφανός πια Ευριπίδης(αφού ο πατέρας του πνίγηκε) έπαιζε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι γύρω στις δέκα ώρες κι έτσι δεν ήταν πια ενδιαφέρον. Αίφνης εκεί όπου είχε αποκοιμηθεί ένας θόρυβος τον ξύπνησε. Υψώνει το κεφάλι του και τι να δει; Τίποτα. Ανοίγει τα φώτα και τι να δει; Ο υπολογιστής είχε χαλάσει.
Κάλεσε έναν φίλο του να του πει. Να του πει τι να κάνει δηλ. μιας κι αυτός τα έχασε. Ο φίλος του είναι ένα είδος μαλλιαρού ανθρώπου με τέσσερα πόδια(άλλοι τον λένε σκύλο).
Αυτός του είπε λοιπόν να καλέσει τον καλύτερο μηχανικό γι’ αυτές τις καταστάσεις.
Μετά από 3 δευτερόλεπτα ήρθε ο μηχανικός αλλά οι δύο φίλοι τον έδιωξαν με την αιτιολογία ότι δεν τον είχαν ειδοποιήσει ακόμη. Αφού τον έδιωξαν τον πήρανε τηλέφωνο αλλά μιλούσε. Τελικά μετά από μια ώρα κατάφεραν να επικοινωνήσουν. Μετά το τρίμηνο τον ξαναπήραν τηλέφωνο. Μετά το δεύτερο τηλεφώνημα πέρασαν δυο χρόνια. Ύστερα τον ξαναπήραν. «βάλτε με στο πενταετές πλάνο» είπε. Αφού έγιναν οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές στην Σαουδική Αραβία, τότε ο μηχανικός εμφανίστηκε.
Άρχισε να βγάζει πολύ μικρά εξαρτήματα του υπολογιστή λέγοντας στους δύο φίλους ποιο είναι το καθένα και τοποθετούσε τα χέρια του πάντα στις κατάλληλες θέσεις. Ήταν εντυπωσιακός ως προς την τεχνική του κατάρτιση και την επιστημονική του γνώση. Όσο για το μυαλό του τι να πει κανείς.(η διαύγειά του ήταν μοναδική).
Μέσα σ’ αυτήν την τεχνολογική θύελλα κι ενώ ο μηχανικός είχε φτάσει στην άκρη του νήματος, ξαφνικά σταμάτησε. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένος και σιγοψιθύριζε σαν προσευχή.
-μα γιατί σταμάτησες;(ρώτησε ο μαλλιαρός τύπος)
-φέρε μου ένα σκόρδο κι ένα ματσάκι δυόσμο και κλείσε τα φώτα.
Αφού ικανοποιήθηκε ο μηχανικός άρχισε να χορεύει γύρω από τον υπολογιστή έναν χορό ο οποίος ξεκινούσε αργά κι ανέβαζε σιγά σιγά ταχύτητα ώσπου έφτασε στην έκσταση. Δεν του έφτανε αυτό του κυρίου ούρλιαζε κιόλας.
Μετά από δύο λεπτά σταμάτησε, ετοίμασε την βαλίτσα του κι έφυγε λέγοντας πως ο χορός αυτός είναι αρχαία επίκληση στους θεούς της ευημερίας και της γεωργίας.
Ο υπολογιστής παρέμεινε διαλυμένος και δεν καταδέχτηκε να βελτιωθεί από μόνος του. Όμως ο χορός του μηχανικού δεν πήγε στο κενό αφού την άλλη μέρα έβρεξε.

ΑΠΡΟΟΠΤΟ ΤΕΛΟΣ: -Πάνω πίνουν πανανάνα ο Πλεπλέξης Πλεκουράει.
Το συντριβάνι κάνει πλατς-πλουτς και ΟΥΛΤΑ-ΕΕ

-Αυτά είναι μωρέ,Φ-Α-Ι-Ν-Ο-Μ-Ε-Ν-Α
.......

26/8/10

Υπόθεσις Λούνα Παρκ, ως και Λούνας, παλαιόθεν γνωρίμης του σκοτεινού ανδρός

Εις γνωστόν λούνα παρκ της πόλεως εβρίσκετο εκεί τυχαίως η παλαιά του συμμαθήτρια Λούνα, ήτοι Σελήνη, κρατώντας εν κόκκινο σελοφάν πλήρες μαλλίου της γραίας. Η παράξενη, έως τρόπον τινά σκοτεινή φιγούρα του ανδρός εστάθη κι εδώ ατάραχη. Αναγνώρισε την φιλικήν ταύτη χειρονομία κι ετοιμάσθη να ακολουθήσει το τυπικό, όπως συνηθίζετο εις αυτά τα μέρη από την εποχή του Κωσταντά του Δ' του Εγκάρδιου. Πιο κείθε επαρατήρουν τα περιστρεφόμενα αλογάκια και αρκούδια λούτρινα νεάνιδες τινές φορώντας βραχιόλια, μακράδια εις τα δαχτύλια των και άλλα πολλά «φο μπιζού» περασμένα έως και εις εκείνων των λαιμών των, μην έχουσαι εκτιμήσει σωστά τα υπέρ και τα κατά της στιγμής ταύτης. Η σκοτεινή μας φιγούρα εγένετο τελικά δεκτή απ' όλους μετ΄επευφημίας και αφθόνους πυροκροτητάς. Ασπασμοί ανταλλάχθησαν. Εγκολπισμοί μοιράσθησαν, όπως και δωρεάν άρτος και σίτος και εκλεκτό νέον κρασί εις όλους. Τι συγκινητική ημέρα. Όλοι έκλαιγαν εις αγκάλαις αλλήλων, πλην ο σκοτεινός μας καβαλλάρης έριξε κατά την εσπέραν φευγαλέα ματιά εις το ορολόγιον του κλιμακοστασίου του σταθμού κι έσπευσε να επιταχύνει την αναχώρησίν του. Είχε τερπεί ακαταπαύστως με τους έως πρότινος συμμαθητάς του, όφειλε όμως ισοδύναμα να συνεχίσει την περιπλάνησίν του εις τας εκβολάς του ποταμού Πηνειού όπως και Ασπρογέρακα, μελετώντας τη χλωρίδα και προσευχόμενος εις τους ξυλίνους θεούς του και Βουντού αφικνούμενα εξ Άφρικας. Αργότερα αυληταί θα εξιστόρουν την άνεσίν του στην καβαλλαρία και την ορθήν του φρόνησιν, πλην όμως αι προσθήκαι αυταί στην διήγησιν ήσαν μεταγενεστέραι. Σημασία έχει μόνον πως παρ' όλη την μη ευνοϊκήν του διάθεσιν το εκλιπών εκείνο απόγευμα, εμοιράσθη με ανθρώπους «δικούς του» λίγη από την ζεστασιά που ευτυχεί ενίοτε ο ταξιδευτής να γεύεται.


(ευχαριστώ τον Carnellio, το γένος Coop, που μου ενέπνευσε με την τελευταία του ανάρτηση το άνωθεν κείμενο)
.......

21/8/10

ΤΑ ΑΡΚΟΥΔΙΑ ΗΤΟ ΛΟΥΤΡΙΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

-Όχι να μας φωνάζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο κύριε διοικητά λες κι είμαστε ζώα.
Αφού είπε αυτά, ο μισθοφόρος, ο διοικητής του έστριψε την πλάτη. Τότε ο κολλητός του Τζέγκινς Χάν και υπεύθυνος ιματισμού, ένα αλάνι από την Κοκκινιά, τον πλησίασε και τον απείλησε. Του είπε πως δεν πρέπει να μιλάει έτσι στους ανωτέρους του και άλλα θαυμαστά. Αυτό το αλάνι το είχα ακούσει μια φορά να μου λέει.
«Εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιους διαόλους και μάκενες. Εγώ να πούμε έχω το σουγιαδάκι μου που λύνει στο πι και φι τα προβλήματά μου. Και πάω που λες μια μέρα στου Γκράνα του νταβά που μου χε κάτι χρωστούμενα και γυρίζει και μου αρχίζει τα μα και μου και πα να βγάλει την μπιστόλα κι εγώ αίλουρος, τραβώ τον σουγιά και τον ξεκαρυδώνω» Ύστερα με κοιτούσε με αυταρέσκεια και χαμογελούσε χωρίς να μιλάει κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. Αυτά έγιναν την μέρα που είχαν συνάντηση ο Μπορίς Βιάν, ο Μπορίς Παστερνάκ , ο Μπορίς Γκοντούνωφ, δύο μέλη του Μπατασσούνα και άλλα δύο της ΕΤΑ. Το σύνολον πέντε. Θα μου πεις εφτά, αλλά πέντε διότι τα δύο μέλη του Μπατασσούνα είναι και μέλη της ΕΤΑ. (τελικά είχες δίκιο δικαστή Γκαρθόν. Αλλά δεν μας είπες, που έπρεπε, για την GAL και για τον Χοσέ Αμέδο. Και δεν μας είπες γι’ αυτούς που άδικα βασανίζατε μετά από κάθε Κάλε Μπορόκα). Σε κείνη την συνάντηση το λοιπόν υπήρχε και μια σκοτεινή φιγούρα που στεκόταν σε μια γωνιά αμίλητος, αμέτοχος στα καθέκαστα. Η συζήτηση είχε πάρει φωτιά μέχρι που το ένα μέλος του Μπατασσούνα πέταξε μολότωφ και τα έκαψε όλα. Πριν απ’ αυτά εγώ έφυγα ακολουθώντας την σκοτεινή φιγούρα. Όσο κι αν προχωρούσαμε δεν ξεχώριζα τίποτα από τα χαρακτηριστικά του. Μέχρι που φτάσαμε σε ένα ξέφωτο και λέω «τώρα θα σε γνωρίσω» αλλά κι εκεί… ΤΙ ΕΚΠΛΗΞΙΣ. Πάλι δεν ξεχώριζα τίποτα. Ήτο αράπης. Εκαταβέβηκεν εις Λούναν Παρκ όπου έσπειρε φόβους και αμφιβολίας εις τους παρευρισκομένους οι οποίοι κ-α-θ-ο-ν-τ-α-ν-ε εις ξύλινα αλογάκια ή πυροβολούσαν αρκούδια. Τα αρκούδια ήτο απεχθέστατα. Ήτο βεβαίως λούτρινα αλλά και απεχθή. Δεν ήτο απεχθή επειδή ήτο λούτρινα αλλά δι άλλους λόγους.
1. Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΠΙΖΑΣ
2. Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Και τότε είπαν παρακαλετά οι μανάδες
« Ω, εσύ μέγα διδάσκαλε που κάθεσαι ατάραχος στα ουράνια και δροσίζεσαι σαν θες σκύψε στις ψυχές μας που καίγονται αδειάληπτα. Ω, εσύ μέγα διδάσκαλε που συμπιέζεσαι και μεγαλύνεσαι σαν θες αλάφρυνε το βάρος του πόνου μας και στένεψε τα όρια των φόβων μας. Ω, εσύ μέγα διδάσκαλε που μας βλέπεις πως αυτιστικά χωνόμαστε στους πολέμους και τις συρράξεις αραίωσε τα ιερά σου μπούτια. Μας πνίγεις, μας πνίγεις. Και μας και τα παιδιά μας»
Κι ο Μέγας Διδάσκαλος απεκρίθει χαμογελόντας
«Ο ανθρώπινος πόνος είναι ελάχιστος μπρος στο σύμπαν. Εσείς οι μανάδες, θύματα του Τζέγκινς Χαν, κλαίτε κι οδύρεστε όπως άλλα τρισεκατομύρια μάνες θα οδυρθούν στο μέλλον, όπως άλλα δισεκατομύρια μάνες πόνεσαν στο παρελθόν. Ο ανθρώπινος πόνος με αφήνει αδιάφορο. Όταν πονάνε τα μποντίκια ποτέ δεν κλαίγονται σε μένα, όταν πεινάει ο λύκος κοιτάζει να φάει και μένα δεν με ενοχλεί. Μόνο εσείς αλλαζόνες κι εγωιστές, λαμόγια και επιδειξίες στρέφεστε πάντα σε μένα, με συνέπεια να μου ζαλίζετε τ΄αρχίδια»
Και τότες σήκωσε τη χερούκλα του και πέταξε φλόγες καίγοντας όλες τις κλαίουσες μάνες. Σηκώθηκε από τους ουρανούς κι άναψε το τσιγάρο του πάνω στην φωτιά που μόλις είχε ρίξει.

Μετά επήλθε το τέλος του κόσμου.
.......

10/8/10

Περί έρωτος (απατηλού)

Το λοιπόοον...έχω ένα φίλο μου, τον Πάνο, Κρητικός τη καταγωγή, αλλά ο καημένος ήθελε να το βάλει λίγο μέσα να του μουλιάσει γιατί είχε ξεραθεί στο ίδιο το αυλάκι συνεχώς όσο και αδιαλείπτως και δια τούτο το κανόνισε το συμβάν με τη μανίτσα που τον χαλβάδιαζε καιρό τώρα μη γελιόμεθα κι ότι εχάλευε και αυτή το ήβρε. Με αποτέλεσμα να πουλάει ούτος έρων και να αγοράζει κι εκείνη ακριβώς, πλην όμως είδος πολυτελείας καθόσον καιρό είχαν να δουν τέτοια γλέντια και πού και το πρόβλημα θα μου πείτε. Πουθενά εντελώς το πρόβλημα κύριοι και κυρίες και δεσποινίδες μου με τα σκυλάκια σας τα λουσμένα, κι όταν χαίρονται δύο νέοι βαράει βλογισιές κι ο Άγιος από το κόνισμα, αλλά έλα μου που ο νέος ήτο νυμφευθείς προ διετίας διαθέτων και μπαγασάκο που άρχιζε ήδη να κόβει βόλτες κράζοντα, (βοώντα κεκραγότα), «μπαμπά!».
Παμ παρακάτω. Το λοιπόν ούτη τις αγορές έρωτος τις αποταμίευε και τις εφύλαε και δια αργότερα, σχεδιάζουσα ποιος ξέρει τι διάφορα στην κεφαλή της, αλλά μετά γιοκ, σώθηκε το πράμα, σκάρτο το ντίλι και μην τον είδατε και μην τον απαντήσατε τον πλανόδιο τον Παναγή. Άρα μου η ξανθούλα εκνευρίσθη δικαίως όσο και ορθώς κι εμήνυσε και στεγνώς αποπάνω εις την σύζυγον αυτού, μέσω της τεχνολογίας, του φέισμπουκ ντε (τι διάολος κι αυτός θεέ μου) περί τα καθέκαστα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Η ερωτευμένη νυμφομανής να προσβάλλει ευθέως το στεφάνι του καλοκάγαθου όσο και παντελώς αθώου νεανία και να τον πηγαίνει η γυνή αυτού πίπα - κώλο κάτι μηνάκια τώρα. Το κοπέλι κοντεύει να του στρίψει εντελώς ούτως ειπείν από το αδύναμο φύλο (είμαστε κι εμείς, αλλά είναι κι αυτές ε;....) και να πέσει κι άρρωστος χάμου, λεβέντης μωρέ, κυπαρίσσι δυόμιση μέτρα. Κρίμα μέγα και άδικον. Κι όλα αυτά διατί αγαπητοί μου; Διότι θέλησε ο κακορίζικος (μόνος ούτως άλλωστε ή μήπως όλος ο ντουνιάς, αρσενικά και θηλυκά από βοράν ίσαμε παρακάτου;) να τον βάλει λίγο μέσα, να του μουλιάσει μωρέ λίγο σε άλλο βάζο με σαλαμούρα. Φεύ.....
.......

31/7/10

ΕΚΔΙΚΗΣΗ

1578. Αύγουστος. Η ζέστη δυσκολεύει ακόμα και την πιο απλή ασχολία στο μικρό χωριό του κάμπου αυτού. Οι άνθρωποι χρόνια πια δοκιμασμένοι στην σκληρή δουλειά αδιαφορούν για τον καύσωνα και σκυμμένοι, σαν να εκτελούν κάποια χορογραφία, όλοι μαζί κόβουν τα στάχυα. Ακατάπαυστα. Τα κεφάλια τους εξαφανισμένα απ’ το σκύψιμο και το μόνο που μπορεί κανείς να δει είναι οι πλάτες τους. Γεμάτος ο κάμπος πλάτες. Αν μπορούσε κάποιος να πετάξει κι έκανε μια βόλτα πάνω απ’ αυτήν την περιοχή σίγουρα θα αντίκρυζε ένα εντυπωσιακό θέαμα. Όλοι σκυμμένοι, όλοι στην ίδια μοίρα. Κι όμως η ανθρώπινη μικροπρέπεια ακόμα και σ’ αυτές τις στιγμές σκεπάζει την ομοιομορφία και την αλληλεγγύη. Μεσημέρι. Ο Χαρίν Εσφάν με την όμορφη γυναίκα του και τον μικρό τους γιο σε μια άκρη μακριά από τους άλλους τρώνε κοιτάζοντας παράλληλα τους άλλους οι οποίοι μαζεμένοι έτρωγαν σε κύκλο. Κυρίως όμως τους άκουγαν. Άκουγαν τα γέλια τους, άκουγαν τις χωριάτικες ανοησίες τους, άκουγαν και τις βρισιές τους. Όμως και οι άλλοι, οι πολλοί, τους κοιτούσαν. Τους κοιτούσαν με μίσος κι απέχθεια. Δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν ότι ο Χαρίν παντρεύτηκε γυναίκα από άλλη φυλή, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν τις απόψεις περί ισότητας των φύλων αυτουνού του ανθρώπου. Και ως φυσικό αποτέλεσμα αυτής της «αφυσικότητας» ήταν, για αυτούς, το πρόβλημα στην ομιλία του μικρού γιού του Χαρίν. Γι’ αυτούς τους χωριάτες αυτό ήταν ατράνταχτη απόδειξη των όσων πίστευαν. Και κάτι έπρεπε να κάνουν γι’ αυτό. Κείνη την ώρα, κείνο το μεσημέρι πέντε άνθρωποι από την παρέα των πολλών ξεμάκρυναν και πλησίασαν τον Χαρίν. Η γυναίκα του απομακρύνθηκε με το παιδί στην αγκαλιά της, όμως ο άντρας της ακίνητος κατέβαζε την κούπα του νερού προσέχοντας παράλληλα την κίνησή τους.
-Γεια Χαρίν.
- Γεια
-Έλα μαζί μας.
-Που;
-Έλα ρε και μη ρωτάς.
Τότε ο Χαρίν πέταξε στο κεφάλι του με δύναμη το ξύλινο κύπελλο του προσφέροντάς του έναν οξύ πόνο.
-Μπάσταρδε θα πεθάνεις.
Και βγάλαν κι οι πέντε τα μαχαίρια τους κι έπεσαν πάνω του και τον μαχαίρωναν με μίσος τόσο που έφτασαν στο σημείο να μην έχουν πια σάρκα να σφάξουν. Κι ύστερα τον άφησαν κάτω, και τον έφτυσαν και τον πέταξαν σ’ ένα λάκκο που κατουρούσαν σκύλοι. Αργότερα έψαξαν για την γυναίκα και το παιδί.
Η άμοιρη με το παιδί στην αγκαλιά απ’ την αρχή έτρεξε να φύγει απ’ το χωριό κλαίγοντας και παραπατώντας. Αυτή κοιτούσε μπροστά, αλλά το παιδί, πίσω απ’ την πλάτη της είχε το βλέμμα του και τα είδε όλα. Το σώμα του κολλημένο στο σώμα της ένιωθε το χτυποκάρδι της ένιωθε τα βογγητά της, ένιωθε το λυγμό της και παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τι σημαίνουν ακριβώς αυτά τα συναισθήματα ένιωθε ότι ήταν διαφορετικά απ’ το γέλιο και το νανούρισμα και την τρυφερότητα. Κι αυτό στα χρόνια που πέρασαν υπήρχε σαν βαθιά αίσθηση ανακατεμένη μ’ επιθυμία εκδίκησης.
Ο γιός μεγάλωσε στα χέρια του παππού του αφού η μάνα του πέθανε πολύ σύντομα απ’ τις κακουχίες και τη στενοχώρια. Έμαθε πολλά χρήσιμα πράγματα με τα χέρια, όπως την τέχνη του μαχαιριού αλλά κυρίως την μαγειρική τέχνη. Εκεί απάνω πειραματίστηκε για χρόνια στην χρήση δηλητήριων ούτως ώστε να περνάνε απαρατήρητα.Η αίσθηση της εκδίκησης ούτε μία μέρα δεν βγήκε από μέσα του, ούτε ένα λεπτό δεν λύγισε κι ήξερε ότι τα δηλητήρια θα του χρειαστούν. Έκανε μαθήματα αλχημείας και μαθήτευσε με την πιο περίεργη φυσιογνωμία της εποχής, τον πατήρ Καντρόλιρχο.

1596. Σ’ ένα χωριό του κάμπου εμφανίζεται ξάφνου ένας καβαλάρης. Το χωριό αναστατώθηκε. Ποιος να ήταν και τι θέλει στα μέρη αυτά. Στο καφενείο τον πλησίασαν πολλοί. Απάντησε πρόσχαρα σε όλους αποδιώχνοντας όλες τις αμφιβολίες που είχαν γι’ αυτόν. Κυρίως όμως με τον τρόπο του πλησίασε περισσότερο πέντε ανθρώπους με τους οποίους έγινε φίλος δουλεύοντας στα στάχυα μαζί τους. Αυτοί τον βοήθησαν πολύ. Του έφτιαξαν σπίτι, του έδωσαν ένα καλύτερο άλογο και τον έπαιρναν μαζί τους σε όλες τις καφρίλες που έκαναν όπως για παράδειγμα τις ληστείες, και τις κραιπάλες με κρασί. Μια μέρα όμως κι αυτός ζήτησε ν’ ανταποδώσει όλη αυτήν την φιλία. Τους κάλεσε σπίτι του να τους κάνει το τραπέζι. Κείνο το βράδυ ήταν όλοι ξετρελαμένοι με το φαί, κείνο το βράδυ τα χαμόγελα περίσσευαν.
-είσαι καταπληκτικός μάγειρας. Θα διώξω την κυρά μου και θα πάρω εσένα,
Οι κάφροι γελούσαν με δύναμη χτυπώντας το ίδιο δυνατά την πλάτη του αγνώστου αυτού.
-εμείς φιλαράκι δεν θα ξεχωρίσουμε ποτέ μας. Είσαι αδελφός..
- ναι, ναι. Έτσι είναι
-το καλύτερο παιδί
Κι αυτός τους κοιτούσε γελώντας αλλά αμέτοχος και λίγο ψυχρός. Ξάφνου σηκώθηκε.
-Θα λείψω λίγο. Καθίστε εσείς. Θα πάω να ταίσω το άλογο μου.
Κείνο το βράδυ η φιλία τους έγινε πιο δυνατή, κείνο το βράδυ τα ειλικρινή αισθήματα δεν χωρούσαν σε κανένα απ’ τα πέντε στήθη, κείνο το βράδυ πέντε πτώματα στο πάτωμα.
Όταν τάιζε το άλογό του και το χάιδευε είπε, «τώρα θα είναι η ώρα». Το φίλησε ήρεμα και ξεμάκρυνε για το σπίτι. Οι πέντε στο πάτωμα ετοιμοθάνατοι τον κοιτούσαν σαστισμένοι.
-τι έκανες. Ποιος είσαι;
- Ιρίδιο έριξα στο φαγητό σας. Τόσο που να πάτε συστημένοι στον διάολο.
-γιατί;
Αυτός αδιάφορος έπινε την κούπα το κρασί του και υψώνοντας την χωρίς να κοιτάζει κανέναν τους είπε δυνατά και ήρεμα «στην ψυχή του πατέρα μου Χαρίν Εσφάν»
Αυτοί πάγωσαν κι αμίλητοι υπόφεραν το τελευταίο τους μαρτύριο. Πριν ψοφήσουν όμως δέχτηκαν και οι πέντε κλαίγοντας τα κάτουρα του γιού του Χαρίν στα μούτρα. Ύστερα τους πετσόκοψε και τα κομμάτια τους τα πέταξε στους χοίρους και τις μύγες. Ευτυχισμένος πια αλλά ήρεμος πήρε το άλογο του και έφυγε σιγοτραγουδώντας.
Εκείνος που έπραξε τα πιο πάνω Νεφομίρ Εσφάν στο όνομα κι αυτός που τα κατέγραψε, φίλος και συμμαθητής του Carnellio Coop.
.......

26/7/10

Οι σφαίρες

οι σφαίρες
οι σφαίρες

μια βόλτα

το φλυτζάνι που άγγιξες
μια πικρή συγχορδία
και φωνές στη γειτονιά
και κλάματα

ένα μικρό κορίτσι
τραγουδάει αμέριμνο

το στρογγυλό της στήθος
λικνίζεται στο ρυθμό
στο βλέμμα η ευχαρίστηση
στα πόδια η ξενοιασιά

κι ο καθρέφτης
κι η μουσική

κι οι σφαίρες, εδώ

δίπλα

στο κομοδίνο μου

.......

12/7/10

ΘΡΑΥΣΜΑ #3: [ο Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη]

(διαβάζεται γρήγορα)


O πίνακας του Πάμπλο Πικάσο με τίτλο Nude, Green Leaves and Bust πωλήθηκε από τον οίκο Christie's έναντι 04. εκ. που «έπιασε» σε γλυπτό του ο Ελβετός δημιουργός ενα πουλι θαλασσινο η βελτίωση των καιρικών συνθηκών επέτρεψε σε μεγάλες εκτάσεις μαγκρόβιων δασών περιοχές αναπαραγωγής ψαριών και καρκινοειδών λεει σενα πουλι βουνισιο περίπου 00.000 λίτρα πετρελαίου την ημέρα εκατομμύρια μεταναστευτικά πουλιά αναμένονται τις επόμενες εσκοτωσαν το Μαρκο μας οι αυτόχθονες πληθυσμοί αντλούν απ' αυτές τις «αχρησιμοποίητες» δασικές περιοχες πλήθος μες την ακρη το ποταμι αλλά και οι δημοπρασίες των hot κατηγοριών όπως οι Ιμπρεσιονιστές και η Μοντέρνα Τέχνη που σημείωσε τζίρο 181.760.0 εκατομμύρια δολάρια της γεώτρησης υπήρχε μια κεφαλή με ένα γιγάντιο σύστημα βαλβίδων ωστόσο τα υποβρύχια ρομπότ δεν κατάφεραν παει η μανα και τον κλαιει μιας ρύπανσης που είναι ήδη η χειρότερη στην ιστορία των Ηνωμενων και τον μοιριολογαει ο αντιπρόσωπος αναφερόμενος στους πρώτους από τους τρεις υποβρύχιους θόλους υποστήριξε πως η εταιρεία 00.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εξαιτίας των επιχειρήσεων δήλωσε την Παρασκευή αντιπρόσωπος της κυβέρνησης Μαρκομ' που αφκες το σπαθι δε μπορούν να επαναπροωθηθούν με αποτέλεσμα από τον Μάρτιο παιδιά κάνουν μάθημα σε βάρδιες τα κτίρια είναι που αφήκες το ντουφεκι περίπου 20 εκατ. εκτάρια γης στην Αφρική πωλήθηκαν ή ενοικιάστηκαν από έως 100 χρόνια από μεγάλους βιομηχανικούς όμιλους κράτη και δισεκατομμυριούχους το πηραν οι συντροφοι μου γιγάντια αγροκτήματα προϊόντων διατροφής και αποκλειστικά για εξαγωγές συνομολογούνται στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο με πλήρη μυστικότητα το πηραν τα παιδια μου συχνά με συνενοχή τοπικών φυλάρχων και με τους Τουρκους πολεμαν του χρόνου οι περισσότεροι δε θα μπορούν πια να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους όπως η Αντάμα που δε γνωρίζει ακόμα ότι θα χάσει από την Addax τα

και με τους κοτζαμπασήδες




***************

(Το υλικό αντλήθηκε από ειδήσεις του Διαδικτύου κι από εφημερίδα, κι από το δημοτικό τραγούδι αφιερωμένο στο Μάρκο Μπότσαρη.

Δείτε επίσης:)



.......

28/6/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ

Είναι όλα έτοιμα για την συνεστίαση. Τα τραπέζια είναι φορτωμένα με όλα τα απαραίτητα σερβίτσια και χαρτιά στα οποία αναγράφεται το όνομα αυτού που του ανήκει η θέση αυτή προσωρινά, μόνο γι’ απόψε. Είναι μικρά τα τραπέζια και στρογγυλά έτσι ώστε όλοι να μπορούν να βλέπουν όλους, και τους έξι για την ακρίβεια, κι απ’ την άλλη όλοι να είναι πλάτη στους υπόλοιπους της συνεστίασης. Ο φωτισμός χαμηλός, ο χώρος ανοιχτός και αποδεκτικός στις παραξενιές του καιρού, πλαισιωμένος από κιτς στολισμό και φράχτη, για να μην ξεφύγει κανείς ίσως. Και μια πισίνα.
Ο κόσμος καταφτάνει, ο γάμος έχει τελειώσει από ώρα. Τα πρώτα πιάτα αδειάζουν σαλιώνονται χτυπιούνται ακαταπαύστως μέχρι, προσωρινά, να ηρεμήσουν τα στομάχια ν’ αρχίσουν οι συζητήσεις και να καίγονται τσιγάρα ανάμεσα σε κιτρινισμένα δάχτυλα κυρίων οι οποίοι παρευρίσκονται μετά τις κυρίες τους. Κι αυτές έχουν κιτρινισμένα δάχτυλά από τσιγάρα πιο λεπτά όμως. Και φινετσάτα.
Έφτασε το νιόπαντρο ζεύγος. Ο γαμπρός καλοξυρισμένος και με ύφος μοντέρνου γιάπη. Δεν τον γνωρίζω, εγώ μουσική ήρθα να παίξω. Μπορεί ο άνθρωπος να θέλει να δείχνει έτσι, κι εγώ ο λέτσος μουσικός μπορεί να έχω μεγαλύτερες καταθέσεις στην τράπεζα. Σημασία έχει το ύφος. Η νύφη απ’ την άλλη φαίνεται να έχει άλλον αέρα. Πιο άνετη με τις κυριλέ καταστάσεις, άσχετα από το γεγονός ότι οι περισσότεροι εδώ πέρα είναι μεροκαματιάρηδες που έχουν ένα καλό κουστούμι για τέτοιες περιστάσεις. Αυτή ξέρει. Ξέρει ποιοι είναι του κύκλου της και ποιοι είναι οι απαραίτητοι συγγενείς που θα ήρθαν από υποχρέωση. Υποχρέωση του πατέρα της σ’ αυτούς, υποχρέωση αυτών στον πατέρα της. Η μητέρα της, όπως όλες οι γυναίκες πλουσίων, γυναίκα κηφήνας με κιτρινισμένα δάχτυλα από λεπτά τσιγάρα. Και ήρεμη φωνή.
Η μουσική ξεκίνησε ζητώντας απ’ τον κόσμο να σηκωθεί να χορέψει για τη χαρά των νιόπαντρων και για υποχρέωση προς τον πατέρα της. Μια παρέα παιδιών, τριαντάρηδες δηλ., που κάθονται μπροστά μου έχουν ήδη πιει κάμποσα ποτήρια κρασί και ξεφαντώνουν σχεδόν άγρια. Από τα πρόσωπά τους φαίνονται να ανήκουν στον κύκλο της νύφης, νεόπλουτοι οι οποίοι θα μπορούσαν να κάνουν τις πιο παράτολμες τρέλες μπροστά στα δαγκωμένα χείλη των συντηρητικών και συγκρατημένων μεροκαματιάρηδων και στα συγκαταβατικά και δουλεμένα στην ψευτιά χαμόγελα του συναφιού τους. Το πρωί βεβαίως θα πουλάνε και θ’ αγοράζουν μετοχές στο κινητό βολτάροντας με πάλλευκα σκάφη το Αιγαίο. Ίσως όμως να μην είναι έτσι. Μπορεί να έχουν καταχρεωθεί για κουστούμι και δανειστεί χρήμα έτσι ώστε να κάνουν καλή εντύπωση. Σημασία έχει το στυλ. Και το ύφος.
Έχουμε σταματήσει την μουσική και κάνουμε ένα πεντάλεπτο διάλλειμα. Επικρατεί ευθυμία αλλά χωρίς να γίνεται ενοχλητική φασαρία. ‘Ένα μηχανάκι ακούστηκε απ’ έξω απ’ τον τζαμένιο φράχτη. Φρένα απότομα κρούση σφοδρή με αμάξι κι ένα σώμα στον αέρα καταλήγει στον φράχτη. Το τζάμι διαπέρασε το στήθος του παιδιού διώχνοντας την ψυχή του απ’ την πίσω μεριά του κορμιού του. Το νεκρό σώμα ξάπλωσε στον φράχτη. Το κεφάλι ήταν στραμμένο προς το πλήθος πλημμυρισμένο από γαλήνη πια, μετά τον στιγμιαίο πόνο, κι οι κόρες των ματιών του έμειναν καρφωμένες να κοιτάν τον πατέρα της νύφης. Χωρίς υποχρέωση.
Ο κόσμος όπως ήταν φυσιολογικό τρόμαξε. Αυτοί που καθόταν πολύ κοντά στον φράχτη απομακρύνθηκαν πανικόβλητα, τα κλάματα πήραν την θέση της μουσικής τα παιδιά τρόμαξαν, κάποια έπεσε πισωπατώντας στην πισίνα, ξερατά παντού, φωνές, παγωμάρα , «και τώρα τι θα γίνει με τον γάμο;» σκέφτηκαν πολλοί, ο ιδιοκτήτης του χώρου έπαιρνε παντού τηλέφωνα «ας τον πάρει κάποιος μην χαλάσει η φήμη του μαγαζιού μου» λέω εγώ αντί γι’ αυτόν, ο καραφλός δίπλα μου «μετανάστης είναι καλά να πάθει» σκεφτόταν αδιάλειπτα. Κι όμως οι περισσότεροι στενοχωρήθηκαν πραγματικά, οι περισσότεροι θα πήγαιναν στο νοσοκομείο να δουν τι θ’ απογίνει, μήπως την γλυτώσει. Αλλά ή νύχτα είναι αφιερωμένη στη χαρά των παιδιών που παντρεύτηκαν. «Και τι φταίμε εμείς που αυτός οδηγεί απρόσεκτα;», «γιατί να σταματήσουμε τη διασκέδαση. Πρώτη φορά τον βλέπουμε. Λυπούμαστε όμως πολύ. Να η γυναίκα μου κλαίει.», «κρίμα το παιδί. Κρίμα. Τον πούστη τον οδηγό που σπίνιαρε κι έφυγε. Καρκίνος στο σπίτι του.», «ότι πουν τα παιδιά κι οι γονείς τους θα κάνουμε. Αυτοί αποφασίζουν». Να μερικές σκέψεις που θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Κι αυτό, το άψυχο σώμα με ένα γαλήνιο ύφος, μωρουδίστικο σχεδόν μας έβλεπε και δεν καταλάβαινε τίποτα.
Αφού τον πήρε το ασθενοφόρο και έγιναν οι απαραίτητες ερωτήσεις από την αστυνομία σηκώθηκε ο πατέρας της νύφης και είπε. «Όλοι μας νιώθουμε παγωμάρα όλοι μας σοκαριστίκαμε. Όμως είμαστε για άλλον λόγο εδώ. Εγώ θα πρότεινα το γλέντι να συνεχιστεί. Μακάρι ο θεός να αναπαύσει το άτυχο παιδί» Σιωπηλά συμφώνησαν όλοι. Συνεχίσαμε την μουσική και το κέφι με την ώρα άρχισε να ζεσταίνεται, όχι όπως πριν όμως. Κι όμως κάποιοι έφυγαν και κάποιοι άλλοι που έμειναν ήταν σιωπηλοί κι αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλο. Κι έμειναν γιατί; Τέλος πάντων έτσι κάπως ήμουν κι εγώ. Δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω γι’ αυτό που έκαναν. Ήταν ένα εντελώς τυχαίο περιστατικό που στην πιο μακάβρια σκέψη δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Και να χαλάσει η διασκέδαση γι’ αυτό; Απ’ την άλλη όμως αν ήταν κάποιο παιδί του συναφιού τους, κι ας μην το ξέρανε καλά θα συνεχίζανε; Εγώ έκλεισα τα μάτια κι έπαιζα εντελώς ασυναίσθητα προβληματισμένος κι αηδιασμένος με τον εαυτό μου που έκατσα εκεί για να μην χάσω το νυχτοκάματο. Κι εκεί ζαλισμένος απ’ τις σκέψεις έβλεπα τα ζειμπέκικα του γαμπρού ανακατεμένα με το χαμόγελο των γονιών του και το κενό βλέμμα του νεκρού υπό τον ήχο κομπολογιού να με πλησιάζουν και να νιώθω ότι το κεφάλι μου θα σπάσει. Τότε έσκυψα μπροστά και ξέρασα πάνω μου.
.......

24/6/10

Flantza viarnte nti Sikara*

Καίω φλάντζες
ενώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου
μετρώ τους αμέτρητους θανάτους μου
και φαντάζομαι τις ατέλειωτες βυζάρες σου.
Χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο
όταν σκάει μπροστά μου η ανυπόφορη εικόνα σου
με τα σφιχτά σου μπούτια
το φουσκωτό το μουνάκι
και το βλέμμα που σε βιδώνει εις την θέσιν σου.
Βαράω το λαγούτο αφρίζοντας
ακούω κι ηλεχτρισμούς τρίζοντας
μουγκρίζω και μουγκανίζω,
σα μωρό παιδί (χεχε)
και καθώς τελικά
βαράω και μια μαλακία να τελειώνουμε για σήμερα
βλέπω, στο αδύνατο να πέσει -μια που δεν ευχαριστήθηκε χωρίς συναίσθημα το πουλάκι μου- πουλί μου
εσένα να γελάς από μακρυά
μνησίκακα
να μου σκίζεις τα φυλλοκάρδια, πάλι
και πάλι (και πάλι)
άκαρδη,
σκληρόκαρδη,
γιατί είσαι, έτσι; - άλλο τώρα πώς φέρομαι εγώ
βλέπω λοιπόν,
βλέπω λέω, τελικά
κατάματα τον εαυτό μου,
σαν αυτό που πραγματικά είμαι:
ένας απλός
τυπικός
μικρούλης
παπάρας. :)

(κάνε γεια στο θείο!)





(ο δεύτερος και τρίτος στίχος είναι από το «Τρανζίστορ» του Μ. Σαχτούρη)

*Ο τίτλος είναι από παραδοσιακό Βλάχικο του Μετσόβου που αγνοώ το νόημά του, όποιος έχει καμιά ιδέα ας μου πει. Ακούστε το από δω. Ωραία εκτέλεσις.
.......

16/6/10

Ένα όνειρο που το είδα χτες

Σε μια θάλασσα το βράδυ σκαρφαλωμένος σε δυο πανύψηλα πλαίσια ορθογώνια σιδερένια που τα έβρεχε από χαμηλά το κύμα και πέφτοντας στη θάλασσα τα γκρέμιζα κι αυτά με το βάρος μου, που ήταν και ο σκοπός της παράξενης διαδικασίας. Ένας γκριζομάλλης μεσήλικας κατηύθυνε από πιο μέσα από το άκρο και μας κοιτούσε με αινιγματικό χαμόγελο που σήμαινε διάφορα μπορεί όμως ίσως και γνώση. Γκρέμιζα τα σίδερα με τινάγματα των ποδιών και πέφταμε όλοι μαζί στο βυθό ανάκατα άτομα δύο-τρία, άντρες, γυναίκες όμορφες με σγουρά μαλλιά που ισορροπούσαν ως τώρα πανω στην κόχη μέσα σε αφρούς πέτρες και μπάρες που ενώ εγώ που φοβάμαι τη μαύρη τη θάλασσα ανέβαινα πάνω τελικά πιο άνετα από ποτέ. Σε λίγο επαναλάμβανα τη διαδικασία και κινήσεις με σοβαρότητα σπρώχνοντας σίδερα που γκρεμίζονταν ακόμα πιο δύσκολα που όμως κι αυτά τελικά έφευγαν γλιστρώντας και ανεβαινα και πάλι στην κορυφή ξανά γιατί και ξανά τα είχα καταφέρει εγώ μόνος μου παραδόξως. Αλλά κι οι άλλοι ακολούθαγαν. Ξυπνάω καθώς βλέπω να ανεβαίνω από τον μαυροπράσινο πυθμένα προς την επιφάνεια κοιτώντας ψηλά το θαμπό φως που ερχόταν από πάνω μου και που τρυπούσε το νερό σαν δέσμη αμυδρή στο χρώμα λευκή από ακτίνες.
.......

6/6/10

χτες βραδυ

χτες βραδυ
ντραπηκα για μενα
κοιταξα στον καθρεφτη εμενα
τα ματια ηταν παραξενα
εκαιγε μεσα τους μια αχτιδα
αλλιωτικη
ξαφνιαστηκα με μενα
ειδα σ΄αυτα κατι ως τωρα
ανεκφραστο απο μενα
αγνωστο
να διαπερναει το χρονο το τζαμι
με κοιταξε κι αυτο
εμενα
μεσα απτον καθρεφτη
ηταν ομως μια ωρα δεδομενη
δεν ημουν ο ιδιος ιδιος ιδιος
οπως ειχα αλλοτε υπαρξει
εκλαψα
για μενα
για αυτο που ειδα
για αυτο που καταλαβα
εκλαψα
εφυγα απτον καθρεφτη
εσβησα γρηγορα το φως
βγηκα εξω
εκανε ηδη κρυο
στον κολπο η θαλασσα
βαθια μαινοταν


.......

21/5/10

Τώρα με το δντ (sofita says:(6:41:48 ΜΜ)...)

Τώρα με το δντ
θα βρω μικρότερο σπίτι
θα πηγαίνω (ακόμα πιο πολύ) με τα πόδια
θα αργήσω να ξαναγοράσω ρούχα
(όχι παπούτσια)
θα κόψω τα πολλά τα ‘στιατόρια
τα πολλά τα βιβλία (έτσι κι αλλιώς δεν προλάβαινα)
τα πολλά ταξίδια
δε θα ντρέπομαι άλλο να βρίζω τους αντιπροσώπους
που θα βρίσκω μπροστά μου, δυνατά
με φτυσίματα (δε θα δείρω μάλλον)
θα μαγειρεύω πιο πολύ
αν βρω κήπο θα φυτέψω και πράματα
σκόρδα, ντομάτες, όπως παλιά
θα αφήσω τον υπολογιστή να ωριμάσει μαζί μου
το κινητό να γεράσει μαζί μου
θα προσπαθήσω κι εγώ για το καλύτερο, ντάξει
θα δουλεύω για μένα αλλά και για το σύνολο, σύμφωνοι
κόντρα στους αντιπροσώπους, εννοείται
αλλά μια φορά,
ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ,

tous lafedes den proleitia na tous steritho!
.......

12/5/10

3

1.

Θα πάρω έναν κίονα από την Ακρόπολη
θα τον βάλω στη μέση του σπιτιού μου
και θα δέσω γύρω απ’ αυτόν
(με κοντό σχοινί)
τα νεύρα μου
ΟΥΤΩΣ ΩΣΤΕ να μην με φτάνουν.
Νισάφι πια



2.

Τον σκύλο τον λένε John
Την γάτα την λένε John
Τον ρινόκερο τον λένε John
Τον ουρακοτάγκο τον λένε John


Την γυναίκα με την πριονωτή κυματομορφή στην μασχάλη την λένε John
Το παιδί σε συμπιεσμένους ήλιους τον λένε John
Τον άντρα ξερατό και καμμένο λάστιχο τον λένε John
Το κορίτσι όνειδος την λένε John


Την κουρτίνα την λένε John
Τον παππού μου πίσω απ’ την κουρτίνα τον λένε John
Την τρύπα στον παππού μου πίσω απ’ την κουρτίνα την λένε John
Τo πιστόλι που άνοιξε την τρύπα στον παππού μου πίσω απ’ την κουρτίνα το λένε John


Το σαπισμένο συκώτι το λένε John
Τον τρικερατώψ τον λένε John
Την στάση εκ του ισχύως την λένε John
Ένα κανάλι στην Αγγλία το λένε BBC





3.

- Καλά εσύ ομοίασες με φιλάνθρωπο. Ψέμματα;

- Ξεπροβιαλίνω ακραγάτι
περστίνιο φχιονολιπίσκο δάρντι

Ιτρονεβές ρεπ τρακενικ
Όπλεκ ανίκ κραβομπανίκ

Όπρουκ σόκουρ ντουλερέν
Όπρεκ σεκέν ντρε φελερέν

Ασβέκ κινουχιαβόλι σμάκα
Όφκεξ ναρτιλαμάκα άνκα

Κιμπούκαπ άπες σουκάρεν
Φχίχεν εφάκα ον εκδζάνεν

Επακασουκολινιξιέρτι
Πρασκοβουλέντρι θέντι μέρτι

- Μια ζωή μαλάκας.
.......

6/5/10

Το Χρονικό

Απόσπασμα από «Το Χρονικό» του Τάκη Σινόπουλου, εκδ. Κέδρος 1975.


Επιλογή λέξεων, ήχος: χζ

.......

24/4/10

ΠΩΣ

Πώς ανταλλάσσεται η κατασκευή
με το αίμα
πώς η θάλασσα υπάρχει
δίχως τον ουρανό
πώς στον καθρέφτη κοιτάς
φίλε μου
γράφοντας με το στυλό σου
πώς να 'ρθεις δίπλα μου κοντά μου
ενώ εσύ ξέρω πια πως
ανήκεις αλλού.

******

Πώς γίνεται να σε αγγίζω
ενώ έξω ζητάνε φωτιά
πώς να φιλώ το δέρμα σου
ενώ αύριο φεύγεις
να πίνω να κλαίω να τρεκλίζω
ενώ σκιές ορίζουν το αύριο
πώς να σε σκέφτομαι - ποτάμι οι λέξεις
ενώ εσύ ξέρω πια πως
ανήκεις αλλού.

******

Μα θα κρατήσω
την ώρα κλειδωμένη εγώ,
ως μόνος χρονοκράτωρ.
Σε αντάλλαγμα, θέλω τη
ζέστη σου.
Θα έρθεις
θα με αγγίξεις
θα με κρατήσεις σφιχτά στη λαβή σου
θα με παγιδεύσεις μέσα στο σώμα σου
θα μου μιλήσεις με λόγια ήμερα
κι εγώ για λίγο θα ξεχάσω
πως εσύ πια οριστικά
ανήκεις αλλού.

.......

11/4/10

Ο Βράχος, εμείς μέσα Του

Σαν τουφεκιά από τα δύο μέτρα.
Κάθε φορά η ώρα της αλλαγής τσακίζεται
πνίγεται στα αίματα.
Η εικόνα πέφτει συντρίβεται στην πραγματικότητα -
τα πόδια τρέχουν τα χείλη φωνάζουν
το αίμα κυλάει.
Απ΄το χέρι απ΄το πόδι. Απ΄το κεφάλι.
Απ΄το δέντρο απ΄το χορτάρι από το χώμα.
Αδελφέ Δάσκαλε Θάνατε
δώσε τις εντολές Σου, χάρισε τις επιταγές Σου,
δείξε το σκληρό Σου δρόμο.
Υποδεχτείτε Τον.
Αφήστε Τον να έρθει να ορίσει
να στολίσει τη χυδαία χαμερπή ποταπότητά μας
να νοηματοδοτήσει να διατάξει Αυτός
ποιοι θα φύγουν ποιοι θα μείνουν,
εσύ, εγώ, ο διπλανός μου, δεν έχει σημασία - το ίδιο
τυχαίες μονάδες ενός τυχαίου συνόλου - είναι το ίδιο.
Μη φοβάστε
το αίμα που κυλάει, το αίμα που τρέχει
μην κρίνετε
είναι ανώτερό μας, είναι μείζον μας
είμαστε εμείς οι ελάσσονες
αφήστε να γεμίσει τους μυς, να δροσίσει το κορμί
να βάψει τα δάχτυλα
αφήστε να τρίξουν οι πέτρες να τρίξουν τα δόντια
να λάμψουν τα πρόσωπα
αφήστε προπαντώς τα χτυπήματα,
αυτή τη μονότονη πηχτή μουσική
- πρέπει μόνο να δίνουμε και να παίρνουμε δυνατά χτυπήματα.
.......

31/3/10

ΣΤΟ ΘΗΡΙΟ

Που πας θηρίο
Θηρίο με τα ματωμένα δόντια

Εσύ που κάποτε έμοιαζες με τον φόβο
Και τώρα γραφικό
Θηρίο
Στέκεσαι στην αμμουδιά
Πίσω σου
Η εξαγριωμένη θάλασσα
Κι ολόγυρά σου
Ο κοκκινισμένος ουρανός
Μ’ αυτό το βλέμμα που έσπερνε φόβο
Τώρα βλέμμα ξεγραμμένου ηδονοβλεψία ανθρώπινων πόνων

Ποιος σου υποσχέθηκε αίμα και κοντάρια
Και λαγήνι
Λέγε ποιος

Κι εσύ έτρεξες να πιείς το αίμα
Να σπάσεις τα κοντάρια
Να γκρεμίσεις τα λαγήνια
Κι έμεινες μόνο
Εσύ και το μίσος σου

Να που υπάρχει δικαιοσύνη

Αυτός που χάθηκε παν τρία χρόνια
Βρέθηκε
Και του δώσαμε φαΐ
Και του δώσαμε ρούχα
Και του κλείσαμε την τρύπα πάνω απ’ το μάτι
Και του στρώσαμε να κοιμηθεί
Του γιατρέψαμε τις εκδορές του φόβου και της καχυποψίας
Κι απ’ τη χαρά του γύριζε στους δρόμους κι έπεφτε στις λάσπες

Να φύγεις θηρίο
Θηρίο με τα σιδερένια δόντια

.......

25/3/10

25η Μαρτίου: να σου πω μια ιστορία

Οι έρημοι Σουλιώτες εχαθήκαν
Οι έρημοι Σουλιώτες δεν υπάρχουν πια

Μπερδεύτηκαν με τς άλλους της Ελλάδας
Και πάψαν να μιλούν αλβανικά

Για τέσσερις αιώνες σκαλωμένοι
σε βράχους πάνω σε άγρια βουνά

Eζούσανε με πρόβατα και μ' όπλα
δανείζαν τόκους χάριζαν κλεψιά

Πολέμαγαν τη νύχτα σαν τους ίσκιους
με λάσπες στα ντουφέκια στα μαλλιά

Μακελαραίους τς έλεγαν οι Τούρκοι
κι οι όμοιοι που πιστεύαν τον Αλλάχ

Με ξουρισμένα μέτωπα, κροτάφους
τη βρώμικη την κάπα από αρνιά

Απ' τα βουνά τους βγαίναν για να κλέψουν
Ρωμαίο Αλβανό Τούρκο ραγιά

Στα σπίτια τους είχαν χοντρούς τροχάλους
να μην τους βρει σουλιώτικη ριξιά

Κι αυτοί Ρωμέοι είχαν γενεί στην πίστη
μα σκότωναν μη χάνοντας καμιά

Τη φάρα τους πιστεύαν πάνω απ' όλα
κι αυτή τους εξεκλήρισε σιγά

Σκοτώθηκε ο ένας με τον άλλον
μ' άδειο ντουφέκι, μπάλα δανεικιά

Εμείναν οι φτωχοί απά στους βράχους
οι πλούσιοι αγαπήσαν τον πασά

Μα κι ως το τέλος δεν τους διώξαν όπλα
μα αρματολίκια, στρατηγίες, πουγγιά

Στο Μισολόγγι πήγαν με τους άλλους
σηκώσανε σημαία Ελληνικιά

Πολέμαγαν πιο ατρόμητα απ' όλους
μα με το μάτι πάντα στα φλουριά

Αγάπησαν το Γένος την Πατρίδα
σαν να 'τανε δικιά τους φαμελιά

Μα πόλεμο, τον πόλεμο αγαπούσαν
να μην ζουν σαν το δούλο, το ραγιά

.......

12/3/10

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. SCHWITTERS

Πολύ συχνά μου έρχονται στη μνήμη τα ποιήματα του Schwitters και προπάντων η απαγγελία του. Τότε είναι που τα μπερδεύω τελείως. Χάνω τον έλεγχο του δρόμου και το σώμα μου κινείται αυτόματα σε παράξενους σχηματισμούς. Άλλες φορές σχηματίζω νοητά τετράγωνα και τρίγωνα ή ομόκεντρους κύκλους με την κίνηση του σώματος κι άλλες φορές προχωρώ ακατάληπτα ατέλειωτες ευθείες σε ξέφρενους ρυθμούς. Αυτό συμβαίνει όσο κρατάει η επήρεια των ποιημάτων. Τη διάρκεια δεν μπορώ να την υπολογίσω. Έρχονται μόνα τους κάθονται όσο θέλουνε και φεύγουνε ξαφνικά αφήνοντας μου ένα χρονικά ανεπαίσθητο κενό ικανό όμως να μου προξενήσει ζάλη και να βρεθώ οριζόντιος στην άσφαλτο. Το παράξενο είναι ότι μετά την επήρεια δεν θυμάμαι τίποτα από τις πράξεις μου λες κι είχα ακατάληπτες παραισθήσεις ή τρία λίτρα αλκοόλ στο στομάχι μου. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Τα ίδια τα ποιήματα με έφερναν σ’ αυτήν την κατάσταση. Τί να κρύβανε άραγε οι φαινομενικά ανόητες λέξεις των ποιημάτων. Μήπως απελευθερώνανε την πιο ενστικτώδικη κίνηση του κορμιού; Μήπως κάποιο άλυτο μαθηματικό μυστήριο χαμένο στα βάθη της λογικής εκεί στα σύνορα με το ένστικτο και το συναίσθημα; Δεν το γνωρίζω. Πολλές φορές κοίταξα να βρω μια λύση αλλά δεν μπόρεσα κι εκεί που έψαχνα πάντα, τον μυριζόμουν από μακριά, να σου κι ερχόταν αργά αργά με την αλαζονεία του νικητή ο κατακτητικός στρατός των λέξεων του Kurt Schwitters. Είναι σαν να μην με αφήνει να βρω τη λύση, είναι σαν να μην με αφήνει να ξεφύγω, είναι σαν να λειτουργεί, ο συρφετός, χρησιμοποιώντας τη λογική κι ακόμα χειρότερα είναι σαν να τρέφεται και να παρακολουθεί τη δική μου λογική. Οι άνθρωποι σίγουρα θα με λένε τρελό όταν για παράδειγμα μπαίνω στα καταστήματα τους και τα διασχίζω με νοητά εξάγωνα (ή ότι άλλο, λες και θυμάμαι), όταν περπατώ στους δρόμους αργά και με τα πόδια μου να φτάνουν όσο πιο ψηλά μπορούν, όταν τραγουδώ αυτά τα ποιήματα με δύναμη και θεατρικότητα στις στέγες των εκκλησιών και των λεωφορείων, όταν τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ σηκώνοντας τα χέρια και ουρλιάζω θριαμβευτικά «ούλτα-έ», όταν βήχω επιδεικτικά μπροστά στα μούτρα σκυλιών και γατιών κι όταν μπουσουλάω μέσα σε περίπτερα και τουαλέτες καφενείων μην αφήνοντας κανέναν να πλησιάσει απευθυνόμενος σ’ αυτούς με το πρόσταγμα «ΓΑΒ». Σίγουρα. Κι εγώ αυτά θα έλεγα για κάποιον άλλο. Πόσες φορές δεν αναζήτησα την ισορροπία στη λογική. Να ξέρω που πατάω να ξέρω τι θα πω. Να κοντρολάρω το σώμα μου απόλυτα. Να χαϊδεύω τα σκυλάκια κι όχι να τους βήχω να φλερτάρω με ωραίες γυναίκες με στρατηγική κι υπομονή, να προγραμματίζω χωρίς φόβο και να νιώθω κυρίαρχος του εαυτού μου. Κι άλλες πολλές, πραγματικά πολλές φορές, να πνίγομαι απ’ την ηδονή του ακατάληπτου, να συνεπαίρνομαι απόλυτα από τον κύριο Schwitters. Να ζω σε ένα ασταμάτητο μεθύσι αυτοματισμών, πιθανοτήτων κίνησης, συνδυασμών και αυθόρμητων δημιουργιών μαθηματικών σχεδιασμών και εκφράσεων. Όμως αυτό που με δυσκολεύει πιο πολύ κι από τις δύο καταστάσεις είναι η εναλλαγή τους και η κατανόηση του προβλήματος. Ίσως να φταίει που κι ο ντανταϊστής Kurt στην προσπάθειά του να σοκάρει την κοινωνία της εποχής χρησιμοποίησε πολύ τη λογική για να δημιουργήσει το παράλογο του, ίσως να φταίνε οι κοινωνικές νευρώσεις, ίσως…
Έρχονται, φεύγω
.......

28/2/10

Θραύσμα #2: [ο Αυτόχειρας της κοινωνίας*]



μερικές πρωταρχικές αποκαλύψεις
που ετοιμαζόταν να κάνει
η κοινωνία συνωμοτώντας
σε όλη του τη ζωή του έκαψαν
αδικίας τέλος

και καλλιεργείται σε όλη τη γη καθημερινά
κάποια νύχτα εφηύρε την ψυχιατρική για να υπερασπίσει
είναι αρκετά δυνατή - και δεν πρόκειται για μια εικόνα,
αλλά μία τάξη εξoλoκλήρου βασισμένη στην εκπλήρωση
δεν ήταν τρελός

για να ξεχάσει τα τερατώδη γεγονότα
για να ξεχάσει τα τερατώδη γεγονότα
δεν ήταν τρελός

βρωμερής περιφρόνησης ηθελημένης ατιμίας φανερής υποκρισίας
την ψυχιατρική για να υπερασπίσει
η κοινωνία συνωμοτώντας τον εαυτό της
να τον κάνει να ξεχάσει

γιατί δεν πρόκειται για μια εικόνα αλλά
να τον κάνει να ξεχάσει την επίδραση αυτού του χτυπήματος,
να αποκαλύψει γεγονότα που κάτω από
δεν ήταν τρελός
σε όλη του τη ζωή του έκαψαν

σ΄έναν κόσμο που τρώει καθημερινά
έγινε ο άνθρωπος αφύσικος
έγινε ο άνθρωπος αφύσικος

η παρούσα ζωή διατηρείται σ΄αυτή την παλιά -
εκτός του ότι κατηγορήθηκε τον χτύπησαν
τον βάρεσαν κυριολεκτικά στο κεφάλι
εφηύρε την ψυχιατρική για να υπερασπίσει
εφηύρε την ψυχιατρική για να υπερασπίσει
εφηύρε την ψυχιατρική για να υπερασπίσει
αδικίας τέλος

κάτι δεν πάει καλά γιατί δε μπορούμε να μιλάμε
και καλλιεργείται σ΄όλη τη γη καθημερινά
την ενοχλούσαν στη συνείδησή της
την ενοχλούσαν στη συνείδησή της
κάποια νύχτα κατηγορήθηκε πως ήταν

γιατί δε μπορούμε να μιλάμε
απ΄τις αναζητήσεις μερικών φωτεινών προσωπικοτήτων
βρωμερής περιφρόνησης μιας πρωτόγονης
και δεν πρόκειται για μια
αλλά αποκαλύψεις που ετοιμαζόταν να κάνει
αλλά ο κόσμος αυτός,
απ΄τις αναζητήσεις μερικών φωτεινών προσωπικοτήτων

δεν ήταν τρελός
δεν ήταν τρελός




(* διασκευή σε μορφή ποιήματος πάνω σε μερικές σελίδες από το ομώνυμο έργο του Αντονέν Αρτώ)

.......

19/2/10

One Night of Love

---Κατεβάστε το ποίημα από εδώ. Είναι αναρτημένο με σύνδεσμο γιατί συγκεκριμένη μορφοποίηση στο μπλογκ δε μπορώ να πετύχω.---


.......

11/2/10

Αφορισμοί

Όταν το άλλο πρωί ξυπνάς μετά από πολύνεκρο αφιέρωμα στο Στελάρα και το πρώτο που κάνεις είναι να ψάχνεις στον Παγκόσμιο Ιστό τα «Παράνομα φιλιά», καταλαβαίνεις οτι μάλλον κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή σου.


*****


Όταν σε μια πόλη συναντάς δυο φορές σε μια ώρα ένα άγνωστο πρόσωπο στο δρόμο σκέφτεσαι πως η πόλη αυτή έχει πιθανώς κάτι να σου μάθει.


*****


(με τον τρόπο του χ.ζ.)
Όπου και να ταξιδέψω ο μαλακισμένος άνθρωπος με πληγώνει.


*****


Millenium - 2009: ποτέ ο ύπνος δεν ήταν πιο δύσκολος.


*****


Πρωινό κάποιου μήνα, κάποιου έτους, σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη:
«βγάλε λίγο ήλιο γαμώ το σπίτι σου...»


*****


.......

2/2/10

0

βαρα
μπασταρδε
βαρα γερα
να κοψει
να σκισει
στα δυο
να τελειωσω
χαμηλα
σε κοιταει
σε τρυπαει μαυρο ματι
ριξε τωρα
που ειναι
αλλα αν
αλλα αν δεν
διστασες
τοτε αργα
τοτε σηκωνομαι
γελια με σαλια πανω σου
δες το ματι μου καρφι στο μυαλο σου
σε τρυπησε βγηκε απο την αλλη
κοιταει στο μηδεν
καταλαβες
μηδεν κι ειμαι
στη ριχνω φιλε
φατην
ετσι ειναι η ζωη
γλιστρας
μηδεν εσυ
μηδεν εγω
καταλαβες
μηδεν φιλε
η αφαιρεση
μοναχα
αργει
φιλε



.......

24/1/10

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Σ’ ένα θεό ετάχτηκα θυσία να του κάνω
Αργά αργά ξεκίνησα και μ’ έπιασε η νύχτα
Στο δρόμο όπου βρέθηκα μόνος να περπατήσω
Δεν έτυχε ποτέ ξανά μονάχος να περάσω
Κι έχει και κρύο κι ο αχός θολός θολός μου βγαίνει
Καχύποπτο το βήμα μου εχθροί είναι τριγύρω
Τρείς ύαινες μ’ ακολουθούν τα χνώτα μου μυρίζουν
Βαδίζω αδιάφορα τα μάτια τρεμοπαίζουν
Αριστερά και δεξιά
Δίχως του κεφαλιού να φαίνεται μια κίνηση
Αθόρυβα οι ύαινες κοντά μου πλησιάζουν
Στρέφομαι προς το μέρος τους για λίγο πίσω κάνουν
Ορμώ ορμώ και χύνομαι, την πρώτη αγκαλιάζω
Τα δόντια μου στη σάρκα της βαθιά μέσα βουλιάζω
Κρατώντας τα δυο πόδια της που παν να ξεγλιστρήσουν
Μα η ψυχή σιγά σιγά το μονοπάτι βρίσκει
Και βγαίνει από του θεριού, τη σάρκα μες στο αίμα
Τότε τα δύο πόδια της άλλο δεν την κρατούνε
Και το κορμί με θόρυβο πάνω στο χώμα πέφτει
Το τελευταίο βογγητό επιθανάτιος ρόγχος
Υπόκωφος
Σηκώνομαι, το χέρι μου αμέσως κοκκινίζει
Καθώς από τα χείλη μου θεριού ξερνώ το αίμα
Το φτύνω μες στη χούφτα μου κι όλο το πασαλείφω
Στο πρόσωπο και στα μαλλιά και στ’ ακροδάκτυλά μου
Κλείνω τα μάτια κι ήσυχα την προσευχή μου κάνω
Σ’ ένα θεό, φονιά θεό, που μ’ έχει τιμωρό του
Το χέρι μου είναι χέρι του το μίσος ειν’ δικό του
Ακούραστα την κυνηγώ τη δεύτερη στο δάσος
Πριν να βραδιάσει ήτανε η μισή μες στην κοιλιά μου
Και ύστερα ξαπόστασα κι έπιασα το τραγούδι
Καθώς πάνω μου μπλέχτηκε από ζώα δυο το αίμα
Κι από την ώρα την πολλή άρχισε να ξεραίνει
Στο δέρμα μου το πιο πολύ στο πρόσωπό μου απάνω
Εκεί τα μάτια έκλεισα ο ύπνος να με πάρει
Την άλλη μέρα το πρωί κινώ να βρω την τρίτη
Η μέρα ήταν πιο ζεστή μα οι φυλλωσιές των δέντρων
Εκάνανε το βήμα μου πιο εύκολο να γίνει
Βρίσκω την τρίτη ατάραχη στα μάτια με κοιτάει
Σε μια κουφάλα κάθεται κι αρχίζει και μιλεί μου
Τα λόγια καταλάβαινα τα λόγια της μου λέγαν
«Μάθε ποιος είσαι κι ύστερα διάλεξε τους εχθρούς σου»
Το βλέμμα μου επιθετικό τα χείλη μου σφιγμένα
Εκείνη ήταν ακίνητη ψυχρή και ξαπλωμένη
Τα μάτια της τα μάτια μου φαίνετ’ αναζητούσαν
Μα ούτε στιγμή δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου
Τα λόγια αυτά που άκουσα τι άραγε σημαίναν
Κι ακόμα πώς το μπόρεσα λόγια να καταλάβω
Ύαινας λόγια που θεριά δεν τα καταλαβαίνουν
Απάνω της εχίμηξα
Με τα δικά μου κοφτερά τα δόντια και τα νύχια
Την έσφαξα τα μούτρα μου έχωσα στην κοιλιά της
Εκεί λοιπόν που τ’ άψυχο το σώμα της κειτούσε
Πρώτη φορά το πρόσεξα τα νύχια της πως μοιάζουν
Τα νύχια της τα χρώματα με τα δικά μου μοιάζουν
Κι έτρεξα λίγο παρεκεί που ήταν ένα ρυάκι
Να δω ήθελα αν το πρόσωπο που ολ’ αυτά σας λέει
Αν ύαινας είναι πρόσωπο
Το ρυάκι όμως ήτανε καιρό πια στερεμένο
Γιατί μήνες δεν έβρεξε στο ξεχασμένο δάσος
Με προσευχές προς τους θεούς που λίγοι τις γνωρίζουν
Να ξεδιψάσουν τα θεριά, ζητούσα, απ’ το ρυάκι
Τρείς μέρες προσευχόμουνα την τέταρτη το χάραμα
Ακούστηκε ένας θόρυβος μ’ όρμητικό να μοιάζει
Νερό που με ταχύτητα τ’ αυλάκι κατεβαίνει
Νερό πολύ, ξεχείλισε το δάσος να το πνίξει
Λίγο σαν ήρθε στην αρχή πρόλαβα να κοιτάξω
Πριν έρθει το ορμητικό νερό για να με πνίξει
Θυσία να γίνω σε θεό φονιά και ξεχασμένο
Κι είδα πως ήμουν ύαινα όμοια με τις άλλες
Τότε μόνο κατάλαβα τα λόγια τι σημαίναν


.......

21/1/10

Από την Αθήνα θα παν στο Βερολίνο.
Από τη Θεσσαλονίκη στο Άμστερνταμ.
Από Ξάνθη, Δράμα, Αλεξανδρούπολη θα πάνε Θεσσαλονίκη.
Από το Βόλο θα παν στην Αθήνα.
Από το Καστέλι στα Χανιά.
Από τη Ζίτσα στα Γιάννενα.
Απ΄ το Χλωμό στην Κέρκυρα.
Απ΄το Παρθένι στην Τρίπολη.


Και οι ραχούλες μοναχές κι οι κρυοβρύσες μόνες




.......

13/1/10

ΘΡΑΥΣΜΑ #1: [αιολική ενέργεια + άνθρωποι]


Στο βουνό

δήμαρχος από τ

ωριά, Μεσαύλια


θα καταστρέψουν

ως δασικ

που τους θεσπίζουν.


- δικές σας δράσεις;


έψει την Εταιρεία!

άνθρωποι μεγάλης ηλικ

φερα και γλίτωσα...


ορεινών όγκων,

ξέλεγκτα δρομους.


γιγάντια δέντ

για νότια

σιωπηλά τόσα χρόνια...


Στα χέρια μας έν

εριοχή ενώ ή και στη δύναμη

με τα μάτια μας!


«ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΖΩ ΚΑΙ ΔΕ ΣΑΣ


...Οι θεωρούν κ

κάθε άλλο παρθέν

γχουν την παραγωγή.


είχαν τοσ χωρίς

νομαρχία και να κλείσουν γι αυτ

ούς παράδες...


στη μεγαλύτερη πόλη τ

νεται το νερό, αύριο δεν θ


- ΜΑΚΑΡΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡ




(Το υλικό για το «θραύσμα #1» αντλήθηκε από εφημερίδα)


.......