11/12/09

Πλατεία Βενιζέλου

Σε μια μέθη ανάμεσα
τσικουδιά κρασί και κάτι ανεκπλήρωτο για πάντα
προχωράω στο δρομο
σε κοιτάω δυο ώρες
σφίγγω τις γροθιές
όμως δε θα χαλαρώσουν ποτέ
τρέχω γρήγορα γιατί
γύρω φυσάει νοτιάς
πρόβα λέει σε μιάμιση ώρα
(βαριέμαι λίγο)
στην πλατεία διάφοροι
ξένοι
ένας εδώ άλλος εκεί
στην άκρη οι μαύροι μόνοι τους
τους ντρέπομαι
δεν ξέρω τι να κάνω
ένας με βλέπει κατεβάζω το βλέμμα
με τον άλλο χαμογελάμε μαζί
τα δόντια του τεράστια
πεταγμένα
όπως οι άνθρωποι από τα κακοτράχαλα μέρη
τα ορεινά
έφτασε εδώ στη θάλασσα
θα κατεβώ προς την παραλία τώρα, στο ταβερνάκι
με περιμένουνε κάτι κορίτσια
από τη δουλειά
θα φάω απλά και ζεστά
όπως θα ήθελαν δηλαδή αυτοί στην πλατεία
να νιώσω τύψεις άραγε
σκέφτομαι τη μοίρα μου
μια ανατολίτικη σαφώς σκέψη
σκέφτομαι τη μοίρα αυτών
-έλα τώρα σοβαρέψου-
βαδίζω γρήγορα
γιατί ψηλά άρχισε να αστράφτει
δυστυχώς δε μπορώ να κάνω πολλά
αλληλεγγύη
βέβαια, ναι,
αλλά κι η πείνα πείνα
-να δώσεις λεφτά!-
καλά ηλίθιος είσαι;
να μιλήσω σε κάποιον
τουλάχιστον
ευγενικά, όχι σαν την κοπελιά
στην κούριερ:
«ΟΧΙ»
ανάγωγη και αυτόχθονη
δε γύρισε καν να τον κοιτάξει
ντράπηκα σαν
ας πούμε Έλληνας
που μιλάει τη γλώσσα αυτή
μετέφρασα ήρεμα
του είπα
κι έφυγα μετά
με το φουσκωμένο δέμα μου
να το ανοίξω σπίτι
να πάρω τα βιβλία και τα γλυκά
που μουστειλε από το σπίτι
η μάνα μου
γιατί φοβάται πάντοτε
ότι αλήθεια
περνάω πολύ δύσκολα

3 σχόλια:

  1. Ερημιά κι ακατοίκητο,
    στον ακαλυπτο απλωμένες κυλότες και φλας.Απο μεσα φανελα φορας κι'εναν ολακερο χρονο.
    Να τανε λεει Χριστουγεννα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. όταν γίνεσαι βιωματικός είσαι στα καλύτερα σου, άντε μπράβο.

    πρτφ

    ΑπάντησηΔιαγραφή