28/9/09

ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Σκάβω σκυφτός αυτό το χώμα
καθώς τα πουλιά αργοπετούν πάνω από το κεφάλι μου αμέριμνα
και τα χόρτα ορχιούνται στη συριστική μουσική του ανέμου

Ιδρώνω γυρισμένος προς τον εαυτό μου
καθώς αυτός, ο αέρας, μου χαϊδεύει αλαφριά την πλάτη και με προσπερνά
και ο σπόρος αναθρέφεται μες στη γης


Καρφώνομαι στο χώμα
καθώς ο χρόνος περνά, κουρασμένος πια κι αυτός,
ξαποστένοντας όλο και περισσότερο πάνω στο κορμί μου

Γυρνώ και επανέρχομαι στο έργο μου
συμπιέζοντας όλες τις άλλες ανάγκες μου καθώς το συνηθίζω
ενώ το κουρελιασμένο σκιάχτρο έχει γίνει ο περίγελος των κοτσυφών

Γίνομαι ένα με το χώμα
καθώς τα ρούχα μου ολοκληρωτικά έχει καλύψει
σφιχταγκαλιάζοντας με

Να ανασσάνω προσπαθώ
σαν να 'ταν η αναπνοή πανάκεια στην ανυπομονησία
της αμφισβητούμενης σοδειάς

Βουλιάζω στο χώμα
ενώ συνεχίζω απερίσπαστος με σφιγμένα χείλη
και πεισματώδη αισιοδοξία την προσπάθεια
ν' ανθίσω τα πάντα γύρω μου

.......

19/9/09

X

Φτύνω κατάμουτρα τον κόσμο που φτιάξαμε.
Έρχομαι εγώ, σήμερα, και του βάζω Χ φτύνοντάς τον στα μούτρα, κρατώντας απ’ το σβέρκο τη φίλη μου H.

Όλο έγραφαν κι έσβηναν οι προηγούμενοι κοιτάζοντας με δέος τους επόμενους.
Όλο έγραφαν κι έσβηναν και τώρα δε θα πίστευαν στα μάτια τους.
Δε θα τολμούσαν να πιστέψουν το μέγεθος του λάκκου που έχουμε πάλι ανοίξει.
Δε χρειάζεται να πω, ξέρουμε όλοι περί τίνος πρόκειται.
Περί ποιου λάκκου ανοιχτού που δεν κλείνει μιλάω.
Προσπάθησε να ελπίσεις. Κι εσύ!
Άδικος κόπος.

Όταν ακόμα και φωτεινοί άνθρωποι ενθουσιάζονται.
Όταν ριγούν με τα μεγάλα καταπληκτικά επιτεύγματά μας,
και με ανοιχτό το στόμα συνεχίζουν να θαυμάζουν.
Όταν ο πρώτος άνθρωπος με εμφυτευμένο τσιπάκι είναι πια γεγονός και κόβει βόλτες ανάμεσά μας.
Και λέει, κανένας χαλασμός κόσμου, όλα καλά,
μπορεί να συνδέεται με το Ίντερνετ κατευθείαν από τον εγκέφαλό του!
Μπορεί να κάνει υπολογισμούς με φοβερή ταχύτητα και να θυμάται ασύλληπτο όγκο πληροφοριών!
Μπορεί να κάνει και delete σε ότι δε θέλει να θυμάται.

Κι ο κόσμος;
Τα ίδια ο κόσμος. Και χειρότερα.
Καπνοί πάντα στο Αφγανιστάν - εκεί φυσάν ηρωίνη στα πρόσωπα
των παιδιών τους.
Για να ξεχαστούν ομαδικά, λογικό.
Μάλλον θα πέθαναν χτες καμιά χιλιάδα στην Αφρική, γενικώς.
Στην Ασία, δεξιά πάνω-πάνω, ζουν, πεθαίνουν, κανείς δεν ξέρει.
Βέβαια δεν υπάρχει και χρόνος.
Δεν υπάρχει χρόνος για τέτοιες λεπτότητες.
Στη Δύση ελευθερία-ευημερία και βέβαια ισονομία.
Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μπροστά στους νόμους.
Των εταιρειών.

Γι’ αυτό χόρεψε απόψε με το έξυπνο μπιτάκι πολλές φορές,
πάνω κάτω, πέρα δώθε, δεν είναι κι άσχημα.
Χόρεψε, αν δεν το κάνεις μπορεί και να σου στρίψει.
Πιες – μάλωσε - ρίξε ξύλο - φάε ξύλο πολλές φορές.
Τι να κάνεις-τι μπορείς να κάνεις!
Γαντζώσου σε ξένα μέλη πολλές φορές, ναι, σίγουρα, εκεί
είναι η σωτηρία σου.
Γεύσου λίγο σάλιο που ίσως αξίζεις, ίσως όχι,
όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο, όσο πιο γλυκό.....και μην σκέφτεσαι τα σύννεφα.
Τα γκρίζα σύννεφα, που θα τα σκοτώσουμε κι αυτά μαζί μας.

Αύριο άλλωστε χαράζει μια νέα μέρα.
Θα ξεκινήσουν όλα κανονικά.
Θα ξεχαστούν πάλι όλα, σαν μια ήρεμη βόλτα στην πλατεία, σαν μια όμορφη φωτογραφία υπολογιστή.

Σαν το τελευταίο κάδρο με όλους μας - κύριος, μη φεύγεις,
η φωτογραφία είναι για όλους εδώ.
Η χαρά είναι μεγαλύτερη όταν τη μοιράζονται όλοι.


.......

10/9/09

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ(5η ΑΝΑΦΟΡΑ)

Αφού έφυγε και χάθηκε στη στροφή του δρόμου ο νους μου έκανε την αντίθετη διαδρομή και γύρισε πίσω στη λέξη «τρελός». Εγώ τρελός; Αν είναι δυνατόν. Μα αυτή είναι η τρελή της γειτονιάς, αυτή κάθεται μόνη της όλη μέρα στο σπίτι, αυτή ζωγραφίζει ηφαίστεια μέσα στο πράσινο, αυτή κινείται σαν το αερικό και εν τέλει αυτήν αποκαλούν τρελή οι γείτονες.
Εγώ απ' την άλλη, δουλεύω, έχω κοινωνική ζωή, κύρος μεταξύ των συναδέλφων μου και είμαι και αγαπητός στη γειτονιά μου. Άσε που πληρώνω τους φόρους μου και προσπαθώ να 'μαι τυπικός πάντα με όλους. Πώς ένα τετράγωνο μυαλό μπορεί να βρίσκεται εκτός πραγματικότητας. Πώς μπορεί να συγκριθεί αυτή μαζί μου. Μετά από πολύ διεργασία κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κανείς τρελός δεν παραδέχεται την παθολογική του κατάσταση συνεπώς μπορεί να λέει ότι θέλει όπως θέλει. Αυτή η σκέψη με συνέφερε* κι έτσι αμέριμνος πήρα τον δρόμο για την κατοικία μου.
Καθώς προχωρούσα προβληματισμένος για το πώς θα καταφέρω να κάνω μια κανονική συνάντηση μαζί της αλλά και χαρούμενος που μου μίλησε μ' αυτόν τον τρόπο, έστω κι αν ήταν κάπως ειρωνική μαζί μου, περπατώντας εντελώς μηχανικά χωρίς να έχω προσέξει καν αν ήταν μέρα ή είχε νυχτώσει ένιωσα μια βαριά απωθητική μυρωδιά να με πλησιάζει.
Σήκωσε το κεφάλι κι έιδα έναν μεσήλικα να μ΄ έχει φτάσει σχεδόν. Ήταν καραφλός, απ' αυτούς που νομίζεις ότι η καράφλα τους είναι αποτέλεσμα αρρώστιας, μιας και ελάχιστα ταλαιπωρημένα μαλλιά βρίσκονταν ανάκατα στο κεφάλι του. Είχε μεγάλη μύτη, ήταν αλλοίθωρος, στραβοπόδης, φορούσε παντόφλες ώστε να φαίνονται τα παραμορφωμένα λιγδιασμένα δάχτυλά του, τα οποία ήταν αναγκασμένος να κοιτάζει συνέχεια λόγω της καμπούρας του κι έβηχε σαν βαριά άρρωστος σκύλος. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος αφού έφτασε το γεμάτο αμηχανία κορμί μου, το οποίο διαπερνούταν κι από ελαφρές διαθέσεις φόβου, μ' ακούμπησε στον ώμο, γέλασε πνιχτά βγάζωντας έναν υψίσυχνο ήχο λέγοντάς μου:
«Ξέρω τί κάνεις, κι αν δεν κάνεις το ξέρω κι αυτό».
Εγώ ξεπερνώντας την αμηχανία και τον φόβο και διασκεδάζοντας με την κακομοίρικη και μίζερη εμφάνισή του τον ρώτησα.
«Τί κάνω δηλαδή;»
«Άμα σε διατάξουνε να κάνεις κάτι που δε θέλεις, νευριάζεις, κοκκινίζεις,σφίγγεις τις γροθιές σου, σκύβεις το κεφάλι και τελικά κάνεις αυτό που σου λένε.»
Μετά άρχισε να γελάει εκνευριστικά κι ασταμάτητα ταρακουνώντας ταυτόχρονα τον ώμο μου. Στην αρχή ήμουν ήρεμος. Σχεδόν αμέσως όμως νευρίασα τόσο πολύ που βγήκα εκτός εαυτού. Τότε, χίμηξα στον λαιμό του, τον άρπαξα βίαια, τον έβαλα σ' ένα στενάκι (ενώ αυτός δεν αντέδρασε καθόλου) και τον πέταξα πάνω σε κάτι σκουπίδια που ήταν σωρός στην γωνία. Κοίταξα γύρω μου αν είναι κανείς κι αφού βεβαιώθηκα πως όχι, έπιασα ένα δισκοπότηρο που βρήκα πεταμένο στα σκουπίδια, κι όπως ήμουν αναψοκοκκινισμένος από την μανία μου άρχισα να του το κοπανάω αλύπητα στο κεφάλι του. Έβαλα τόση πίεση στα χέρια, πονούσα για πολύ καιρό από τότε, με αποτέλεσμα να του το σπάσω εντελώς. Στο τέλος τα κόκκαλα, το αίμα, τα σκουπίδια και το μίσος μου είχαν γίνει όλα μια άμορφη μάζα χωρίς να ξεχωρίζει το κάθε συστατικό. Έστεκα ακίνητος παρακολουθώντας για ένα δεκάλεπτο περίπου το έργο μου. Στην αρχή, σαν μαστουρωμένος που απολαμβάνει την επήρεια του ναρκωτικού, έτσι κι εγώ απολάμβανα την καταστροφή. Όσο όμως περνουσαν τα λεπτα και το μίσος έδινε τη θέση του στις τύψεις άρχισα να αντιλαμβάνομαι την πράξη μου και φοβισμένος έφυγα τρέχοντας από το σημείο του φόνου.Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός φαινόταν πως ζούσε στον δρόμο και σίγουρα, έτσι σκέφτηκα, δεν θα τον έψαχνε κανείς. Οι τύψεις όμως ήταν πιο ανθεκτικες από το μίσος κι έτσι πολλά βράδυα έμενα άυπνος χωρίς να μπορώ να ηρεμήσω.
Το όγδοο βράδυ τελικά κατάφερα ν' αποκοιμηθώ κι ονειρεύτηκα ότι ο Δήμαρχος μου απέμεινε τον Μεγαλόσταυρο του τάγματος των Ιπποτών, παρουσία της μασονικής κοινότητας της πόλης.Αφού φάγαμε με τον δήμαρχο τους υπαλλήλους του δήμου, μου πρόσφερε ένα δισκοπότηρο γεμάτο με αίμα γουρουνιού.
Το πρωί όταν ξύπνησα νέες τύψεις με κυνηγούσαν. Έπρεπε να βρω το εργαλείο του φόνου στο οποίο σίγουρα είχα αφήσει τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα. Ξεκίνησα λοιπόν την προσπάθειά μου προς αναζήτηση του δισκοπότηρου.

*(συνήλθε και σύμφερε. Και οι δύο έννοιες εννοούνται με το συνέφερε)

συνεχίζεται
.......