31/1/09

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ

Κοιταχτήκαμε κι αμέσως έφυγα καταλήγοντας στους στενούς δρόμους της πόλης. Αυτός ανέβηκε στο αερόστατό του και με προσπέρασε σε ελάχιστο χρόνο.Σε μια στροφή χτύπησε σε ένα μπαλκόνι και τα ρούχα του που είχε για να περάσει ένα μήνα πάνω στο μεγάλο κάστρο έπεσαν στον δρόμο. Μέχρι να στρίψω είχε κατέβει και τα μάζευε, ενώ ταυτόχρονα με πλησίασε ένας τύπος, με ένα καχύποπτο και συνάμα βλακώδες ύφος, λέγοντάς μου ότι ήθελε να δει αν έχει γίνει κάποια ζημιά. Σκέφτηκα ότι θα ‘ταν ο ιδιοκτήτης, αλλά τα κτίσματα ή τέλος πάντων αυτά τα παραμορφωμένα σπίτια στον 3ο τομέα της πόλης δεν ανήκουν σε κανένα. Ήταν κολλητά το ένα με τ’ άλλο με σκέπες μυτερές γερμένα προς την γη, μεγάλα πολύπλευρα παράθυρα και βαριές πόρτες. Πήρα το δρόμο για το ξενοδοχείο όπου έμενα. Ανέβηκα στο δωμάτιο 1407, κι αφήνοντας σε μια άκρη τα πράγματά μου βγήκα στο μπαλκόνι. Ένας νάνος που ήταν στην πόρτα μου είπε να κάτσω. Μ’ έγδυσε κι έφυγε. Απέναντι στις αρχαίες κολώνες με το ελάχιστο αέτωμα που τις ένωνε δύο άνθρωποι προσγειωθήκανε με αλεξίπτωτα. Ο ένας χόρεψε πάνω σ’ αυτές δίχως να πέφτει. Κοιτούσα άναυδος ενώ δίχως να κινήσω τα πόδια μου βρέθηκα μέσα στο δωμάτιο. Σε λίγο κι οι δυο πήδηξαν απ’ τις κολώνες και μαζί μ’ αυτούς μια κοπελιά. Σηκώθηκα και κοίταξα χαμηλά στο δρόμο αλλά κι οι δυο είχαν εξαφανιστεί. Προσπαθώ να κρύψω τη γύμνια μου πίσω από μια κουρτίνα απ’ τον άνθρωπο που μόλις μπήκε. Του ζητάω να μπει στον ξενώνα μέχρι να ντυθώ. Αυτός συμφώνησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Αποτράβηξα την κουρτίνα κι άνοιξα τη βαλίτσα μου. Δεν είχα τίποτα μέσα παρ’ όλο που σ’ όλη τη διαδρομή μου φαινόταν ασήκωτη. Αφού ντύθηκα μπήκαν άλλοι τρεις τύποι στο δωμάτιο μαζί με ένα καθυστερημένο. Με χαιρέτησαν θερμά σαν να είμαστε γνωστοί. Το καθυστερημένο μου χάιδευε τ’ αυτί με φιλούσε στο μάγουλο λέγοντάς μου πολλές φορές «Δημοκρατικός είμαι». Καθώς με πλησίαζε πολύ, η εκπνοή του με γαργαλούσε κι εγώ γελούσα.
Ξύπνησα απότομα. Κοίταξα σαν χαμένος τους τοίχους που με περιβάλλανε και καθώς κατάφερα, από τη ζάλη του ύπνου ξεφεύγωντας, να ξεκαθαρίσω την φωτογραφία του Αδόλφου και τη σημαία με τη σβάστικα απέναντί μου, ανάσανα με ανακούφιση.
Την επομένη με κάλεσαν επειγόντως στο γραφείο του διοικητή των S-S. Όταν μπήκα μέσα ο διοικητής με κοίταξε πολύ εκνευρισμένος. Έτρωγε τα μουστάκια του και γυρνούσε πάνω κάτω στο δωμάτιο ανήσυχος. Δεν είπε κουβέντα για 5 λεπτά. Κι ύστερα γυρνώντας προς εμένα απότομα είπε
- Είσαι πιστός στον Αδόλφο;
- Μάλιστα.
- Μάλιστα.(με ειρωνικό ύφος.) Εγώ άλλες πληροφορίες έχω.
- Από ποιόν;
- Απ’ την επιτροπή υπνοπαρακολούθησης.
- Ποιάν;
- Αυτό που άκουσες. Χθες το βράδυ σ’ επισκέφθηκε κατάσκοπος δικός μας κι όταν σου είπε ότι δήθεν είναι δημοκρατικός εσύ γέλασες. Δεν έδειξες την απαιτούμενη εγρήγορση που θα έπρεπε να έχει ένας λοχαγός του Γ΄ Ράιχ. (ουρλιάζοντας).
- Μα πώς επεμβήκατε στο όνειρό μου;
- Σκάσε ρε λες πολλά. Κι επειδή έχει ξανασυμβεί κι άλλες φορές από μέρους σου αυτή η μαλθακή στάση εμείς πήραμε τις αποφάσεις μας. Θεωρείσαι προδότης.
Πάρτε τον, φώναξε προς την πόρτα. Αυτή άνοιξε και τέσσερις στρατιώτες με τράβηξαν με την βία έξω. Με κατέβασαν στην αυλή, μ’ έστησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούμενο από άλλους τέσσερις στρατιώτες στο ενάμιση μέτρο με τα όπλα να κοιτάν την καρδιά μου. Παρατηρώντας τους κατάλαβα ότι ήταν οι τέσσερις τύποι που βρέθηκαν στο δωμάτιο 1407.
Αρνήθηκα να μου κλείσουν τα μάθια. Τέσσερις ταυτόχρονες ντουφεκιές. Βρέθηκα ξαπλωμένος κάτω. Ένας αξιωματικός με πλησίασε να μου ρίξει τη χαριστική βολή. Γέλασα δυνατά. Ήταν το καθυστερημένο απ’ το όνειρο. Μετά, σκοτάδι, σιωπή κι ακινησία.
.......

21/1/09

Στο σταθμό

Αναρωτιέμαι τι μ΄ έκανε να έρθω να καθίσω στο σταθμό, στη μέση μιας δύσκολης και κουραστικής μέρας. Ίσως είναι αυτή η παράξενη διάθεση που παλιά στο χωριό με οδηγούσε ψηλά στην εκκλησία (όχι λόγω πίστης, μάλλον η μυστηριακή συντροφιά των νεκρών με γοήτευε) ή σε απομακρυσμένα χωράφια γεμάτα πέτρες και ελιές που συνήθως δεν βρισκόταν κανείς. Περπάταγα για ώρες ανάμεσα σε πέτρες, δέντρα και ξερόχορτα καρφώνοντας συχνά στο χώμα ένα ξύλο ή ένα καλάμι που έβρισκα στο δρόμο μου.
Εδώ, στη φιλόξενη αυτή πόλη που ζω, δεν υπάρχει εκκλησία σε ύψωμα ούτε κάποιο μέρος που να μπορείς να είσαι απολύτως μόνος σου. Βρίσκει όμως κανείς σχεδόν ό,τι θελήσει: πιο πολλούς ανθρώπους με ίδια ενδιαφέροντα, πιο πολλά μαγαζιά για βόλτα ή για ψώνια, πιο πολλά θέατρα, βιβλιοπωλεία, πάρκα, μουσική. Ακόμα και πιο πολλά νεκροταφεία έχει. Στο χωριό πηγαίνω ακόμα συχνά, αλλά πια μόνο για μερικές ημέρες.
Καθώς το παρελθόν σκεπάζεται όλο και περισσότερο από τη γνωστή ομίχλη της εξιδανίκευσης και του καθαγιασμού και μετατρέπεται σιγά σιγά σε ανάμνηση, αναρωτιέμαι αν αυτό που ζω το έχω πράγματι επιλέξει, αν μου επιβλήθηκε μέσα από περίπλοκες σχέσεις ανθρώπων και συμφερόντων κι αν ακόμα τα ψιθυρίσματα που ακούω συχνά στον ύπνο μου είναι απ΄ τις νεράιδες που ζουν πάντα στα μακρυνά χωράφια στο χωριό και με καλούν πίσω γιατί έχασαν τη συντροφιά μου.
.......

14/1/09

Η ΦΑΛΑΙΝΑ

Μια τεράστια φάλαινα βγήκε στην ακτή κι αργοπεθαίνει.
Μια τεράστια φάλαινα βρίσκεται νεκρή στην ακτή.
Πλήθος κόσμου φωτογραφίζει την πανέμορφη φάλαινα.
Κι αυτή κείτεται αδιάφορα δίχως να δίνει σημασία, στημένη σαν μοντέλο
για τα ηδονοβλεπτικά διαφράγματα των φωτογραφικών φακών.
Κι ύστερα, διαμελίσανε τη φάλαινα σε μεγάλη αλυσίδα super market

με πολλά υποκαταστήματα σ' όλο το βασίλειο. .......