27/12/08

Σάββατο βράδυ (περί κτηνολογίας στις μέρες μας)

Και τότε ξαφνικά ακούστηκε ο κρότος.
Κάποιο βρωμερό γουρούνι πίστεψε πως μπορεί εύκολα να γίνει
καθαρόαιμος λύκος και να βγει στο δρόμο δήθεν για κυνήγι.
Όμως η μπόχα του ξεπέρασε κατά πολύ την αξιοθρήνητη μεταμφίεσή του
και δεν έπεισε κανέναν.

Μα κανέναν.
Ούτε τα πρόβατα,που την ώρα αυτή ησύχαζαν νυσταγμένα κι ήρεμα
όπως κάθε βράδυ στο κρεβατάκι τους.
Όταν όμως σταγόνες το κόκινο κύλησε στις πλάκες, αρκετά αποφάσισαν να βαφτούν μαύρα και να κάνουν ότι υπαγόρευαν οι νέες συνθήκες κράτησής τους.

Έτσι, τον ένα κρότο ακολούθησαν χιλιάδες άλλοι.
Σπασμένα τζάμια, σίδερα, πέτρες και ξύλα παντού.
Η φωτιά φυσικά δεν έλειψε.
Κατέφαγε αρκετή από την περιουσία του Αφέντη, δίνοντας μια σπάνια λάμψη στα μάτια των σκοτεινών προβάτων, ενώ έκανε τα υπόλοιπα να στριμωχτούν πιο πολύ μεταξύ τους.

Ούτε τα σκυλιά όμως έλειψαν.
Άρχισαν να γαβγίζουν μνησίκακα προς κάθε κατεύθυνση,
χιμώντας και δαγκώνοντας, όπου μπορούσαν.
Πίστεψαν κι αυτά πως θα γινόντουσαν ελεύθεροι κυνηγοί,
χωρίς φυσικά να θέλουν να θυμηθούν πως είναι ζώα εξημερωμένα,
που περιμένουν έτοιμο φαΐ και δεμένο αντίπαλο για να αγριέψουν.

Πίσω απ΄ τους καπνούς, ο Αφέντης κοιτούσε.
Έβλεπε το χαλασμό από μακρυά, ήρεμος καπνίζοντας το τσιγάρο του.
Σκεφτόταν πως όσο όλοι θα νομίζουν τη ράτσα τους σαν αυτή που τους έχει με τόσο κόπο και φροντίδα διδάξει, δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει τίποτα στον κόσμο.
Όσο τα γουρούνια, τα αρνιά, τα σκυλιά θα ξαναγίνονται γουρούνια, αρνιά, σκυλιά, τίποτα δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει ποτέ στον κόσμο, ευτυχώς.
.......

17/12/08

ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ

Ξάφνου ηκούσθη ο κρότος,
βράδυ σαββάτου,κι εμείς πεταχτήκαμε απ’ τα κρεβάτια μας.
Το αίμα κυρίευε τα ρούχα μας
Και τα παγάκια στο ουίσκι μας μεταμορφώνονταν σε σφαίρες.

Δίπλα μας πρόσωπα αγέλαστα, με χείλη σφιγμένα
Με την οργή στο βλέμμα, που φωνάζει
Που ουρλιάζει
Που ξεχύνεται και πνίγει τους δρόμους
Κι ότι κινείται αδιάφορα ακόμα πάνω τους

Και τις βιτρίνες του παλιού κόσμου


Και κάπου μακριά πίσω απ’ τη βιτρίνα της ΤV,
Πολιτικάντηδες και σφιγγοκωλάριοι αγκαλιασμένοι
με το βλέμμα στραμμένο στον φωτεινό και ψηφιακό πίνακα
των δημοσκοπήσεων, τραγουδούν και κλαίν ανάλογα το image τους

Άνθρωποι βιτρίνες

Ας τους σπάσουμε λοιπόν κι ας απαντήσουμε μια και καλή στην ερώτηση
«Ποιος είναι ο καταλληλότερος πολιτικός για θύμα στο επόμενο μεμονωμένο
περιστατικό;»

Κι ας τελειώνουμε πια μ’ αυτούς τους κακομούτσουνους
(που λέει κι ο φίλος μου ο Μπορίς ο Βιάν)
.......

2/12/08

Όταν

(διαβάζεται γρήγορα)

Το κορίτσι με το τρυφερό στήθος το διψασμένο μυαλό.
Το κορίτσι με το όμορφο στραβό χαμόγελό της.
Το κορίτσι που γελάει γελάει κλαίει με το χαζό αστείο πιο έξυπνη
κι από όλα τα θινκ τανκ μαζί.
Το κορίτσι που ναι βέβαια, θέλει, γουστάρει, μα όμως πάντοτε αγκαλιάζει με τύψεις.

Το χέρι πάνω τους. Το ίδιο χέρι, την ίδια στιγμή.

Το άρωμα της μιας πάνω στο άρωμα της άλλης.
Το δέρμα της μιας πάνω στο δέρμα της άλλης.
Το σώμα της μιας πάνω στο σώμα της άλλης την ίδια ευλογημένη αυτή στιγμή της τρελής ξέφρενης κάβλας.

Το άρωμα που χώνεται σαν καρφί τρυπάει τον εγκέφαλό σου.
Το άρωμα που τρυπάει για πάντα πέρα ως πέρα τα καμένα μηνίγγια σου.
Το άρωμα που σε παίρνει σε σπρώχνει να σπας να ραγίζεις το ταλαίπωρο σώμα σου,
σε παίρνει σε σπρώχνει να σπας να ραγίζεις το ταλαίπωρο σώμα της ανύποπτης άλλης.

Που μετανιώνεις ύστερα που προσπαθείς με κάθε τέχνασμα με όλη τη μανία σου να ζεις.
Που μετανιώνεις που προσπαθείς με κάθε τέχνασμα με όλη τη μανία σου να δείξεις ότι ζεις ότι υπάρχεις στην άλλη.
Που μετανιώνεις που ταξιδεύεις σε σκοτεινά δωμάτια που μιλάς με σκονισμένα χώματα
που δε στρέφεις καν στη γωνία δε θέλεις να γυρίσεις το κεφάλι.

Που μετανιώνεις - γιατί δε ζεις.
Γιατί νομίζεις ότι ζεις.
Γιατί πεθαίνεις.
Γι΄αυτό.

Ω ναι γι΄αυτό.
.......