14/10/08

Σε έναν ξανθό άγγελο

Όταν προχτές το βράδυ άφησα για λίγο το όργανο και πήγα κι εγώ σαν άθρωπος να κατουρήσω, σε είδα να κοιμάσαι στην τουαλέτα πιασμένη αγκαλιά με τη λεκάνη, σαν δυο αδερφάκια που κοιμούνται ένα χειμωνιάτικο βράδυ γαλήνια στο κρεβατάκι τους.
Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να συνεχίσει αλλά η ευγενής μου φύση δε θα μπορούσε να μου επιτρέψει έστω και μόνο να πιτσιλίσω από κοινή μας ανοησία τα ξανθά σου μαλλιά, τα πάντα υπέροχα (αλήθεια δε νομίζω να τα βάφεις ε;) Πόσα δεν είχα τραβήξει γιαυτές τις ξανθές ξεβαμμένες τρίχες στο παρελθόν! Και αλήθεια, πόσα επρόκειτο ακόμα.
Η φουσκωμένη μου κύστη ανυπόμονη διαμαρτυρήθηκε. Ένιωσα χαμηλά πιέσεις κοσμογονικές. Όμως, (και ενώ είναι αλήθεια πως για λίγο ξεκουμπώθηκα), δε μπόρεσα να ευτελίσω τη στιγμή, να κατουράω δηλαδή δίπλα στο πέρα βρέχει λυγερό κορμί σου...τραγουδούσες βλέπεις τόσο ωραία πριν τα αγαπημένα του Διονυσίου...η γλυκιά σου φωνή ανάδινε ηχοχρώματα άλλα, αγγελικά. Πίστεψα για λίγο πως όλα τα ούρι του Μωαμεθανικού Παραδείσου κατέβηκαν δίπλα μου, να απαλύνουν τη μίζερη μέχρι τότε πραγματικότητά μου, να μου χαρίσουν μια αυταπάτη γλυκιά που θα ευχόμουν να μην τελείωνε ποτέ.
Τόλμησα να σ’αγγίξω. Ναι ξέρω, είναι κάτι που δε θα έπρεπε καν να σκεφτώ. Σε άγγιξα όμως, όχι σε σημεία που δε θα προσέθεταν τίποτα άλλο παρά κοκκίνισμα στον αναγνώστη απλά και μόνο αν τα ανέφερα, αλλά στα ίδια αυτά ξανθά σου μαλλιά. Παραμέρισα ευγενικά το πρόσωπό σου προς τη μπανιέρα, μπας και γίνει χώρος να εξυπηρετηθούμε κι οι δύο τέλος πάντων. Την απειροστή αυτή στιγμή, σε άκουσα να ψελλίζεις το όνομά μου. Καλή μου Χριστίνα! ακόμη και μες το μεθύσι σου γνώρισες το τρυφερό άγγιγμά μου!...Όπως τότε. Χαμογέλασα, όμως μου κόπηκε αμέσως, καθώς έχωσες το κεφάλι σου μέσα στη λεκάνη και άφησες την πρώτη ριπή να ξεφύγει με κρότο σαν όλμος έξω από το Κουφόβουνο, τότε που ήμουν στην άσκηση με τα τεθωρακισμένα μαζί με το Ρούλια. Κατάλαβα τότε, κι ενώ παρέμεινες σε στάση καταδιωκτικού σε βύθιση, κεφάλι μέσα-κώλος πάνω, ότι θα ήταν πλέον μάταιο. Ο εγωισμός σου, κρατώντας τη λεκάνη επιδεικτικά για την πάρτη σου, θα ξεπερνούσε για ακόμη μια φορά την υπομονή μου, κι εγώ θα έπρεπε πάλι να γίνω μάρτυρας όσων θα λάβαιναν χώρα μπροστά μου, χωρίς καν να ερωτηθώ. Δε θέλησα να δω τη συνέχεια. Την ήξερα άλλωστε πολύ καλά. Σου ευχήθηκα καλή τύχη ενώ τόνοι τζιν ανακατεμένοι με φαγητά ανάβλυζαν από τα άλλοτε δροσάτα και μελένια σου χείλη, άνοιξα το βήμα και κατέβηκα τις σκάλες προς κάποιο -σαφώς πιο φιλόξενο- δέντρο, ενώ οι φωνές και τα βογγητά σου συνεχίζονταν αμείωτα πίσω μου.
.......

1/10/08

Και τότε

Ο ήλιος ανέτειλλε κοχλάζων πάνω από τη μικρή πόλη.

Μυρμήγκια ανεβοκατέβαιναν από νωρίς τα μεσάνυχτα
προς αναζήτηση τροφής, χρήματος κι ευκαιριών.

Άγνωστος διέσχισε βιαστικά το απέναντι πεζοδρόμιο.


Και τότε,
μέσα στην κάψα του στριφνού πρωινού,
του κάτασπρου,
όχημα παγωμένο δυο μέτρα από μένα
εξερράγη .......