27/12/08

Σάββατο βράδυ (περί κτηνολογίας στις μέρες μας)

Και τότε ξαφνικά ακούστηκε ο κρότος.
Κάποιο βρωμερό γουρούνι πίστεψε πως μπορεί εύκολα να γίνει
καθαρόαιμος λύκος και να βγει στο δρόμο δήθεν για κυνήγι.
Όμως η μπόχα του ξεπέρασε κατά πολύ την αξιοθρήνητη μεταμφίεσή του
και δεν έπεισε κανέναν.

Μα κανέναν.
Ούτε τα πρόβατα,που την ώρα αυτή ησύχαζαν νυσταγμένα κι ήρεμα
όπως κάθε βράδυ στο κρεβατάκι τους.
Όταν όμως σταγόνες το κόκινο κύλησε στις πλάκες, αρκετά αποφάσισαν να βαφτούν μαύρα και να κάνουν ότι υπαγόρευαν οι νέες συνθήκες κράτησής τους.

Έτσι, τον ένα κρότο ακολούθησαν χιλιάδες άλλοι.
Σπασμένα τζάμια, σίδερα, πέτρες και ξύλα παντού.
Η φωτιά φυσικά δεν έλειψε.
Κατέφαγε αρκετή από την περιουσία του Αφέντη, δίνοντας μια σπάνια λάμψη στα μάτια των σκοτεινών προβάτων, ενώ έκανε τα υπόλοιπα να στριμωχτούν πιο πολύ μεταξύ τους.

Ούτε τα σκυλιά όμως έλειψαν.
Άρχισαν να γαβγίζουν μνησίκακα προς κάθε κατεύθυνση,
χιμώντας και δαγκώνοντας, όπου μπορούσαν.
Πίστεψαν κι αυτά πως θα γινόντουσαν ελεύθεροι κυνηγοί,
χωρίς φυσικά να θέλουν να θυμηθούν πως είναι ζώα εξημερωμένα,
που περιμένουν έτοιμο φαΐ και δεμένο αντίπαλο για να αγριέψουν.

Πίσω απ΄ τους καπνούς, ο Αφέντης κοιτούσε.
Έβλεπε το χαλασμό από μακρυά, ήρεμος καπνίζοντας το τσιγάρο του.
Σκεφτόταν πως όσο όλοι θα νομίζουν τη ράτσα τους σαν αυτή που τους έχει με τόσο κόπο και φροντίδα διδάξει, δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει τίποτα στον κόσμο.
Όσο τα γουρούνια, τα αρνιά, τα σκυλιά θα ξαναγίνονται γουρούνια, αρνιά, σκυλιά, τίποτα δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει ποτέ στον κόσμο, ευτυχώς.
.......

17/12/08

ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ

Ξάφνου ηκούσθη ο κρότος,
βράδυ σαββάτου,κι εμείς πεταχτήκαμε απ’ τα κρεβάτια μας.
Το αίμα κυρίευε τα ρούχα μας
Και τα παγάκια στο ουίσκι μας μεταμορφώνονταν σε σφαίρες.

Δίπλα μας πρόσωπα αγέλαστα, με χείλη σφιγμένα
Με την οργή στο βλέμμα, που φωνάζει
Που ουρλιάζει
Που ξεχύνεται και πνίγει τους δρόμους
Κι ότι κινείται αδιάφορα ακόμα πάνω τους

Και τις βιτρίνες του παλιού κόσμου


Και κάπου μακριά πίσω απ’ τη βιτρίνα της ΤV,
Πολιτικάντηδες και σφιγγοκωλάριοι αγκαλιασμένοι
με το βλέμμα στραμμένο στον φωτεινό και ψηφιακό πίνακα
των δημοσκοπήσεων, τραγουδούν και κλαίν ανάλογα το image τους

Άνθρωποι βιτρίνες

Ας τους σπάσουμε λοιπόν κι ας απαντήσουμε μια και καλή στην ερώτηση
«Ποιος είναι ο καταλληλότερος πολιτικός για θύμα στο επόμενο μεμονωμένο
περιστατικό;»

Κι ας τελειώνουμε πια μ’ αυτούς τους κακομούτσουνους
(που λέει κι ο φίλος μου ο Μπορίς ο Βιάν)
.......

2/12/08

Όταν

(διαβάζεται γρήγορα)

Το κορίτσι με το τρυφερό στήθος το διψασμένο μυαλό.
Το κορίτσι με το όμορφο στραβό χαμόγελό της.
Το κορίτσι που γελάει γελάει κλαίει με το χαζό αστείο πιο έξυπνη
κι από όλα τα θινκ τανκ μαζί.
Το κορίτσι που ναι βέβαια, θέλει, γουστάρει, μα όμως πάντοτε αγκαλιάζει με τύψεις.

Το χέρι πάνω τους. Το ίδιο χέρι, την ίδια στιγμή.

Το άρωμα της μιας πάνω στο άρωμα της άλλης.
Το δέρμα της μιας πάνω στο δέρμα της άλλης.
Το σώμα της μιας πάνω στο σώμα της άλλης την ίδια ευλογημένη αυτή στιγμή της τρελής ξέφρενης κάβλας.

Το άρωμα που χώνεται σαν καρφί τρυπάει τον εγκέφαλό σου.
Το άρωμα που τρυπάει για πάντα πέρα ως πέρα τα καμένα μηνίγγια σου.
Το άρωμα που σε παίρνει σε σπρώχνει να σπας να ραγίζεις το ταλαίπωρο σώμα σου,
σε παίρνει σε σπρώχνει να σπας να ραγίζεις το ταλαίπωρο σώμα της ανύποπτης άλλης.

Που μετανιώνεις ύστερα που προσπαθείς με κάθε τέχνασμα με όλη τη μανία σου να ζεις.
Που μετανιώνεις που προσπαθείς με κάθε τέχνασμα με όλη τη μανία σου να δείξεις ότι ζεις ότι υπάρχεις στην άλλη.
Που μετανιώνεις που ταξιδεύεις σε σκοτεινά δωμάτια που μιλάς με σκονισμένα χώματα
που δε στρέφεις καν στη γωνία δε θέλεις να γυρίσεις το κεφάλι.

Που μετανιώνεις - γιατί δε ζεις.
Γιατί νομίζεις ότι ζεις.
Γιατί πεθαίνεις.
Γι΄αυτό.

Ω ναι γι΄αυτό.
.......

21/11/08

Ο ΚΡΕΟΠΩΛΗΣ, Ο ΠΕΛΑΤΗΣ ΚΙ Ο ΜΠΟΡΙΣ

Kάποιος κύριος μπαίνει σ’ ένα κρεοπωλείο.

-Καλημέρα σας.
-Καλημέρα. Τι θα θέλατε παρακαλώ;
Ο πελάτης βγάζει ένα χαρτί τουαλέτας απ’ την τσέπη του, το διαβάζει προσεκτικά, σηκώνει το κεφάλι του και αναφωνεί στον κρεοπώλη.
- Μήπως έχετε Σαρτρ;
-Βεβαίως και έχουμε.
-Ε βάλτε μου μισό κιλό παϊδάκια.
-Τι μας περάσατε για τίποτα ερασιτέχναι;
-ε;
-Λέω, είμαστε σοβαρό μαγαζί. Γκέγκε; Παϊδάκια δεν έχομε, μόνο μπούτι. Είναι λίγο βαρύ όμως στη χώνεψη. Έχει και κάτι μύγες απάνω.
- Αφήστε το τότες. Από Κάφκα τι υπάρχει;
- Κάφκα γάλακτος, κάφκα κοκορέτσι, του βουνού.
- Θα πάρω μισό κιλό του βουνού.
- Σωστή επιλογή, θα σας τυλίξω δώρο και την μύτη του Γκογκόλ που μου ‘χει ξεμείνει.
Ο πελάτης βγάζει ένα άλλο χαρτί τουαλέτας απ’ το παντελόνι του το διαβάζει και το ξαναχώνει μέσα στην τσέπη.
-Αν έχετε κι Αδόλφο Χίτλερ χοιρομέρι τότε μ’ έχετε καλύψει πλήρως.
-Μια στιγμή να κάνω παραγγελία (καλεί τον αριθμό και σε λίγα δευτερόλεπτα κάνει την πολυπόθητη παραγγελία). Στείλτε μου παρακαλώ χοιρομέρι Χίτλερ, σπλάχνα Νίτσε και τον καινούριο που μου έχετε υποσχεθεί. Μια βδομάδα περιμένω. Έχω πελάτες που περιμένουν. Α, έρχεται. Ωραία.
Κλείνει το τηλέφωνο.
-Περάστε το απόγευμα και θα χω το χοιρομέρι.
-φχαριστώ. Κάτι τελευταίο. Ντόπια κρέατα;
-Αν έχω; Εννοείται αγαπητέ. Αυτή τη στιγμή όμως μόνο αμελέτητα Εμπειρίκου.
-Δε μ’ αρέσει.
-Γειά σας είμαι ο καινούριος συγγραφέας (ακούστηκε μια φωνή από πίσω τους).
-Πως λέγεσαι παιδί μου;
-Μπορίς Παστερνάκ.
-Λοιπόν Μπορίς μπορείς να περάσεις μέσα στο ψυγείο σε παρακαλώ; Θα ρθω αμέσως.
Ο Μπορίς αμέσως εκαταδέχθη να κλειστεί μόνος του και τότε ο κρεοπώλης χασκογελώντας λέει στον πελάτη.
-Μπορίς-μπορείς.
-…;
-Λέω, Μπορίς –μπορείς. Καλό; Το λογοπαίγνιο ντε.
Ο πελάτης σκεφτικός για λίγο.
-Δεν σας καταλαβαίνω.
-Άστο να πάει στο διάολο. (εντελώς ξενερωμένος)
-Τι σας οφείλω;
-5 φιλάκια.
Μετά τα φιλάκια ο πελάτης έφυγε κι ο κρεοπώλης μπήκε στο ψυγείο να βρει τον Μπορίς Παστερνάκ.
.......

6/11/08

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Τα βουνά απλώνουν την σκιά τους
στο χωράφι μας.
Κι ο πατέρας μου σ’ εμένα
τη δική του


Τραγούδι κάνουν την πλαγιά
τα πουλιά
Κι η αγάπη του σιωπή,
κι απότομος γκρεμός


Μυρωδιές και σκουλήκια
πατούν το έδαφος
Όπως βαδίζει, το βλέμμα του,
το κορμί μου


Στη ρίζα του βουνού
δεντρό γίνομαι
Πατρικό το χέρι
που με ποτίζει.
.......

14/10/08

Σε έναν ξανθό άγγελο

Όταν προχτές το βράδυ άφησα για λίγο το όργανο και πήγα κι εγώ σαν άθρωπος να κατουρήσω, σε είδα να κοιμάσαι στην τουαλέτα πιασμένη αγκαλιά με τη λεκάνη, σαν δυο αδερφάκια που κοιμούνται ένα χειμωνιάτικο βράδυ γαλήνια στο κρεβατάκι τους.
Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να συνεχίσει αλλά η ευγενής μου φύση δε θα μπορούσε να μου επιτρέψει έστω και μόνο να πιτσιλίσω από κοινή μας ανοησία τα ξανθά σου μαλλιά, τα πάντα υπέροχα (αλήθεια δε νομίζω να τα βάφεις ε;) Πόσα δεν είχα τραβήξει γιαυτές τις ξανθές ξεβαμμένες τρίχες στο παρελθόν! Και αλήθεια, πόσα επρόκειτο ακόμα.
Η φουσκωμένη μου κύστη ανυπόμονη διαμαρτυρήθηκε. Ένιωσα χαμηλά πιέσεις κοσμογονικές. Όμως, (και ενώ είναι αλήθεια πως για λίγο ξεκουμπώθηκα), δε μπόρεσα να ευτελίσω τη στιγμή, να κατουράω δηλαδή δίπλα στο πέρα βρέχει λυγερό κορμί σου...τραγουδούσες βλέπεις τόσο ωραία πριν τα αγαπημένα του Διονυσίου...η γλυκιά σου φωνή ανάδινε ηχοχρώματα άλλα, αγγελικά. Πίστεψα για λίγο πως όλα τα ούρι του Μωαμεθανικού Παραδείσου κατέβηκαν δίπλα μου, να απαλύνουν τη μίζερη μέχρι τότε πραγματικότητά μου, να μου χαρίσουν μια αυταπάτη γλυκιά που θα ευχόμουν να μην τελείωνε ποτέ.
Τόλμησα να σ’αγγίξω. Ναι ξέρω, είναι κάτι που δε θα έπρεπε καν να σκεφτώ. Σε άγγιξα όμως, όχι σε σημεία που δε θα προσέθεταν τίποτα άλλο παρά κοκκίνισμα στον αναγνώστη απλά και μόνο αν τα ανέφερα, αλλά στα ίδια αυτά ξανθά σου μαλλιά. Παραμέρισα ευγενικά το πρόσωπό σου προς τη μπανιέρα, μπας και γίνει χώρος να εξυπηρετηθούμε κι οι δύο τέλος πάντων. Την απειροστή αυτή στιγμή, σε άκουσα να ψελλίζεις το όνομά μου. Καλή μου Χριστίνα! ακόμη και μες το μεθύσι σου γνώρισες το τρυφερό άγγιγμά μου!...Όπως τότε. Χαμογέλασα, όμως μου κόπηκε αμέσως, καθώς έχωσες το κεφάλι σου μέσα στη λεκάνη και άφησες την πρώτη ριπή να ξεφύγει με κρότο σαν όλμος έξω από το Κουφόβουνο, τότε που ήμουν στην άσκηση με τα τεθωρακισμένα μαζί με το Ρούλια. Κατάλαβα τότε, κι ενώ παρέμεινες σε στάση καταδιωκτικού σε βύθιση, κεφάλι μέσα-κώλος πάνω, ότι θα ήταν πλέον μάταιο. Ο εγωισμός σου, κρατώντας τη λεκάνη επιδεικτικά για την πάρτη σου, θα ξεπερνούσε για ακόμη μια φορά την υπομονή μου, κι εγώ θα έπρεπε πάλι να γίνω μάρτυρας όσων θα λάβαιναν χώρα μπροστά μου, χωρίς καν να ερωτηθώ. Δε θέλησα να δω τη συνέχεια. Την ήξερα άλλωστε πολύ καλά. Σου ευχήθηκα καλή τύχη ενώ τόνοι τζιν ανακατεμένοι με φαγητά ανάβλυζαν από τα άλλοτε δροσάτα και μελένια σου χείλη, άνοιξα το βήμα και κατέβηκα τις σκάλες προς κάποιο -σαφώς πιο φιλόξενο- δέντρο, ενώ οι φωνές και τα βογγητά σου συνεχίζονταν αμείωτα πίσω μου.
.......

1/10/08

Και τότε

Ο ήλιος ανέτειλλε κοχλάζων πάνω από τη μικρή πόλη.

Μυρμήγκια ανεβοκατέβαιναν από νωρίς τα μεσάνυχτα
προς αναζήτηση τροφής, χρήματος κι ευκαιριών.

Άγνωστος διέσχισε βιαστικά το απέναντι πεζοδρόμιο.


Και τότε,
μέσα στην κάψα του στριφνού πρωινού,
του κάτασπρου,
όχημα παγωμένο δυο μέτρα από μένα
εξερράγη .......

19/9/08

AΛMOΔOBAP, ENAΣ ΓNHΣIOΣ KOMMOYNIΣTHΣ

Όταν το 1976 ο Πέδρο Aλμοδόβαρ επισκέφθηκε την τότε Σοβιετική Ένωση πολλοί από μας ξαφνιαστήκαμε από αυτή την κίνηση γιατί τον θεωρούσαμε ως το Δυτικό σκηνοθέτη ο οποίος έμμονα ασχολιόταν με έναν εκφυλισμένο ερωτισμό, τέκνο της παρακμάζουσς καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν είχαμε αναλογιστεί ότι αυτή η προσέγγιση, την οποία εσφαλμένα είχαμε χαρακτηρίσει ως παράδειγμα δυτικής κατάπτωσης, δεν ηταν τίποτα άλλο από ένα ξεμπρόστιασμα αυτής της κατάπτωσης.
Tο είπε και ο σύντροφος Mπρέζνιεφ σε κατ' ιδίαν συζητήσεις με τον Aλμοδόβαρ ότι είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης στον Δυτικό κόσμο. Ότι είναι ο μεγαλύτερος αγωνιστής κατά της σήψης στην οποία έχει περιέλθει η καπιταλιστική κοινωνία. Kι όπως λέγεται ο Aλμοδόβαρ απάντησε ένθερμα ότι μπορεί να ζει στον δυτικό κόσμο αλλά η καρδιά του χτυπά στη Σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση. Eμείς... δεν μπορούμε να προσθέσουμε τίποτ' άλλο.
Aργότερα όταν επέστρεψε στην Iσπανία πολλοί τον κατηγόρησαν
ότι είναι "πράκτορας" των Σοβιετικων. Φυσικά και είχε σχέσεις με τις λαϊκες οργανώσεις οι οποίες οργάνωναν παντού συλλαλητήρια και μεταλαμπάδιζαν τις ιδέες του κομμουνισμού. O ίδιος δεν έδωσε συνέχεια στις κατηγόριες αυτές και το μόνο που είπε στους δυτικούς δημοσιογράφους ήταν "φοβάστε τη λαϊκή δύναμη του σοσιαλισμού βλέποντας ότι οι μέρες του καπιταλισμού είναι λίγες". Mετά απ' αυτό δεν ξαναμίλησε δημόσια γι αυτό το θέμα αρνούμενος να ενδώσει στις -αρκετά ελκυστικές όσο και αντιδραστικές- προτάσεις του μακελάρη καπιταλισμού.
Aντί γι αυτόν μιλάνε οι σπουδαίες ταινίες του.

AΛEKA ΠAΠAPHΓA
(Pιζοσπάστης, 2-10-'92)
.......

9/9/08

Μεγίστη Εκδήλωσις multi kulti

Την Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 2008, ώρα ας πούμε 21.30, στο Kinky Kong -λέει ο μάστορας είναι οδός Αβραμιώτου, μάλλον Μοναστηράκι, θα γίνει το εξής event: Θα παίξουμε μουσική και θα διαβάσουμε κείμενα. Τώρα, τι μουσική θα πείτε. Ελεύθερο αυτοσχεδιασμό θα πούμε. Τι κείμενα θα πείτε. Παλιά και νέα κι αδημοσίευτα δικά μας θα πούμε. Ποιοι θα πείτε. Το ένα σετ με τον πανέξυπνο τίτλο 'Santa Discordia' ή 'ξέρω τι έκανα φέτος το καλοκαίρι' θα το βαρέσει σόλο o πιανίστας συνάδελφος Costinho από τους Night on Earth αλλά όμως στην κιθάρα. Το άλλο σετ o γνωστός πια και στις πέτρες συνάδελφος Carnellio Coop (πνευστά, κείμενα), ο βιρτουόζος συνάδελφος Λαγό από τους Night on Earth (κιτάρα ηλεχτρική), πάλι ο συνάδελφος Costinho (τώρα στο πιάνο) κι εγώ ο χ.ζ., ο άνθρωπος μπουρδέλο,(κρουστά, κείμενα) που γράφω υπό το αμυδρό φως του κεριού αυτές τις τελευταίες γραμμές. Μιλάμε για πολύ πλάκα.

Σκοπός είναι να περάσουμε όλοι καλά και να ευχαριστηθεί και να διασκεδάσει ο κόσμος, γιατί τελικά μόνο αυτό έχει σημασία Γιώργο.

http://www.littlenightmusic.blogspot.com/
για πιο πολλά.

stay true brotherz

.... . .......

31/8/08

Κλέφτης ποδηλάτων

Ήρθε η ώρα να δηλώσω κι εγώ, δημόσια, πως έγινα πια κλέφτης ποδηλάτων.
Η πράξη που κατέκρινα και που δεν κρύβω πως τελευταία μου είχε γίνει εμμονή,
έγινε τελικά μέρος του άθλιου βιογραφικού μου.
Έκλεψα το μαύρο ποδήλατο.

Ψηλό, σε ευρωπαϊκό στυλ (όχι μάουνταιν),
ποδήλατο που στην Ευρώπη fat tire bike αποκαλούν, βρισκόταν
παρατημένο στη διπλανή αυλή εδώ και μέρες σαν να περίμενε κάποιον:
Εμένα.

Το παράξενο σχήμα και το κομψό στυλ του εξήραν μέσα μου
το αυθεντικό κόμπλεξ κατοίκου ελληνικής πειναλέας παραγκούπολης
και στη θέα του χιλιάδες κατατρεγμένοι κουρελήδες απαίτησαν μερίδιο
από την ασυνήθιστη και πρωτοπόρα αισθητική του.
Και το πήρα.

Ήταν όμως ξεκλείδωτο. Κι όχι μόνο μια στιγμή ή μια μέρα μόνο, όχι.
Ήταν ξεκλείδωτο μια ολόκληρη βδομάδα.
Για να ΄μαστε ξηγημένοι.

Τύψεις; Είχα. Αναστολές; Πάμπολλες.
Αποφασιστικότητα; Αυστηρός ήμουν πάντοτε μόνο με τον εαυτό μου.

Οπότε.
Κατέβηκα το βράδυ αργά, το έβγαλα γρήγορα από την αυλή με τα άλλα
και το πήγα βόλτα στους δρόμους της ευρωπαϊκών προδιαγραφών πόλης.
Εισέπνευσα δροσερό νυχτερινό αεράκι στα άπληστα ρουθούνια μου
και το ένιωσα κάτω μου να ιδρώνει ευχαριστημένο από τη μοίρα που τελικά του επιφυλασσόταν.
Απ’ όταν φτιάχτηκε, απ’οταν συναρμολογήθηκε, απ΄όταν γεννήθηκε σε ένα εργοστάσιο μαζί με χιλιάδες
άλλα ποδήλατα, κάποια φορά.
Ήταν από τότε προορισμένο για μένα.

Τώρα πια θα περιμένω να τελειώσει κι αυτό το βαρύ ελληνικό καλοκαίρι
και θα ανηφορίσω ξανά σκυφτός στις κοιτίδες του σύγχρονου πολιτισμού
για να γευτώ τους καρπούς μιας τέχνης που άκμασε στα μέρη μας σε χρόνια δύσκολα, μεθώντας κάποτε από την ίδια της την απλότητα:
Αν όχι εσύ τότε κάποιος άλλος.
.......

20/8/08

ΜΑΥΡΟ ΣΚΥΛΙ

Ας με γεννούσε η μάνα μου μαύρο σκυλί
Αλίμπερτα τους δρόμους θα γυρνούσα
Φιλήσυχα στα ευγενικά τα χέρια θ’ απλωνόμουν
Και την τροφή των ξένων θα ζητούσα

Μα σαν η νύχτα θα ‘πεφτε ψυχρή
Μέσα στη σκοτεινιά της θα κρυβόμουν
Και η φωνή μου η μαύρη θα γρύλιζε σιγανά
Καθώς σάρκα και αίμα θα γευόμουν

Ύστερα σαν θα μ’ έβρισκε η χαραυγή
Φρόνιμα το βήμα θα κρατούσα
Κι αυτούς που θα μ’ αρνιόντουσαν στοργή
Με ύπουλο το βλέμμα θα κοιτούσα

Έτσι για μένα θα περνούσε ο καιρός
Και υποψίες στις ψυχές βαθιά θα κατοικούσαν
Και αναμνήσεις θα γινόταν οι σκιές
Κάποιων που δίχως νόημα ίσως ζωή να ζούσαν
.......

17/8/08

Θέρος στο Παλαιό Χωριό

Εφέτο
Δεν πήγα πουθενά

Δε βγαίνω πολύ
Δεν πίνω πολύ
Δεν καπνίζω πολύ
Δεν κάνω σεξ εν Ροκ εν Ρολ πολύ
Δε δουλεύω πολύ

Όμως
Έχω γαμηθεί
Στα σύκα





.......

11/8/08

ΚΑΝΓΚ-ΙΧ-ΛΟΥΡ

Σε κάποιο όρος στο Κιργιστάν, ώρα 12η μεσημβρινή ανάμεσα σε δύο ελάχιστους πετρώδεις αμμόλοφους, ο Κανγκ-Ιχ-Λουρ με το μονόχορδο Ρεμπάπ του εκτελεί δύο παραδοσιακούς, κατά τα λεγόμενά του, σκοπούς του χωριού του. Ουχί διά την προσωπικήν του τέρψη αλλά για το παγκόσμιο καλό, δηλ. τα δυτικά βίτσια, καθώς μία κατενθουσιασμένη Γαλλίδα εθνομουσικολόγος τον ηχογραφούσε (αυτή η ίδια που το προηγούμενο βράδυ πηδιόταν με τον γιο του Λούρ για να αποκομίσει όσες περισσότερες μπορούσε εμπειρίες. Βέβαια είχε σαγηνευτεί από την αυθεντικότητά του, κι ας μην είχε καταλάβει ότι ανέβαινε στο βουνό μόνο κατά την τουριστική περίοδο, ο μάγκας ο γιος του Λούρ). Η εθνομουσικολόγος με ένα πλατύ χαμόγελο δεν έπαιρνε πρέφα τα βρισίδια που ξεστόμιζε ο Λούρ τα οποία ο ίδιος τα παρουσίαζε ως θεϊκά λόγια. Με τη βοήθεια βέβαια του μεταφραστή, ο οποίος τα είχε συμφωνήσει με τον οργανοπαίχτη. Η γαλλίδα ερωτούσε συνεχώς τι σημαίνουν τα λόγια του κομματιού κι ο μεταφραστής χωρίς δυσκολία της είπε: “όταν ο θεός Τούρου κατέβηκε στην Γη είδε μια όμορφη κοπέλα, εκσπερμάτωσε κι έτσι γεννήθηκε η χλωρίς, η πανίς, ο αέρας, η φωτιά. Ευχαριστούμε θεέ για τα ελέη σου». Αυτά τα λόγια ο μεταφραστής τα έλεγε ίδια και απαράλλαχτα σε κάθε ετοιμοπηδιόλα μουσικολόγο που ερχόταν στο χωριό, χαντακώνοντας κυριολεκτικά τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο του Λούρ o οποίος αυτοσχεδίαζε ανάλογα το γκομενάκι. Χαμογελαστή παρέμεινε όταν προς έκπληξή της ο Λούρ έτεινε στο τέλος της παράστασης τη χέρα του για να ανταμειφθεί για τον κόπο του. Αφού έδωσε τα χρήματα ζήτησε να επισκεφθεί το σπίτι του. Καθώς έφτασαν εκεί και ύστερα από αρκετά χουφτώματα έκατσε και στον πατέρα κάνοντας τα στραβά μάτια για το ξύλο που έφαε η γυναίκα του για να πηδήξει εκείνη. ‘Υστερα στη Γαλλία θα έλεγε ότι ήταν πολύ ρομαντικό κι ότι στην κοινωνία τους το ξύλο είναι κοινώς αποδεκτό. Οπότε τι να έκανε κι αυτή απλά άνοιξε τα πόδια της.
Την άλλη μέρα κατευθύνθηκε στο επόμενο χωριό όπου έβαλε στους εκεί ντόπιους καλλιτέχνες να ακούσουν τα παραδοσιακά ηχογραφήματα του Λούρ και να της πουν τις διαφορές με το δικό τους χωριό. Τότε και οι τρεις άρχισαν να γελάνε ασταμάτητα. Ο καινούριος μεταφραστής ο οποίος δεν είχε συνεννοηθεί με τον προηγούμενο της είπε ότι δεν είναι παραδοσιακά άσματα, αλλά της στιγμής και τα λόγια είναι προσβλητικά. Επίσης, ότι το Ρεμπάπ ήταν ξεκούρδιστο και δεν είναι μονόχορδο(εκείνη τη στιγμή διαλύθηκε και η θεωρία της άμεσης σχέσης του πολιτισμού τους με τα πρωτόγονα μονόχορδα έγχορδα όργανα). Ύστερα τη ρώτησαν αν τον πλήρωσε, αρνήθηκε να απαντήσει, έφυγε, αυτοί κατάλαβαν και συνέχισαν να γελάνε. Την επόμενη μέρα η Γαλλίς μουσικολόγος ηχογραφούσε κάπως πιο διστακτικά τους τρεις μουσικούς αλλά είχε ένα προαίσθημα ότι αυτή τη φορά δεν την έχουν πιάσει κορόϊδο. Μάταια όμως. Στο επόμενο χωριό που επισκέφθηκε γέλασε και το παρδαλό τζατζίκι με το χουνέρι που της έκαναν οι προηγούμενοι κι έτσι κατευθύνθηκε προς ένα πολύ έρημο χωριό στο πιο ψηλό μέρος του όρους Σινάτρα στα 3200 μέτρα. Σ’ εκείνο το χωριό στο οποίο τη συνόδεψε ένας πολύ σοβαρός αυτή τη φορά μεταφραστής, επιτέλους ηχογράφησε κάτι αυθεντικό. Όμως στην μέση της ηχογράφησης ο οργανοπαίχτης εσταμάτησε. Αυτή τον ρώτησε για ποιόν λόγο και αυτός της είπε ότι είναι ένας αρχαίος χορός της γονιμότητας και θέλει οπωσδήποτε και χορευτές να συμμετάσχουν. Κάλεσαν τρεις χορευτές από το χωριό οι οποίοι έκαναν μισή ώρα να θυμηθούν τα βήματα του αρχαίου χορού και ύστερα τον απέδωσαν πραγματικά υπέροχα. Συμφώνησαν ότι ήταν ένας εντυπωσιακός που ταίριαζε με την ιδέα της γονιμότητας χορός ο οποίος, όπως της είπαν στην πόλη ερευνητές της παράδοσης του όρους Σινάτρα, δεν υπήρχε και ήταν κατασκεύασμα της στιγμής. Έτσι, συνέχισαν, οι ντόπιοι κοροϊδεύουν μονίμως τους δυτικούς ερευνητές. Η μόνη λύση ήταν, όπως της είπαν, να επισκεφθεί πολλές φορές τα ίδια μέρη ώστε να την μάθουν, να την εμπιστευτούν και να την κάνουν δικό τους μέλος. Η Γαλλίδα όμως που δεν μπορούσε να κάτσει σε ένα μέρος πολύ καιρό μιας και το θεωρούσε βαρετό, τόσοι πολιτισμοί υπάρχουν άλλωστε, εγύρισε εις την Γαλλία και ανέφερε ως αληθινά και αυθεντικότατα τα όσα είχε παρακολουθήσει. Έτσι άθελά της πήρε τον ρόλο των πονηρών. Με τη διαφορά ότι, η κοροϊδία της αποτελούσε μια καλοδομημένη εργασία (βεβαίως. Γεμάτη παραπομπές και συνεντεύξεις, ωραίο εξώφυλλο και πολύχρωμες φωτογραφίες να τη συνοδεύουν), ενώ δεν άπλωσε ποτέ χέρι να ζητήσει χρήματα, όπως τόσο φτηνά έκανε ο Λούρ, αλλά κέρδισε επάξια μια θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο με τον κόπο της (της έγκριτης εργασίας δηλ., δίνοντας και μια σειρά εξυπνότατων διαλέξεων) Σειρά της ήταν να γελάσει και αυτή. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς σκατά.
.......

4/8/08

Getting Things Done

Έρχομαι από μακρυά.
Ταξιδεύω ώρες πολλές, αλλά η δουλειά -κάθε δουλειά-
πρέπει να γίνεται ακριβώς στην ώρα της.

Δουλεύω γιατί είμαι έμπιστος, ακριβής, με μια απ΄τις καλύτερες επιδόσεις.
Οι πελάτες μου μένουν πάντα ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα -πληρώνουν βέβαια ακριβά- γι΄ αυτό και η μια δουλειά φέρνει την άλλη.
Δεν απορρίπτω καμία.

Η μέσα τσέπη του σακακιού μου είναι ερμητικά κλειστή.
Είναι πολύ σημαντικό να μη δει το φως της ημέρας ο φάκελος με τις οδηγίες και τη διεύθυνση για τον αποψινό μου προορισμό.

Η φίλη μου απ' τη Γουατεμάλα ρουφάει αχόρταγα τις σελίδες ενός βιβλίου.
Eίναι το ''Getting Things Done'', του D. Allen.

Διάσημο και σπουδαίο βιβλίο.

Το έχω διαβάσει τόσες φορές.


.......

22/7/08

Ο μικρός ανθρωπάκος

Όταν οι άλλοι το γιορτάζουν ο μικρός ανθρωπάκος κοιμάται.

Δεν του πολυαρέσει,
αλλά δυστυχώς δεν πίνει ποτέ αλκοόλ
και λοιπόν δεν πηγαίνει και σε μπαρ ή σε πάρτυ όπως κάνουμε καμιά φορά για να γνωρίσει εκεί
ένα κορίτσι.

Είναι όμως στρέιτ- του αρέσουν οι γυναίκες.
Τις θέλει μάλιστα με μεγάλα βυζιά και χοντρό κώλο.

Ψωνίζει πάντα απ΄ το bio
γιατί στο ταμείο εκεί δουλεύει συχνά
ένα τέτοιο κορίτσι,
αλλά ο μικρός ανθρωπάκος δε θα του μιλήσει ποτέ.

Γιατί πιστεύει πως πίσω από όμορφα πρόσωπα και ερεθιστικά σώματα
η καρδιά είναι μαύρη και ύπουλη
σχεδόν σε κάθε κορίτσι.

Του αρέσει το πισωκολλητό, και το ισπανικό, και άλλα,
αλλά αυτά μάλλον δε θα τα έκανε ποτέ με το δικό του,
φανταστικό κορίτσι

Γιατί ο μικρός ανθρωπάκος είναι ντροπαλός και ρομαντικός.Ονειρεύεται
σ π ί τ ι μ ε κ ή π ο ν
γι΄ αυτόν και για το δικό του
μοναδικό κορίτσι

και προτιμάει κρυφά να πηγαίνει σε μπουρδέλο
γιατί εκεί δε χρειάζεται να μιλάει και να έρχεται σε δύσκολη θέση
από το κάθε άγνωστό του
εργαζόμενο κορίτσι.
.......

11/7/08

ΦΥΓΗ

Άφησα αυτό το τραπέζι και το πιάτο μισογεμάτο
Την αδερφή μου ξαφνιασμένη
Και τον πατέρα μου ασάλευτο κάτω απ’ τα σκεπάσματα να κοιμάται
Την μητέρα μου στην πολυθρόνα να πλέκει
Την τηλεόραση να σιωπά τον αδερφό μου
Και τα γλυκά στο τραπέζι να περιμένουν κάποιον πρόθυμο επισκέπτη
Να μ’ εμποδίσει κανείς δεν μπορεί!
Πήρα ένα ταξί που έκαιγε απ’ τον ήλιο και την αγωνία μου
Ο οδηγός αδιάφορος για μένα ήταν
Μπέρδευαν τις σκέψεις μου οι βρισιές του για μια γυναίκα
(απ’ όσα άκουσα πρέπει να ήταν πολύ καλή κυρία)
Στ αεροδρόμια χίμηξα να βρώ ένα αεροπλάνο για Μεξικό
«Μόλις φεύγει» είπαν
Και σαν κύμα αφηνιασμένο που τρέχει ν’ αγκαλιαστεί την ακτή
Έτσι έτρεξα προς το μηχανικό το τέρας
Απογείωση
Μια αδέξια κίνηση της αδερφής μου
Ώρα που σηκωνόταν απ’ το τραπέζι
Το σκούντηγμα αυτό με ξύπνησε
Να δω μπροστά μου το τραπέζι και το πιάτο
(Και δεν ξέρω πως, ρε παιδί μου
Αλλά αυτή τη φορά μου φάνηκε μισοάδειο)
Κι έτσι όπως της βρύσης το νερό
Επιτιθόταν στα λερωμένα ποτήρια
Ο ήχος του με τάραξε
Συντριβή αεροπλάνου θύμισε
Σε κάποια ήρεμη θάλασσα
Ίσως κάπου κοντά στο Μεξικό.
.......

3/7/08

ohi malakies...sovara

ypatios says: (3:17:56 ΜΜ) ohi malakies...sovara
xristos says: (3:18:01 ΜΜ) ναι ρε το ξερω
ypatios says: (3:18:03 ΜΜ) vlax
xristos says: (3:18:07 ΜΜ) χεεεε
ypatios says: (3:18:15 ΜΜ) aaa
ypatios says: (3:18:21 ΜΜ) malaka de sou xanaleo tipota
xristos says: (3:18:30 ΜΜ) οχι ρε δικιο εχεις\
xristos says: (3:18:34 ΜΜ) δεν κοροιδευω
xristos says: (3:19:02 ΜΜ) απλα ειναι λιγο καπως τα πραματα, ελπιζω να τα ξαναφτιαξω....
ypatios says: (3:19:05 ΜΜ) ayta na ta peis stis alles!:'(
ypatios says: (3:19:27 ΜΜ) fyge apo mprosta moui!
ypatios says: (3:19:32 ΜΜ) MI MAGGIZEIS!!!
xristos says: (3:19:36 ΜΜ) κι εσυ απο πισω μου!!!
xristos says: (3:19:44 ΜΜ) μη μου τον αγγιζεις!
ypatios says: (3:19:49 ΜΜ) vlax
xristos says: (3:20:00 ΜΜ) ανοητε
ypatios says: (3:20:07 ΜΜ) palioharaktira
xristos says: (3:20:12 ΜΜ) αστεγε
ypatios says: (3:20:17 ΜΜ) skarte
xristos says: (3:20:22 ΜΜ) φτηνε
ypatios says: (3:20:30 ΜΜ) limokontore
xristos says: (3:20:37 ΜΜ) ωωω!
xristos says: (3:20:50 ΜΜ) παρτσινεβελε
ypatios says: (3:21:41 ΜΜ) arhipelage
xristos says: (3:21:55 ΜΜ) στο λεξικο κοιταξες;
ypatios says: (3:22:15 ΜΜ) katharma!
ypatios says: (3:22:20 ΜΜ) tipotenie!
ypatios says: (3:22:26 ΜΜ) ekviastiiii!!!!
xristos says: (3:22:26 ΜΜ) καναγια
xristos says: (3:22:35 ΜΜ) κωλομπαρα!
ypatios says: (3:22:59 ΜΜ) savourokoli
xristos says: (3:23:09 ΜΜ) κοντοπιθαρε
ypatios says: (3:23:17 ΜΜ) sardanapale
xristos says: (3:23:29 ΜΜ) εγραψε αυτο
xristos says: (3:23:44 ΜΜ) αναγκεμενε!
xristos says: (3:24:13 ΜΜ) κρεμμυδοφάη!
ypatios says: (3:24:15 ΜΜ) satrapi
xristos says: (3:24:30 ΜΜ) αραπη!
ypatios says: (3:24:46 ΜΜ) panagioti
xristos says: (3:24:55 ΜΜ) Μηνα...
ypatios says: (3:25:05 ΜΜ) lalaki
xristos says: (3:25:12 ΜΜ) Ζηκο!
ypatios says: (3:25:24 ΜΜ) katourliari
xristos says: (3:25:33 ΜΜ) (yeah)
ypatios says: (3:25:40 ΜΜ) tsilivithra
xristos says: (3:25:48 ΜΜ) φαταούλα
ypatios says: (3:25:58 ΜΜ) pseftorandom
xristos says: (3:26:19 ΜΜ) πσευτοστέρεο
xristos says: (3:26:24 ΜΜ) πουστοστέρεο
ypatios says: (3:26:32 ΜΜ) karapoustra
xristos says: (3:26:41 ΜΜ) πουστράκι
ypatios says: (3:26:48 ΜΜ) poustriko
xristos says: (3:26:51 ΜΜ) καβατζόπουστα!
xristos says: (3:27:18 ΜΜ) ελ πουστίνιο
xristos says: (3:27:56 ΜΜ) καραπουσταριό
ypatios says: (3:27:56 ΜΜ) zigolopousta
ypatios says: (3:28:26 ΜΜ) poustritso
xristos says: (3:28:40 ΜΜ) βοιδόπουστα ...
ypatios says: (3:28:45 ΜΜ) papapousti
xristos says: (3:28:56 ΜΜ) παπαροκά
ypatios says: (3:29:05 ΜΜ) poustropoutse
xristos says: (3:29:20 ΜΜ) πουστάρδα
ypatios says: (3:29:42 ΜΜ) poustiskathetou
xristos says: (3:29:59 ΜΜ) δεν το εξελαβα
ypatios says: (3:30:13 ΜΜ) geometria den ekanes?
xristos says: (3:30:25 ΜΜ) καταλαβα εισαι μπροστα εσυ...
xristos says: (3:30:30 ΜΜ) ζητω συγνωμη
ypatios says: (3:30:38 ΜΜ) dekti...
xristos says: (3:31:09 ΜΜ) μαλέα
ypatios says: (3:31:16 ΜΜ) salea
ypatios says: (3:31:37 ΜΜ) trihorde
ypatios says: (3:31:46 ΜΜ) xekourdiste
xristos says: (3:31:49 ΜΜ) Δεν ειναι βρισια αυτο!
xristos says: (3:32:00 ΜΜ) κουρδισμένε
xristos says: (3:32:13 ΜΜ) ροκαμπίλη
ypatios says: (3:32:15 ΜΜ) xemyalismene
ypatios says: (3:32:27 ΜΜ) laike
xristos says: (3:33:11 ΜΜ) αστέ
xristos says: (3:33:30 ΜΜ) μικρομεσαίε
ypatios says: (3:33:37 ΜΜ) mikropoutse
xristos says: (3:33:45 ΜΜ) μικροτσούτσουνε
ypatios says: (3:34:00 ΜΜ) tirogaridaki
xristos says: (3:34:06 ΜΜ) φουντούνι
xristos says: (3:34:34 ΜΜ) πατσά
ypatios says: (3:34:34 ΜΜ) stayrofore
xristos says: (3:34:50 ΜΜ) κομφορμιστή
xristos says: (3:35:24 ΜΜ) μαστούρη
ypatios says: (3:35:30 ΜΜ) exolothreyti
ypatios says: (3:35:52 ΜΜ) karagiozopaihti
xristos says: (3:36:13 ΜΜ) τουρκόγυφτε
xristos says: (3:36:29 ΜΜ) μπατζανάκη
ypatios says: (3:36:47 ΜΜ) ilithie
xristos says: (3:37:00 ΜΜ) μαλάκα
xristos says: (3:37:24 ΜΜ) ΦΤΟΥ ΣΟΥ!
.......

22/6/08

Τέλος

Οι άνθρωποι θα μολυνθούν
Τα ζώα θα μολυνθούν
Τα βουνά και οι θάλασσες θα πεθάνουν

Όμως η Γη
θα συνεχίσει ατάραχη την πορεία της στο Σύμπαν
γεννώντας ξανά νέα ζωή
και βλέποντάς την πάντοτε
να τελειώνει.


.......

14/6/08

Πτήση

Καθώς ο Μπετόβεν έχει γίνει πια πολύ ενοχλητικός τραβώντας μου επίμονα το μπατζάκι, αναρωτιέμαι αν πρέπει να τελειώσω πρώτα το κόκκινο Αυστριακό μου κρασί ή με μια κλωτσιά να τον στείλω επιτέλους κάτω, ησυχάζοντας μια για πάντα από την εκνευριστική παρουσία του. Συνειδητοποιώντας όμως πως η πτήση τελειώνει, αρχίζω ν΄ ανησυχώ μήπως σε λίγα λεπτά βρεθούμε εγώ κι αυτός αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο, οπότε κάτι τέτοιο σίγουρα δε θα με συμφέρει. Πατάω το stop. Βγάζω τ΄ ακουστικά απ΄ τ΄ αυτιά μου, κοιτάω γύρω και ήδη το στομάχι μου συμπιέζεται, δυστυχώς όμως όχι μόνο από τη διαφορά ύψους. Το αεροπλάνο αυτό δε θα καταφέρει να προσγειωθεί ποτέ, όλες οι ενδείξεις αυτό δείχνουν. Ο κυβερνήτης δεν είπε τίποτα προφανώς για να μην προκαλέσει κι άλλο πανικό στους επιβάτες του και στο πλήρωμα την ώρα που προφανώς είναι αργά πια για οτιδήποτε, ακόμη και για μια τελευταία κίνηση σωτηρίας. Οι διπλανοί μου φαίνονται να μην το έχουν καταλάβει ακόμα και συνεχίζουν αμέριμνοι να διαβάζουν, να κοιμούνται, να ακούν μουσική. Νομίζουν πως η πτήση αυτή θα εξελιχθεί όπως όλες οι άλλες, με χειροκροτήματα, χαμόγελα και παραλαβή αποσκευών. Νομίζουν...Ένα μωρό δυο θέσεις πιο πέρα κλαίει σπαρακτικά. Είναι τυλιγμένο με μια γαλάζια κουβέρτα για να μην κρυώνει απ΄ το αιρ κοντίσιον. Το βλέπω καθαρά, αυτόν κι εμένα μας απασχολούν τα ίδια πράγματα. Μην κλαις μικρέ, αυτό που θα μας συμβεί ίσως θα ΄πρεπε να το θεωρήσουμε τύχη, τόσοι φιλόσοφοι το είπαν και το σκέφτηκαν. Μην ανησυχείς για το εκκωφαντικό τρίξιμο και τους ξαφνικούς 800 C, δύο δεπτερόλεπτα θα ΄ναι μόνο, ούτε που θα καταλάβουμε τίποτα. Είναι μόνο η στιγμή που αγγίζεις με τα δάχτυλά σου το γυμνό καλώδιο, τίποτα άλλο.
Ενώ όλοι έχουν αρχίσει πια να ουρλιάζουν απ΄τη συντριβή τού δίνω την πεσμένη πιπίλα του σε μια υπερβολική πράξη αλληλεγγύης προς την ανθρώπινη μοίρα. Μια λαμαρίνα σφηνώνεται στο στέρνο μου. Καθώς γλιστράω από τη ζωή σκέφτομαι το στρογγυλό στήθος της παλιάς μου συμαθήτριας Κατερίνας.
.......

10/6/08

Μάθημα Κιθάρας Με Ένα Παρανοϊκό Μυαλό

Πέμπτη, η ώρα 7 και ο δάσκαλος της κιθάρας σε ένα τυχάρπαστο ωδείο, σε μια βαρετή πόλη, μελετάει το όργανο μέχρις ότου εμφανιστεί ο επόμενος μαθητής, ή το θύμα καλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι από το συγκεκριμένο μαθητή κανείς δεν περίμενε πολλά όσον αφορά την απόδοσή του στη μουσική. Όμως το φιλότιμό του και η προσπάθεια, σαν μία γενικότερη έννοια, στην οποία έχει υπομείνει τον εαυτό του, λόγω των οικογενειακών αλλά και κοινωνικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε όντας γόνος μεταναστών, δεν τον άφηνε να τα παρατήσει (δεν το δεχόταν στον εαυτό του ρε παιδί μου). Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και κάνει την εμφάνισή του ο εν λόγω μαθητής, ή θύμα που λέγαμε. Την ίδια στιγμή ο δάσκαλος πλημμυρίστηκε από μια αόριστη τσαντίλα, ξέροντας τι θα υπομείνει. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε να μελετάει περιμένοντας τον άλλο να ετοιμαστεί. Να βγάλει την κιθαρίτσα του, το τετράδιο με τις νότες που δε μπορεί με τίποτα να μάθει, το υποπόδιο και το αναλόγιο. Ο μικρός όμως δε χαμπάριαζε κι έμεινε σαν χάνος να περιμένει (ένας θεός γνωρίζει τι ακριβώς).
- Βγάλε την κιθάρα. Λέει ο μέγας διδάσκαλος και απόλυτος άρχοντας της ώρας 7-8 στη συγκεκριμένη αίθουσα.
Με μια απότομη μα και δουλοπρεπή κίνηση, το θύμα, ετοιμάστηκε σε λιγότερο από ένα λεπτό.
- Τι είχαμε κάνει την προηγούμενη φορά;
- Εεε…(βαριανασαίνει) τις νότες έπρεπε να διαβάσω.
- Μα’στα. Τις διάβασες;(με ύποπτο γλυκό τρόπο).
- Ναι αλλά δυσκολεύομαι λίγο.
- Ωραία. Που βρίσκεται το Λα παιδί μου;
Το παίζει αμέσως.
- Μπράβο. Και το ντό;
Το βρίσκει αμέσως και αυτό.
- Πολύ ωραία, φτηνά θα τη γλιτώσω σκέφτεται ο άρχοντας. Και το ρέ;
Κάπου εκεί η έμπνευση σταμάτησε. Το θύμα κοίταζε δεξιά, ύστερα αριστερά, κατόπιν στο πάτωμα αλλά δεν του ξέφυγε και το φρεσκοβαμμένο ταβάνι. Ο άρχων του τρόμου έδειξε κι αυτός ενδιαφέρον για το ταβάνι και μες στην απόλυτη σιγή φαινόταν ολοκάθαρα η απόλυτη διαφωνία αναμετάξυ των για την επιλογή του χρώματος. Ο μικρός έδειξε να προσπαθεί φιλότιμα να βρει τη διαβολεμένη νότα η οποία επιμελώς του κρυβόταν. Τελικώς δεν κατάφερε τίποτα εξόν να εκνευρίσει τον αθώο καθηγητή.
- To ρε; με εμφανή τα πρώτα σημάδια εκνευρισμού.
Μέγα παύση κατά την οποία ο μαθητής χτυπούσε το κεφάλι του ελαφρά, άρχισε να ιδρώνει και να μην αισθάνεται καθόλου άνετα στο συγκεκριμένο χώρο.
- Το ρε; λίγο πιο ήρεμα αυτή τη φορά αφού έβλεπε την δυσκολία του και την προσπάθειά του.
- Δε θυμάμαι. Εδώ μήπως; (ξαναπαίζοντας το ΛΑ)

Αυτό ήταν. Ο εκνευρισμός υπερχείλισε το φράγμα της υπομονής κι ούτε ο ίδιος ο καθηγητής δε μπορούσε πια να προβλέψει το τι θα συμβεί. Διότι δεν έφτανε που το θύμα δεν εθυμάτο το ρε αλλά έπαιξε νότα, πάνω στην απελπισία του, την οποία είχε προηγουμένως βρει σωστά και σίγουρα δεν ήταν η ρε. Αυτή η παρανοϊκή κατάσταση έβγαλε έξω απ’ τα ρούχα του τον άρχοντα.

-Εκεί; Μήπως; Τι έπαιξες εκεί πριν; Ε; τι πάτησες ρε μαλακιστήρι; Πώς την είπες αυτή τη νότα ρε;
-Ρε την είπα.
-Όχι το ρε τη νότα αλλά τη βρισιά.
-Δε σας έβρισα.
-Εγώ σε βρίζω ρε μπάσταρδο. Κοίτα μούτρα που θέλει να μάθει κιθάρα.(γλυκαίνει με μία τεράστια ειρωνεία στο χαμόγελό του). Παιδί μου για να μάθεις μουσική πρέπει να μπορείς να σκέφτεσαι. Αλλά αυτό εσύ δε μπορείς κατά πως φαίνεται. Σ’ αυτό εδώ το κομμάτι (δείχνοντας του ένα γραμμένο με στυλό κομμάτι που θα έπρεπε να είχε ετοιμάσει κείνη την μέρα) ποια είναι η ρε ΡΕ ΒΛΑΚΑ ΖΩΟ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕ ΚΩΛΟΠΑΚΙΣΤΑΝΕ. Ποια είναι; ε; τώρα, πες. Πες τώρα. Τώρα ρε μαλακισμένο.
- Εεεε…
- Έξης
-Νομίζω… αυτή εδώ η δεύτερη
-Αυτή την έπαιξες πριν και δεν την λένε ρε. Πως την λένε αυτή;
-Τη δεύτερη;
-Ναι(έτοιμος για φονικό αλλά παράλληλα απελπισμένος).
-(κοιτάζοντας πάνω με φόβο) 2η χορδή 1ο τάστο(αργά σιγά και με φόβο). Η δεύτερη είναι.
-Δεύτερη.
-Ναι
-Έχεις ακούσει εσύ να λέω καμιά νότα δεύτερη. Έχεις ακούσει. Πόσοι μήνες θα περάσουν να…(αναστενάζει). Πόσοι μήνες ρε; ε; πόσο θα βασανιστώ να μάθεις 5 κωλονότες. Γιατί το κάνεις αυτό; Γουστάρεις; Είσαι σαδιστής; Τι είσαι ρε; Θα σου πω εγώ τι είσαι. Ναι ρε εγώ θα σου πω. Χαχα. Ένα καριόλι είσαι. Μια σκατούλα. Δε θα μου σπάσεις εσύ τα νεύρα μαλακισμένο (σηκώνεται πάνω απότομα τον πιάνει και τον χτυπάει με το κεφάλι στο πιάνο λέγοντας ταυτόχρονα) δε θα με τρελάνεις, δε θα με τρελάνεις ρε.
Τα χτυπήματα στο πιάνο τα διαδέχτηκαν οι κλωτσιές στην κοιλιά κι αφού τον ξάπλωσε κάτω άρχισε να τον κλωτσά στα δόντια.
- Να, να μην ξαναμιλήσεις μπάσταρδο. Φτύξε αίμα. Φτύξε μουνί της λάσπης πουτάνας ανάθρεμμα.
Τον πιάνει από τα μαλλιά κι απότομα τον σηκώνει πάνω κάνοντας τον να αιμορραγεί επικίνδυνα. Με μια κλωτσιά στην πλάτη το σώμα κατάφερε ένα χτύπημα στον τοίχο κι ύστερα βρέθηκε αναίσθητο στο πάτωμα. Τον ξαναπιάνει από τα μαλλιά κι αρχίζει να του κουνά το κεφάλι με πολύ δύναμη με αποτέλεσμα να φεύγουν τούφες τούφες τα όμορφά του μαύρα μαλλιά ενώ τα γαλάζια του μάτια είχαν κρυφτεί στο σκοτάδι της ζάλης αποτέλεσμα της βίας του μέγα διδασκάλου. Την ίδια κατάληξη είχαν και οι φωνές του οι οποίες ενώ στην αρχή είχαν φτάσει στα επίπεδα του ουρλιαχτού με την ανείπωτη αυτή βία ζαλίστηκαν κι αυτές με τη σειρά τους και χάθηκαν στην λιποθυμία. Παρ’ όλο που ούρλιαζε δεν έκανε καμία προσπάθεια αντίστασης στις ανομολόγητες πράξεις του δασκάλου.


Εκείνη τη στιγμή ο άρχων που είχε ξεφύγει πια από τα φυσιολογικά όρια της οργής αφού είδε ότι είναι λιποθυμισμένος τον πέταξε κάτω. Τον κοίταξε αφ’ υψηλού με τη σιγουριά του θριαμβευτή, ενώ λίγες στιγμές πιο μετά ένιωσε μια λύπηση η οποία ξεχάστηκε αμέσως μιας και είχε πάρει ήδη τις ανάσες που χρειαζόταν ώστε να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του. Ξεκούμπωσε σιγά σιγά τη ζώνη του ανοίγοντας αρχικά το φερμουάρ του και κατουρώντας πάνω στο θύμα ψιθύρισε.
- Μπράβο ρε το ευχαριστήθηκες; Έφτασα στην τρέλα. δε μπορεί να με σταματήσει κανείς. Κι αυτό το οφείλω σε σένα. (με σιγανή φωνή )
Άρχισε τότε να τον μαστιγώνει με όλη του τη δύναμη στην πλάτη φωνάζοντας.
- Σ’ ευχαριστώ πουτάνας γιε έφτασα στον προορισμό μου.
Τα μαστιγώματα κοκκίνισαν την ζώνη και το πρόσωπο του εκπαιδευτικού. Τότε, αποκαμωμένος από το μίσος έκατσε σε μια καρέκλα πατώντας με το πόδι του τον αναίσθητο μαθητή, κουνώντας τον μηχανικά δεξιά κι αριστερά. Τα μαλλιά του παιδιού, όσα είχαν απομείνει είχαν πάρει το πορφυρό το χρώμα, όπως και τα κλειστά του μάτια. Το πρόσωπο του είχε πληγές παντού ενώ τα χέρια δεν μπορούσαν να κουνήσουν για να το κρύψουν ώστε να κάνει με τη σειρά της την εμφάνισή της[ μετά τα αισθήματα οργής, μίσους, οίκτου] και η ντροπή.
Το αναίσθητο σώμα βρισκόταν στο πάτωμα την ίδια ώρα που η μάνα του έφτιαχνε ένα τοστ στη μικρή του αδερφή και της το έδινε χαμογελαστή, την ίδια ώρα που ο πατέρας του απολυόταν απ’ τη δουλειά γιατί έτσι, και η μεγάλη του αδερφή πηδιόταν μ’ ένα γκόμενο που τον θεωρούσε μαλάκα αλλά είχε λεφτά, ενώ εκείνη την ίδια ακριβώς στιγμή οι γονείς του δασκάλου έβλεπαν ανόητα σήριαλ στην τιβι, την ίδια στιγμή που η αδερφή του έβριζε κάποιο αμάξι που πέταξε νερά πάνω στο καινούριο της παλτό κι ο αδερφός του ήταν σχοινάκια με κάποιο στρατόπεδο σε ένα τυχαίο νησί της τυχαίας αυτής χώρας.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία στη συγκεκριμένη αίθουσα. Σημασία είχε η ηδονή. Η ηδονή που γεννήθηκε απ’ το παρανοϊκό μυαλό του αξιολύπητου δασκάλου και οδήγησε πάλι στον εαυτό της. Το νήμα της λογικής είχε σπάσει, ίσως ανεπανόρθωτα, στο μικρό κεφάλι του, κι ο σχοινοβάτης της βρέθηκε να κείτεται αναίσθητος στην άβυσσο της παράνοιας σε παρόμοια κατάσταση με τον άτυχο μαθητή.
Όμως όλη αυτή η έξαρση, το μίσος και το άχτι δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια νοσηρή φαντασία η οποία περιορίστηκε στα όρια των σφιγμένων χειλιών του μισοεκνευρισμένου διδασκάλου. Κατάφερε να την καταπνίξει, να κρατήσει ανέπαφο το νήμα κι ο αφελής σχοινοβάτης δεν γνώρισε ποτέ την πτώση.
- Αυτό παιδί μου είναι το Λα. Το έπαιξες πριν δε θυμάσαι; Το ρε ψάχνουμε τόση ώρα.



ΤΕΛΟΣ
.......

8/6/08

ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΤΡΕΛΟΣ
Ο ΤΡΕΛΟΣ
Παντελώς
.......

6/6/08

Στο καπηλιό

Σάββατο μεσημέρι, με τον υδράργυρο να έχει εκτιναχθεί στους 30 βαθμούς, ανεξήγητο για μήνα Οκτώβρη, ένα αντρόγυνο επέλεξε να καθήσει σε ένα ξεχασμένο καπηλιό με την επονομασία «Τα τρία αδέρφια». Θες η πείνα, θες η αναζήτηση σκιάς, θες το ότι το καπηλιό ήταν κοντά στη θάλασσα, όλες αυτές οι παράμετροι εξηγούν το γιατί το ζεύγος επέλεξε το συγκεκριμένο φαγάδικο. Γιατί υπό άλλες συνθήκες δεν επρόκειτο να καθήσουν. Πρώτα πρώτα το καπηλιό στην είσοδό του είχε σκόρδα και ένα λαγοπόδαρο κρεμιόταν σε περίοπτη θέση στο μέσον του μαγαζιού. Παρ’ όλ’ αυτά η φοβερή σκια σ’ αυτόν τον παράξερο τόπο ήταν πραγματικά μια όαση που δεν συγκρινόταν με καμία παραξενιά. Όμως η περιπέτεια του ζευγαριού άρχισε απ’ όταν κάθησε στο τραπέζι.

Πρώτ’ απ’ όλα δεν ήρθε κανείς από τα τρία αδέρφια, ούτε καν για να τους μιλήσει. Οι δύο από τους τρείς παρακολουθούσαν ατάραχοι έναν αγώνα ποδοσφαίρου στην τελεόραση, με τον πρώτο να τρώει τα νύχια του και τον δεύτερο να λοξοκοιτάζει το κινητό μη χάσει κάνα μύνημα. Ο τρίτος καθισμένος σε μια καρέκλα απέναντι από το τραπέζι που έκατσαν οι ήρωές μας, γιατί για ήρωες πρόκειται, με στραμένο το κεφάλι προς τα πάνω, τα πόδια απιθωμένα σε μια άλλη καρέκλα και τα μαύρα γυαλιά να του κρύβουν τα μάθια, δεν έδειχνε κανένα σημάδι ζωής. Μόνο η περιφερόμενη στο στόμα του οδοντογλυφίδα μαρτυρούσε ότι το υποκείμενο ανέπνεε.
Πέρασαν πέντε λεπτά με το ζεύγος να κοιτάζει αμήχανα πότε τους δύο στην τηλεόραση πότε τον απέναντί τους και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κάποια στιγμή την πρωτοβουλία πήρε ο άντρας.
- Συγγνώμη, αν δεν σας ενοχλώ βέβαια (απευθυνόμενος στον απέναντι)
Αυτός αργά σηκώνοντας τα γυαλιά είπε:
-Τί θές;
-Θα θέλαμε κάποιον κατάλογο αν γίνεται.
-Γιατί;
-Για να παραγείλουμε, εκτός αν δεν είναι μαγειρίο και κάναμε λάθος.
-Δεν κάνατε λάθος. Κατσε να δω. Μήτσο! (στον ένα αδερφό του). Μήτσο, έχουμε κατάλογο καθόλου;
Περνά ένα λεπτό και ο Μήτσος ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Τότε τους λέει.
-Μάλλον δεν έχουμε.
-Μάλλον;
-Ναι ρε φίλε μάλλον ή μάλλον .. σίγουρα. Για να το λέει και ο Μήτσος.
-Μα δεν είπε τίποτα.
-Ωωω κουραστικός έγινες ρε αδερφέ. Τι θες να φάς;
-Τι έχετε;
-Τς αντε πάλι(χαμηλόφωνα). Γιάννη! (στον άλλο αδερφό ο οποίος όμως απάντησε)
-Τι;
-Τι έχουμε από φαϊ;
-Κοτόπουλο.
-Κοτόπουλο(προς τους πελάτες)
-Μόνο;
-Ε, για να το λέει ο Γιάννης.
-Ε αφού το λέει ο Γιαννάκης θα φάμε κοτόπουλο. Κοτόπουλο, κοτόπουλο.Φέρτε μας δυό μερίδες και μία σαλάτα και μισό κιλό κρασί.
-Τώρα τα θες όλα αυτά;
-Ναι τώρα.
-Να μην τον πάρω κανά μισάωρο;
-Όχι κύριε, είμαι πελάτης και οφέιλετε να με εξυπηρετήσετε.
-Ω άγριος είσαι συ. (καθώς σηκώνεται από την καρέκλα και ετοιμάζει τα πράγματα λέει στον άντρα) Πολύ πιεστικός είσαι, δε θα χαρείς στη ζωή σου να το ξέρεις αυτό να πούμε, μην αγχώνεσαι. Όχι τίποτ’ άλλο αλλά αγχώθηκα κι εγώ κι όταν αγχώνομαι τα κάνω σκατά. Τι μου είπατε να φέρω;
-Αστακό σε μένα και χαβιάρι στην κυρία. Πλάκα μας κάνεις ρε, αφού ο Γιαννάκης είπε ότι έχετε μόνο κοτόπουλο. (κείνη τη στιγμή ο Γιάννης γύρισε και τον κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα συνεχίζοντας να λοξοκοιτάζει και το κινητό του).
Τελικά η παραγγελιά έφτασε και το αντρόγυνο άρχισε να τρώει με μεγάλη βουλιμία. Ώσπου επειχηρήσανε να πιούνε κρασί. Τότε αντιλαμβάνονται ότι τα ποτήρια είναι πολύ βρώμικα.
-Συγγνώμη. Τα ποτήρια είναι βρώμικα.
Ο τρίτος αδερφός αφού είχε ξαναράξει στην καρέκλα με τον ίδιο απαράμιλλο τρόπο απαντά κοφτά.
-Ε πλύν’ τα.
-Μα είμαι πελάτης.
-Και;
-Τι και;
-Τι τι και;
Ακολουθούν μερικά δευτερόλεπτα σιγής. Ο άντρας έπειτα προσπαθεί να αρθρώσει μια κουβέντα.
-Αν γ..
-Όχι, τι θες να πεις.(νευριασμένα)
-Με ποιό;
-Με το ότι είσαι πελάτης.
-Άντε πάλι.
-(σαν να μην το άκουσε) Δεν το κατάλαβα δηλ. Ορίστε κύριε, τους ταϊζεις, τους προσφέρεις φιλοξενία, τους κάνεις ανθρώπους και αντιμιλάνε και από πάνω. (μονόλογος σε ένταση).
Άλλα δύο λεπτά σιγής.
- Τέλος πάντων θα μου φέρετε καθαρά ή δεν έχετε καθόλου;
- Βαριέμαι τώρα μωρέ. Κουράστηκα με τις απαιτήσεις σας. Δύο τέτοιες παρέες να χαμε την ημέρα δε θα προλαβαίναμε να ξεκουραστούμε. Περίμενε όμως κάτι μπορεί να γίνει. Μήτσο! Φέρε δύο ποτήρια στους πελάτες. Καθαρά.
Ο μήτσος όμως ατάραχος ξανά έτρωγε τα νύχια του και δεν έδωσε σημασία.
- Μουγγό είναι;
- Λίγα με τον αδερφό μου, ε; Μάλλον δεν έχουμε.
- Που το ξέρεις;
- Για να το λέει ο Μήτσος;
- Μα δε μίλησε.
- Καταλαβαίνω εγώ. Αδερφός μου είναι. Αίμα μου. Συνεννοούμαστε μυστικά.
- Με τι, με υπέρηχους;
- Άρχισες και τις ειρωνίες;
- Μπορείς να δεις αν έχει τίποτα ποτήρια καθαρά;
-Μου τα πρηξες. Ντάξει θα δω.
Πέρασαν πέντε λεπτά και δεν κουνήθηκε φύλλο.
- Εε, μπορείτε μήπως να φέρετε δύο ποτηράκια;
- Πάλι; (νευριασμένα).
- Τι πάλι ρε; Δεν τα φερες.
- Α ναι. Με την κούραση που έχω νόμισα ότι στα φερα.
Κείνη την ώρα γύρισε ένα χαστούκι στον αγκώνα του όπου καθόταν μια μύγα και αυτή νεκρή έπεσε μέσα στο καθαρό ποτήρι. Το αναποδογύρισε και το πήγε στους πελάτες.
-Λυπάμαι που το λέω αλλά η εξυπηρέτηση είναι απαράδεκτη.
-Βάλτο ρε ξεφτίλα.
-Μπετόβεργα.
-Κλασομπανιέρα. (ακούστηκε από την άλλη μεριά του καπηλιού όπου καθόταν τα άλλα δύο αδέρφια).
-Μα καλά δεν ντρέπεστε κύριοι. Είναι και γυναίκα μπροστά.
Οι άλλοι χωρίς να δώσουν σημασία συνεχισαν να παρακολουθούνε το παιχνίδι και σε δύο λεπτά μια ευκαιρία καλή φαίνεται να ξεκινά από το κέντρο του γηπέδου.
Ο Μήτσος που ώς τότε είχε πει μονάχα μια λέξη, τη μπετόβεργα, ξεσάλωσε με την ευκαιρία της ομάδος του. Καθώς η μπάλα προχωρούσε από το κέντρο προς τη μεγάλη περιοχή και καθώς ο παίκτης πλησίαζε τον αντίπαλο τερματοφύλακα έτοιμος για το γκολ, ο Μήτσος φώναζε.
- Άντε, άντε, άντε άντε
Και όταν η μπάλα από το πόδι του παίκτη αντί να καταλήξει στην κενή εστία κατέληξε στις μπεκάτσες, είπε.
-Αντε και γαμήσου
Και
-Μπετόβεργα.
Ταυτόχρονα, ο τρίτος αδερφός συνεπαρμένος από το πάθος του αγώνα είχε πιάσει το τραπεζομάντηλο των πελατών και από τα νεύρα του το πέταξε πέρα εκσφενδονίζοντας το μισοφαγωμένο κοτόπουλο την ατέλειωτη σαλάτα και τα καθαρά ποτήρια με το λίγο κρασί που απέμεινε. Ο απέναντι τοίχος τα υποδέχτηκε με καλοσύνη θρυματίζοντάς τα όλα ώσπου να πεις ωχ.
-Είστε απαράδεκτοι. Με προσβάλλετε και μένα και την κοπελιά μου με τις βωμολοχίες και τα σπασίματα. Μετά από όλα αυτά δεν πιστεύω να έχετε την απάιτηση να σας πληρώσω.
Το ρήμα πληρώσω όταν για τον ένα από τους δύο σημάινει πληρώνομαι, οπως εδώ είναι ο μαγαζάτορας, πάντα ακουμπάει στα πιό λεπτά σημεία του ανθρώπινου μυαλού ακόμα και του πιό ηλίθιου. Η έκφραση αυτή έθιξε τους μαγαζάτορες οι οποίοι για να μην χάσουν χρήματα, ξανάκαναν την φοβερή προσπάθεια να σερβίρουν τους πελάτεςτουλάχιστον για να βγάλουν τα σπασμένα. Ο ένας δηλ. την έκανε αφού οι άλλοι δύο συνέχισαν να βλέπουν τον αγώνα ατάραχοι. Όταν τέλειωσε, κοιμήθηκαν σαν αγγελούδια στις καρέκλες τους ροχαλίζοντας σε ένταση πάνω από το επίπεδο του ενοχλητικού. Το ίδιο έπραξε και ο τρίτος σαν καλός αλληλέγγυος αδερφός. Μετά από ένα μισάωρο, μέσα στην απόλυτη ησυχία, το ζεύγος τέλειωσε το φαϊ του και αφήνοντας τα χρήματα στο τραπέζι, με ελαφρά βήματα, διέσχισε το μαγαζί και έφτασε στην πόρτα την οποία άνοιξε και βγαίνοντας μόλις έξω, ακούστηκαν εν χορώ τα τρία αδέρφια να φωνάζουν
-Πόρτα!
Ο θρύλος μάλιστα λέγει ότι κάποιος από τους τρεις, είπε αηδιασμένος
-Μπετόβεργες.
ΤΕΛΟΣ
.......

4/6/08

Ένα Επεισόδιο

Πριν από μερικά χρόνια που υπηρετούσα στο Στρατό, φορούσα προβλεπέ την παραλλαγή, τις αρβύλες (γυαλισμένες), το τζόκεϋ, κι έπαιρνα και τ΄ όπλο.
Έλεγα μάλιστα, μερικές φορές:
- Μάλιστα κε Λοχαγέ!
- Μάλιστα κε Ανθυπασπιστά!
- Μάλιστα!
Λίγο αργότερα όμως, όταν σε μια αναφορά άκουσα κάτι πιο ηλίθιο απ΄αυτά που ακούγονταν συνήθως, έβαλα τα γέλια, απάνω στη γραμμή. Κεραυνοβολήθηκα βέβαια ακαριαία από φωνές ανακατεμένες με σάλια, ευτυχώς ήμουν άκρη άκρη.
Πληγώθηκα, δε λέω.
Το μεσημέρι όμως ο κος Ανθ/στής στο γραφείο του με ρωτούσε με γλυκεία φωνή για την οικογένειά μου, τις σπουδές μου και τα σχέδιά μου όταν θα απολυόμουνα. Φοβήθηκε μάλλον μην αυτοκτονήσω το βράδυ για μια -όντως, εδώ που τα λέμε- κουταμάρα.
Σε τέτοιο σημείο λοιπόν μας έχουν καταντήσει οι σχέσεις εξουσίας.
Μάλιστα.
Ρωτήστε και το φίλο μου το Γερασιμίδη που ήταν μπροστά αν δε με πιστεύετε.

.......

1/6/08

Επαφή 1η

χαιρετώ τα πλήθη τους οπαδούς μας και τα αιγοπρόβατα όπου γης. θα προσπαθήσουμε με το συνάδελφο χ.ζ. να κρατήσουμε το βλογ αυτό με δημοσιεύσεις και κειμενάκια βγαλμένα απ' τις αστείρευτες εμπνεύσεις μας τα οποία θα προκαλούν με τη σειρά: ενοχλήσεις, ανακατωσούρα, ρίγος, εμετό και μια παράξενη αηδιαστική ηδονή. .......

31/5/08

χαιρετισμός στους επισήμους και τα κονίσματα

Ας καταχραστώ λοιπόν την εξουσία του γρήγορου και δωρεάν Ίντερνετ της Δύσης εις βάρος του κακομοίρη συναδέλφου μου που αυτή τη στιγμή κουρεύει πρόβατα αντί να σερφάρει (μα πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι;) και να γράψω τώρα εγώ, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, την πρώτη ανάρτηση.
Χαιρετώ δεξιά μου τη σεβάσμια εξέδρα των επισήμων και κάτω μου τα αφρίζοντα ανώνυμα πλήθη και με τις ανακατεμένες φωτοτυπίες στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο κραυγάζω:

«Συνάδελφε, καλώς σε βρήκα!»  .......